Θέλω να μιλήσω πολύ καιρό για τον Έλτον. Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι δεν έχω ζώο. Τα αγαπώ πολύ τα ζώα, όπως και τα φυτά και το χώμα και τον αέρα και τον ήλιο και τη θάλασσα, όπως και τους ανθρώπους κυρίως, αλλά δεν θέλω να έχω τίποτε απ’ όλα αυτά στην κατοχή μου, ούτε υπό την εξάρτησή μου.
Είναι το σύστημα σκέψης μου αυτό, καθένας έχει το δικό του.
Και δεν είχα, λοιπόν, ποτέ ζώο, πέρα από έναν αλήτη γάτο που ερχόταν κάποτε να τον ταΐσω και να τον περιθάλψω όταν τσακωνόταν με τους άλλους γάτους, μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισε να μην ξανάρθει· σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους που το κάνουν αυτό, η απόφαση του γατούλη δεν μ’ ενόχλησε καθολου.
Και μετά, σε ένα άλλο επεισόδιο της ζωής μου σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακριά, βρέθηκα να προαυλίζομαι με τον Έλτον.
Ο Έλτον ήταν ένα θηριώδες Σαν Μπερνάρ, είχε και βαρελάκι στο λαιμό, το οποίο κληρονομήσαμε μαζί με το θηριώδες σπίτι και τον θηριώδη κήπο στο θηριώδες προάστειο.
Και ήταν ο πιο ήσυχος και μελαγχολικός και αντικοινωνικός σκύλος του κόσμου.
Η ιδιοκτήτριά του, που μας τον άφησε, τον είχε ονομάσει έτσι από τον Έλτον Τζον, υπήρχε κι ένας παπαγάλος που λεγόταν Τζοάν, φρίκη.
Ο Έλτον μπορείς να πεις ότι ζούσε καλύτερα από τους περισσότερους από μας, είχε ένα σπίτι περίπου σαν το διαμέρισμά μου, άνθρωπο που ερχόταν και το καθάριζε, άνθρωπο που του έφερνε φαγητό, άνθρωπο που τον έπλενε.
Εγώ επίσης.
Τα πρωινά ξυπνούσα από διάφορες ακαθόριστες γλώσσες στο σπίτι «μου», η κυρία που καθάριζε, η άλλη που σιδέρωνε, ο κύριος που έκανε τα μερεμέτια, ο άλλος που φρόντιζε τον κήπο, κ.λπ..
Όλοι αυτοί δεν με χρειάζονταν, το σύστημα θα μπορούσε να λειτουργεί ρολόι και χωρίς να υπάρχω και δεν με συμπαθούσαν κιόλας, κυρίως επειδή ήμουν ξένη, κάτι πολύ παράξενο καθώς όλοι τους ξένοι ήταν. Γενικώς και ειδικώς.
Σ’ αυτό το σπίτι με τους πολλους ξένους, κάθε τόσο επέστρεφε ο τότε σύζυγός μου από κάποιο ταξίδι και με ρωτούσε απορημένος και θυμωμένος γιατί είμαι στενοχωρημένη και μήπως ήθελα περισσότερους ανθρώπους να κάνουν περισσότερες δουλειές.
‘Ελεγα όχι, έβγαινα στον κήπο και έπαιρνα μια τσουγκράνα και μάζευα τα φύλλα, το οποίο στους απέξω μοιάζει εντελώς τρελό όταν έχεις κηπουρό, αλλά κι επειδή τα φύλλα δεν σταματούσαν ποτέ να πέφτουν, τα μάζευες κι από πίσω στρώνονταν σα χαλί σε δευτερόλεπτα.
Κι εγώ ήμουν ένας σύγχρονος Σίσυφος, αυτοκαταδικασμένη σε μια παντελώς άσκοπη επανάληψη που μου έδινε μια ψευδαίσθηση σκοπού.
Στην αρχή ο Έλτον ήταν άφαντος.
Μετά αρχισε να βγαίνει σιγά σιγά κι επιφυλακτικά και έκανε βόλτες στην άλλη άκρη του θηριώδους κήπου, δεν ενοχλούσαμε ο ένας τον άλλον, εκείνος προτιμούσε την πλευρά προς το ποταμάκι, εγώ εκείνη προς τη λιμνούλα.
Πιο μετά άρχισε να περπατάει κοντά μου. Ή ξάπλωνε λίγο πιο πέρα και με κοιτούσε να μαζεύω σε μικρά βουνά τα φύλλα. Τελειώναμε τον προαυλισμό μας και επιστρέφαμε στα μοναχικά κελιά μας.
