Γεννηθείς το 1926, δηλαδή στα ενενήντα παρά κάτι.
Ήρθε στο ιατρείο για κάποιο πρόβλημα που του δημιουργούσαν τα δόντια του (τα δικά του, τα είχε σχεδόν όλα).
Εξαιρετικός αφηγητής, μου εξιστόρησε πως πήρε μέρος στη μάχη της Κρήτης όταν ήταν δεκαπέντε χρονώ, πως τον έπιασαν την άλλη χρονιά οι Γερμανοί και τον έβαλαν φυλακή, όπου περίμενε την εκτέλεση («εσείς καπούτ, μας έλεγαν»), πως του έσπασαν ένα παΐδι («πολύ ξύλο σε μένα, γιατί τους αντιμίλησα») και το ανακάλυψε σε ακτινογραφία δεκαετίες μετά, πως πολέμησε στον εμφύλιο ως το 1952 (με τους κυβερνητικούς) πως δούλεψε 42 χρόνια πουλώντας στα χωριά «είδη προικός»: δέκα χρόνια με το πόδι από χωριό σε χωριό, φορτωμένος την πραμάτεια, δέκα με μια μηχανή απ΄ αυτές με το καλάθι και 22 με μια «κλούβα φολξβάγκεν».
Πως έκλεισε πριν τέσσερα χρόνια το μαγαζί στο χωριό, όχι γιατί δεν άντεχε τη δουλειά, αλλά γιατί έμπαινε κάθε μήνα μέσα – «τριάντα χιλιάρικα έχασα!».
Σ’ αυτό το σημείο βούρκωσε’ «έτσι όπως μας καταντήσανε αυτά τα καθάρματα οι πολιτικοί, με συμπαθάς που μιλάω έτσι…» είπε σιγανά.
Μετά είπε για τα δικά του, τα παιδιά και τα εγγόνια του και τα προβλήματά τους, που είναι όλα δικά του. «Δεν έχω ζήσει άσπρη μέρα στη ζωή μου» είπε, «βλέπεις που φοράω μαύρο πουκάμισο…».
Νόμιζα πως το έκανε από συνήθεια, αφού είναι Κρητικός. «Πριν λίγο καιρό έχασα το παιδί μου, ξαφνικά, σαράντα οχτώ χρονών», είπε και βούρκωσε για δεύτερη φορά.
Με αποχαιρέτησε σε λίγο γελαστός και έφυγε με γρήγορο βήμα, να επιστρέψει στην κυρά του.