Το τετραήμερο του 3ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προκάλεσε ένα εκρηκτικό κλίμα, λες και στα υπόγεια του Ταε Κβο Ντο είχε αποθηκευτεί μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που ανεφλέγη. Υπάρχουν, όμως, τέσσερα πράγματα που αναδείχθηκαν εντός και εκτός της συνεδριακής αρένας που θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις, και όχι μόνο την κινητικότητα που παρήγαγε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης -με την γνωστή αντι-αντιπολιτευτική διάθεση- εστιάζουν μόνο στα δύο απ΄αυτά, θα ήταν, ωστόσο, σφάλμα να υποτιμήσει κανείς την “μεγάλη εικόνα”.
Πρώτον, πέραν της καταγραφής των ποσοστών στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (75-25%) είναι δεδομένο πως ο Αλέξης Τσίπρας επέτυχε τον αντικειμενικό σκοπό του. Δρομολόγησε την εκ βάθρων αλλαγή του κομματικού μοντέλου μέσω του ανοίγματος στην εκλογική βάση και έβαλε τα θεμέλια του μετασχηματισμού. Επιβεβαίωσε και ενίσχυσε την ηγεμονία του στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, όχι μόνο επειδή έγιναν αποδεκτές -μετά βαϊων (στο πνεύμα των ημερών)- οι προτάσεις του, και κυρίως αυτή της απευθείας εκλογής συλλογικής ηγεσίας με δύο κάλπες (πρόεδρος και Κ.Ε) στις 15 Μαϊου, αλλά και διότι παρήγαγε ευρύτερο πολιτικό αποτέλεσμα. Οι ενθουσιώδεις δηλώσεις υποστήριξης, για παράδειγμα, από τους Σάντσεθ, Κόστα και Λέτα δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θέλει να διατηρήσει και ενισχύσει τους δεσμούς της με τον Τσίπρα.
Δεύτερον, κατέστησε σαφή τον διαχωρισμό ανάμεσα στο “μοντέλο Τσίπρα” και την εσωκομματική αντιπολίτευση, από τη στιγμή που η δεύτερη επιχείρησε να θολώσει το μήνυμα του συνεδρίου και κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή να αμφισβητήσει αυτό που είχε κριθεί στις ψηφοφορίες που προηγήθηκαν. Η εξέλιξη αυτή (με στοιχεία μεγάλης έντασης, ίσως και μιας κάποιας “συντροφικής εχθροπάθειας”) μπορεί να προσφέρθηκε ως δώρο στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και το παρηκμασμένο αλλά υπαρκτό αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, στην κομματική βάση και τους ψηφοφόρους, όμως, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκάλυψε πόσο επικίνδυνη και υπονομευτική είναι η αφέλεια (;), η κομματική φεουδαρχία και η αντίληψη περί συνιδιοκτησίας. Ακόμα και υποστηρικτές των τάσεων που επισείουν τον κίνδυνο του αρχηγισμού και της αλλοίωσης της ιδεολογικής καθαρότητας, δύσκολα θα αποστούν από το ζητούμενο της επιστροφής στη διακυβέρνηση για να δικαιολογήσουν τα μικρά “αντάρτικα” εκ του ασφαλούς.
Ωστόσο, για να σταθεί κανείς ειλικρινώς απέναντι σε όσα συνέβησαν το απόγευμα της Κυριακής στην αρένα του Ταεκ Κβο Ντο, το πρόβλημα (και ζητούμενο) του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι ο Τσακαλώτος ή ο Σκουρλέτης -οι οποίοι θα απορροφηθούν από το έδαφος της εκλογικής βάσης που επιζητά να φυτευτεί και να ανθίσει-, αλλά το εάν ο ίδιος ο Τσίπρας θα μπορέσει να μεταποιήσει τη δυναμική που ο ίδιος παρήγαγε σε αφήγημα διακυβέρνησης και ρεύμα πολιτικής αλλαγής. Τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιο. Κι’ εδώ αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα για τον ίδιο.
Τρίτον, είναι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός πως από την παρουσία του πρωθυπουργού στην προσυνεδριακή εκδήλωση της Ν.Δ στο Ηράκλειο εκείνο που έμεινε είναι η “ανάγκη” του να σχολιάσει με ασυνήθιστο τρόπο τις εξελίξεις σε ένα άλλο πολιτικό υποκείμενο. Ακόμα και για το πολιτικό “savoir faire” σε συνθήκες πόλωσης και ενόψει κρίσιμων εκλογών, κάτι τέτοιο αποφεύγεται. Όχι, μόνο, στο όνομα του πολιτικού πολιτισμού αλλά και επειδή ως επικοινωνιακή πράξη υποδηλώνει αγωνία, ίσως και φόβο.
Είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης: “Αυτή η εικόνα που αποπνέει το συνέδριό μας τα λέει όλα. Γιατί και κάποιοι άλλοι κάνουν υποτίθεται τώρα συνέδριο στην Αθήνα. Όχι ανοιχτό στους πολίτες αλλά μεταξύ τους, για να στηρίξουν και πάλι τον πιο παλιό αρχηγό, που κάθεται στην καρέκλα του εδώ και 15 χρόνια. Και όχι βέβαια για να αναρωτηθούν τι έφταιξε και ο λαός τους καταδίκασε τρεις φορές, Όσο για να ξαναπούν τις ίδιες γερασμένες ιδέες, με τις ίδιες αποτυχημένες φωνές, με τα ίδια πρόσωπα να κάθονται στην πρώτη σειρά του συνεδρίου, με μόνο τους όπλο τη χολή προς τον αντίπαλο για τη δική τους επιβίωση”.
Υποτίθεται; Υποτίμηση και προσβολή, αναμφίβολα. “Να στηρίξουν πάλι τον πιο παλιό αρχηγό, που κάθεται στην καρέκλα εδώ και 15 χρόνια και ο λαός τον καταδίκασε τρεις φορές;”. Δεν θα έπρεπε να αποτελεί μομφή αλλά λόγο για να ανοίξουν σαμπάνιες στο Μέγαρο Μαξίμου, αφού, καθώς έλεγαν παλαιότερα, “τον Τσίπρα τον έχουν στο τσεπάκι τους”. Άστοχη και αψυχολόγητη η αναφορά αλλά αξίζει να επισημανθεί διότι μάλλον αποκαλύπτει πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Κάτι που επικυρώθηκε, άλλωστε, από την στροφή του πρωθυπουργού ως προς το δίλημμα αυτοδυναμία ή (περιπέτειες) κυβερνήσεις συνεργασίας, την οποία αναίρεσε για να επιστρέψει πάλι στο -πληγωμένο και ανίσχυρο πιά- αίτημα περί αυτοδυναμίας στην δεύτερη κάλπη.
Τέταρτον, η αν μη τι άλλο περίεργη δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι “από εμάς δεν θα δει πρωθυπουργική καρέκλα, ούτε ο Μητσοτάκης, ούτε ο Τσίπρας”. Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για την μονότονη, πλέον, ισορροπία του προέδρου του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, στην προσπάθειά του να μην απαντήσει στο υπαρξιακό ερώτημα “με ποιόν θα συνεργαστεί” (διαβάστε εδώ την ανάλυση: Η μάχη της μιας ημέρας του Νίκου Ανδρουλάκη). Μπορεί να πρόκειται για μία ακόμα κουβέντα του αέρα, ίσως, όμως, αποτελέσει τη βάση μιας νέας τακτικής που υπό την πίεση για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας μετά την κάλπη της απλής αναλογικής, θα θέσει ως προαπαιτούμενο να μην είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του πρώτου κόμματος. Ανήκουστο, αναμφίβολα, υποδηλώνει, ωστόσο, κι αυτό τα μικρά αδιέξοδα του προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ που όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές θα γίνονται εντονότερα.
Αν λάβει, δε, υπόψιν του κανείς το αποτέλεσμα διεύρυνσης που παρήγαγε το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, την επιβεβαίωση της ηγεμονίας του Τσίπρα, την “λευκή κάρτα” που του έδωσαν ηγέτες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την ενίσχυση του μικρόκοσμου των “πασοκογενών” στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι λογικό η αμηχανία της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ να εκδηλώνεται περισσότερο. Διότι, όταν επιμένεις πως επιδιώκεις “σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση”, και δεν πετάς στα σύννεφα ότι θα είσαι σε ορατό χρόνο πρώτο κόμμα και αυτοδύναμο (!!!), πρέπει κάποτε να απαντήσεις ποιός είναι -στα δικά σου μάτια- πιο κοντά στην (ευρωπαϊκή) σοσιαλδημοκρατία: ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας;