Παρά τα εύλογα ερωτήματα που γέννησε (ως προς ορισμένα επί μέρους στοιχεία της), η τελευταία δημοσκόπηση της Alco (η πρώτη μετά από καιρό) για το Open επιβεβαίωσε την τάση: κάθε μήνα η Ν.Δ χάνει μισή έως μία μονάδα και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ -παρότι το εναλλακτικό του αφήγημα παραμένει ακόμα σχετικά αμφισβητούμενο- κερδίζει κάτι κοντά στο 0,5%. Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί είναι θέμα χρόνου τα δύο κόμματα να συναντηθούν στη ζώνη του στατιστικού σφάλματος (+- 3%) και η εκλογική μάχη να αποκτήσει χαρακτηριστικά σκληρού ντέρμπι.
Κι’ όταν μία σύγκρουση γίνεται ντέρμπι όλα είναι ανοικτά, λαμβάνοντας, μάλιστα, υπόψιν πως κάτι τέτοιο έμοιαζε απίθανο πριν μερικούς μήνες και η κυβέρνηση απολάμβανε την αυτοπεποίθηση της μεγάλης υπεροχής, ο δε Αλέξης Τσίπρας θεωρούνταν στο Μέγαρο Μαξίμου…”πελάτης”.
Τώρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναζητεί εναγωνίως μία τομή στον δημοσκοπικό χρόνο. Αυτό θα επιδιωχθεί με τις ανακοινώσεις για τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας από τον αρμαγεδδώνα των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Ένδειξη του φόβου πως η κατάσταση μπορεί να γίνει μη αναστρέψιμη είναι το γεγονός πως οι ανακοινώσεις θα προηγηθούν της όποιας κεντρικής ευρωπαϊκής παρέμβασης (τέλη του μήνα) και πριν ο πρωθυπουργός επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιθανώς να γίνει και από το βήμα του συνεδρίου της Ν.Δ, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον άκομψο (…).
Οι διαρροές κάνουν λόγο για μέτρα που θα κοστίσουν από 2,5 έως 5 δισ στον ισχνό προϋπολογισμό και θα επαναφέρουν τους λογαριασμούς ρεύματος στις τιμές του 2020. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου σημείωσε ότι η ισχύουσα επιδότηση είχε ως αποτέλεσμα 2.321.980 νοικοκυριά να δουν μικρές αυξήσεις στους λογαριασμούς τους, ενώ σημαντική στήριξη από τα μέτρα που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο έλαβαν ή θα λάβουν μόλις πάρουν τους λογαριασμούς και αρκετά επαγγελματικά τιμολόγια. Υπενθυμίζεται πως η Ν.Δ ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2019 από 2.251.618 ψηφοφόρους. Τα δε νέα μέτρα λέγεται πως θα είναι οριζόντια και θα αφορούν περίπου 7.500.000 καταναλωτές.
Είναι αλήθεια πως εφόσον τα μέτρα αποδώσουν όντως στον βαθμό που περιγράφεται από τις διαρροές, και σχεδόν το σύνολο των πολιτών δει τους λογαριασμούς ρεύματος να επιστρέφουν στις τιμές πριν από ενάμιση χρόνο, η παρέμβαση θα είναι συγκριτικά πολύ σημαντική. Συνιστά κάτι τέτοιο τομή στον δημοσκοπικό χρόνο;
Δηλαδή, μόλις έρθει ο πρώτος λογαριασμός ρεύματος με τιμές πολύ μικρότερες από αυτές των τελευταίων μηνών, ο εξοργισμένος και υπερχρεωμένος πολίτης θα σπεύσει στο πρώτο τηλεφώνημα εταιρείας δημοσκοπήσεων να δηλώσει πως επιστρέφει στη νεοδημοκρατική θαλπωρή;
Δεν είναι καθόλου βέβαιο. Για αρκετούς λόγους.
Πρώτον, γιατί η μεγάλη πτώση της Ν.Δ στις μετρήσεις εδώ και τουλάχιστον έξι μήνες πυροδοτήθηκε από την ακρίβεια, αλλά θα ήταν σφάλμα των κυβερνώντων να πιστέψουν πως οφείλεται μόνο σε αυτό. Υποτιμάται, για παράδειγμα, η νοοτροπία που εξέπεμψαν πολλά κυβερνητικά στελέχη με δηλώσεις που προσέβαλαν τους πολίτες και δημιούργησαν την πολύ ισχυρή εντύπωση πως η κυβέρνηση “δεν νοιάζεται”. Την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε ένα ισχυρό μέτωπο που ανέδειξε τις “συμπεριφορές Πολάκη” σε αχίλλειο πτέρνα της τότε κυβέρνησης. Στο κυβερνητικό επιτελείο, τώρα, δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως υπάρχουν ακραίες συμπεριφορές που έχουν εξοργίσει το εκλογικό σώμα, κυρίως, μάλιστα, μία σημαντική μερίδα ψηφοφόρων της Ν.Δ. Μπορεί οι περισσότεροι από αυτούς να μην έχουν μετακινηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και να παραμένουν “θυμωμένα αδρανείς” στη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου, θα ήταν αλαζονικό, όμως, να θεωρηθεί βέβαιο πως με την ανακοίνωση των νέων μέτρων στήριξης θα επιστρέψουν ως “άσωτοι” στην κομματική εστία.
Δεύτερον, με τις παραδοχές των τελευταίων ημερών γίνεται σαφές πως η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε παρέμβει νωρίτερα ως προς το θέμα της ακρίβειας. Ο βουλευτής Μπάμπης Παπαδημητρίου ομολόγησε, για παράδειγμα, πως οι ιδιώτες πάροχοι ρεύματος πίεσαν την Ρυθμιστική Αρχή να αναγκάσει τη ΔΕΗ να υιοθετήσει την εξωφρενική ρήτρα αναπροσαρμογής. Ακριβές, ή όχι, δεν έχει σημασία. Το γεγονός πως ένας καλά ενημερωμένος βουλευτής, που είναι και ένθερμος θιασώτης της “ασύδοτης” αγοράς, ομολογεί κάτι τέτοιο, επιβεβαιώνει την άποψη πως υπήρξαν εμμονές και καθυστερήσεις. Πως η κυβέρνηση “δεν νοιάστηκε” (άμεσα και επαρκώς) και σπεύδει τώρα επειδή διαπιστώνει να καταρρέουν τα δημοσκοπικά ποσοστά. Η εικόνα της ΔΕΗ, επίσης, δέχθηκε ένα τεράστιο πλήγμα αξιοπιστίας με τις αποκαλύψεις για την επίδειξη χλιδής του διευθύνοντος συμβούλου της που προστίθεται στο βαρύ κλίμα των ημερών. Μπορεί ο κ. Στάσσης να δικαιούται να κτίζει βίλα, μπορεί να έχει σωρρεύσει πλούτο από την διαδρομή του στην ελεύθερη αγορά, η εικόνα του, όμως, σήμερα συγκρούεται με το θυμικό του μέσου καταναλωτή που συνωστίζεται στις ουρές για έναν διακανονισμό, ή εκείνου που υπέστη αποκοπή ρεύματος πασχαλιάτικα.
Τρίτον, είναι λάθος να θεωρηθεί πως είναι μόνο οι λογαριασμοί ρεύματος που διαμορφώνουν την οργή των πολιτών. Υπάρχουν πολλά μικρότερα, αλλά όχι ασήμαντα ζητήματα, που ενσωματώνονται στο συλλογικό υποσυνείδητο και δημιουργούν κοινωνικά αδιέξοδα. Η κυβέρνηση έχει χάσει την επαφή με την κοινωνία (το έχουν πάθει και αρκετές προηγούμενες…) και, το χειρότερο, δεν έχει την δυναμική να προσπαθήσει να την ανακτήσει. Δημιουργεί την εντύπωση πως τρέχει πίσω από τις εξελίξεις και δρα μόνο σε δημοσκοπικό χρόνο. Το σύνολο, δε, των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων, από την υγεία και την παιδεία, μέχρι την ακρίβεια, συγκροτούν μια πολιτική θηλιά. Εάν οι πολίτες ήταν ικανοποιημένοι από την διαχείριση της πανδημίας, τις αλλαγές στην παιδεία, τις συμπεριφορές των υπουργών, και άλλα, η διαχείριση της ακρίβειας ίσως να ήταν πολιτικά ευκολότερη.
Αυτός ο συνδυασμός θυμού χτυπούσε ίσως, μέχρι πρότινος, στον τοίχο της έλλειψης εναλλακτικής πολιτικής λύσης ( η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να εισπράξει την κυβερνητική φθορά, όπως κατέγραφαν οι μετρήσεις και αναπαρήγαγαν τα φιλοκυβερνητικά μίντια). Επαναπαύτηκε η κυβέρνηση σε αυτό το κλίμα που, όμως, σε μεγάλο βαθμό ήταν “αυτοεκπληρούμενη προφητεία”. Είναι πολύ πιθανό, κοινωνικά, πολιτικά και δημοσκοπικά, το σημείο αυτό να έχει ξεπεραστεί. Ο θυμός, δηλαδή, ξεσπά ασχέτως εάν ο πολίτης είναι βέβαιος πως διαθέτει εναλλακτική επιλογή. Θα το αναζητήσει, πιθανότατα, στον στενό εκλογικό χρόνο (εφόσον δεν προτιμήσει την αποχή), τότε, όμως, το κλίμα ντέρμπι, που γράφαμε, μπορεί να έχει διαμορφωθεί και αυτό συχνά δρα υπέρ του του “διεκδικητή” και όχι υπέρ του “κατόχου του τίτλου”.