Το χειμώνα δεν είχε φύλλα και τη θέση της τσουγκράνας έπαιρνε το φτυάρι, το οποίο στους απέξω μοιάζει εντελώς τρελό όταν έχεις μηχάνημα γι αυτόν το σκοπό, αλλά κι επειδή το χιόνι δεν σταματούσε ποτέ να πέφτει, το μάζευες κι από πίσω στρωνόταν σα χαλί σε δευτερόλεπτα.
Ο Έλτον δεν κρύωνε στο χιόνι, ήταν φτιαγμένος γι αυτό, συνέχιζε να με ακολουθεί και να ξαπλώνει κοιτώντας με.
Το πολύ σύντομο διάστημα που ήταν άνοιξη και καλοκαίρι, σε ένα θηριώδες παρτέρι έξω από το αίθριο φύτρωναν χιλιάδες πεώνιες. Τις φρόντιζα κάθε μέρα, τις καθάριζα προσεκτικά κι όταν ωρίμαζαν τις έκοβα και τις στόλιζα στο σπίτι και όλο το σπίτι μύριζε έντονα και εμετικά πεώνιες, μια μυρωδιά που δεν αντέχω έκτοτε.
Μια μέρα ο Έλτον ήρθε ήρεμα και ξάπλωσε στο παρτέρι πάνω στις πεώνιες και δεν του θύμωσα, ήταν σα να ήθελε κάτι να μου πει.
Πήγα και του έβγαλα το βαρελάκι από το λαιμό, ήθελα κι εγώ κάτι να του πω.
Περάσαμε τρία χρόνια έτσι, δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα, ο Έλτον δεν πλησίαζε άλλον άνθρωπο παρά μόνο τα παιδιά που ήταν πιο μικρά απ’ αυτόν και σε ηλικία και σε μέγεθος.
Αποχαιρετιστήκαμε κάπως άγαρμπα, δεν είμαι καλή εγώ στους αποχαιρετισμούς, δεν είναι κάτι που έμαθα να κάνω σωστά από παιδί.
Ίσως είναι που έφυγα και τρέχοντας, χωρίς να κοιτάξω πίσω, όπως πέταξα με δύναμη τη τσουγκράνα, το φτυάρι και τις πεώνιες για να επιστρέψω στη ζωή. Κάτι που ο Έλτον δεν μπορούσε, φυσικά, να κάνει.
Η διαφορά μας με τον Έλτον είναι ότι εγώ είχα επιλέξει τη φυλακή μου ενώ εκείνος όχι.
Και στους δύο μάς τις έφτιαξαν άλλοι, με τις καλύτερες των προθέσεων, όπως πίστευαν ότι θα μας έκαναν ευτυχισμένους· κι εμείς τις μοιραστήκαμε, ευγνώμωνες και δυστυχείς ταυτόχρονα.
Μετά από χρόνια, σκέφτομαι πολύ συχνά τον Έλτον και δεν ξέρω τελικά αν ήταν πράγματι τόσο δυστυχής στη μοναξιά του ή εγώ τον έβλεπα έτσι.
Αυτό που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι κι εγώ προσπάθησα να φτιάξω όμορφες φυλακές για άλλους ανθρώπους, όλοι μας το προσπαθήσαμε κάποτε στη ζωή μας, τους δώσαμε στα χέρια τσουγκράνες και φτυάρια και πεώνιες, θυμώσαμε τελικά που δεν ήταν ευτυχισμένοι με τον τρόπο που εμείς φανταστήκαμε ότι θα έπρεπε να είναι.
Όλοι έχουμε υπάρξει και τρόφιμοι σε τέτοιες φυλακές.
Κάποιοι έτρεξαν μια νύχτα και έσυραν τη μπάλα του κατάδικου μέσα από λασπόνερα και καταιγίδες και πολύ φόβο και πολλές δυσκολίες μέχρι να καταφέρουν να τη σπάσουν τελικά.
Κάποιοι έμειναν στο πολυτελές σπιτάκι τους, περιμένοντας να προαυλιστούν με τον επόμενο συγκρατούμενο και να μοιραστούν την ευγνωμοσύνη και τη δυστυχία τους.
Εγώ τελείωσα με τις φυλακές.
Σ’ ευχαριστώ Έλτον.
Κι ας μην μ’ ακους εκεί που είσαι.