Η έκθεση «Πώς μάθαιναν οι Ελληνες γράμματα από την Αλωση μέχρι την Επανάσταση, 1453-1821», του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, έχει έναν ισχυρό ανταγωνιστή: το ίδιο το κτίριο στο οποίο φιλοξενείται. Το παλαιό Χρηματιστήριο (Πεσμαζόγλου 1 και Σοφοκλέους) είναι ένα έκθεμα από μόνο του, μέσα στο έκθεμα, διπλασιάζοντας τον χρόνο παραμονής του επισκέπτη.
Κατασκευάστηκε το 1881, ο Χαρίλαος Τρικούπης το ενέταξε στο πρόγραμμα της ανασυγκρότησης του νεότερου ελληνικού κράτους, είναι υποδειγματικά ανακαινισμένο, διατηρημένο με σεβασμό από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία πλέον ανήκει, ύστερα από διάφορες κακοποιήσεις που είχε υποστεί. Η έκθεση του ΜΙΕΤ, που συμπεριλαμβάνεται στην επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 (και θα διαρκέσει έως τις 30 Ιουνίου), μοιάζει να βρήκε την ιδανική στέγη της.
Ο τίτλος προσδιορίζει και το περιεχόμενο. «Επιδιώκει να άρει τις αντιφάσεις και να προβάλει τις μεγάλες αλήθειες για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας κατά την περίοδο των τεσσάρων αιώνων Οθωμανοκρατίας», επισημαίνει η Ασπασία Λούβη, μεταβατική διευθύντρια του ΜΙΕΤ. Προβάλλεται το «αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός ότι οι οθωμανικές αρχές δεν απαγόρευαν την εκπαίδευση των μη μουσουλμάνων υπηκόων τους». Καταδεικνύεται ότι «υπήρχε η δυνατότητα συνέχισης της μόρφωσης μετά από τα κολυβογράμματα –παραφθορά του κολοβογράμματα– στο “ελληνικόν σχολείον”, όπου οι Έλληνες διδάσκονται αρχαία ελληνικά και έχουν ως βασικό τους εργαλείο τα μαθηματάρια».
Τα «μαθηματάρια» είναι τα σχολικά εγχειρίδια της εποχής, στα οποία αντιγράφονται τα αρχαιοελληνικά αλλά και εκκλησιαστικά κείμενα που μελετώνται: ανάμεσα στις γραμμές και στα περιθώρια σημειώνονται η μετάφραση και διάφορα σχόλια.
Διατρέχοντας τις επτά ενότητες της έκθεσης (συνοπτική όσο πρέπει και ελλειπτική όσο χρειάζεται για να ενεργοποιεί τον επισκέπτη) φτάνουμε στις «Ανώτερες Σχολές», οι οποίες, την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, χρηματοδοτούνται από πλούσιους Ελληνες και λόγιους της διασποράς. Το διδακτικό τους έργο διαμορφώνεται από μεγάλες μορφές των ελληνικών γραμμάτων, όπως ο Κύριλλος Λούκαρις ή ο Ευγένιος Βούλγαρης.
«Η έκθεση του ΜΙΕΤ προβάλλει την αλήθεια για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας κατά την Οθωμανοκρατία», λέει η Ασπασία Λούβη, μεταβατική διευθύντριά του.
Σε οθόνες παρουσιάζονται χάρτες με τις τοποθεσίες όπου υπήρχαν σχολεία σε διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου, από το Ιάσιο μέχρι τα Αμπελάκια. Επίσης υπάρχουν μαρτυρίες για την εκπαίδευση, από δασκάλους και μαθητές. Μαθητής που ομολογεί ότι πάει επτά χρόνια σχολείο και με το ζόρι έμαθε να γράφει το όνομά του. Μαρτυρία δασκάλου στα Ιωάννινα του 17ου αιώνα, του Μάξιμου Πελοποννήσιου, που αγανακτεί με τις δυσκολίες της δουλειάς του: «Εχω τώρα έξι χρόνους εδώ και κράζω ελεύθερα κάθε ένα κ όλοι φεύγουν από μάθησιν, ωσάν από προσώπου πυρός. Δεν εξεύρω διατί. Εγώ κ μαθηματικά (=δίδακτρα) δεν εγύρεψα τινός, ουδέ μου έδωκε τινάς, ουδέ θέλω… Ηθέλησα κ με τούτο να τους παρακινήσω να μάθουν τινές, να μην απομείνη το γένος μας εις τόσην αμαθίαν».
Από το Ιστορικό Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ, που ουσιαστικά ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες του στο ευρύ κοινό, μεταφέρθηκαν τεκμήρια τα οποία ο επισκέπτης δεν βλέπει μόνο, τα ξεφυλλίζει και ηλεκτρονικά.
Μια περιήγηση τροφή για σκέψη για αναστοχασμό. Μια εκπαιδευτική πορεία αιώνων, εν πολλοίς άγνωστη, παράλληλα με τις άοκνες προσπάθειες χιλιάδων ανώνυμων ιερωμένων και δασκάλων. Χωρίς να παραλείπονται και θρύλοι, όπως το «κρυφό σχολειό». «Αυτός ο θρύλος δεν δημιουργήθηκε από την Εκκλησία, αλλά από την ανάγκη του Εθνους στα τέλη του 19ου αιώνα», σχολιάζει η κ. Λούβη. «Ο θρύλος δεν εξαγγέλλεται, ούτε επιβάλλεται, διαχέεται ανεξέλεγκτα από στόμα σε στόμα. Και ο θρύλος του κρυφού σχολειού είχε τη δύναμη να ενταχθεί στην εθνική παράδοση του τότε νέου ελληνικού κράτους».