Χρόνια Πολλά στον Δημήτρη μας με αυτό το κείμενο αθλητικής σοφίας που μας χάρισε ο Zastro (από το Facebook):
“Ήταν 6 Μαΐου του 1980, όταν ο Θωμάς και η Μαρία υποδέχονταν το δεύτερο γιο τος μετά τον τρίχρονο Βασίλη. Τον βάπτισαν Δημήτρη.
Εκείνα τα χρόνια μπάσκετ στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υπήρχε, κινείτο σε μια underground πραγματικότητα, πολύ μακριά από τη φρενίτιδα που κατέλαβε τη χώρα από το ευρωμπάσκετ του ’87 και μετέπειτα.
Η κοζανίτικη οικογένεια Διαμαντίδη που επαγγελματικά δραστηριοποιείτο στο γουνεμπόριο, είχε μετεγκατασταθεί στη Μηλίτσα της Καστοριάς, όπου ζήτημα να υπήρχαν τρεις μπασκέτες.
Η χώρα τότε έπαιζε μόνο ποδόσφαιρο που μόλις είχε γίνει επαγγελματικό και μονοπωλούσε το ενδιαφέρον. Ποδόσφαιρο έπαιζε κι ο Δημήτρης, τα γόνατά του μάτωνε στα χαλίκια, μέχρι που ήρθε το μαγικό ευρωμπάσκετ.
Στα παιδικά του μάτια, τα ανδραγαθήματα του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα, του Φάνη, ήταν βάλσαμο. Η αντιληπτικότητα και η οξυδέρκεια του παιδιού ήταν σπάνια για την ηλικία του.
Ίσως να μην το γνωρίζουν οι περισσότεροι, ο Δημήτρης όμως είναι αμφιδέξιος, χρησιμοποιεί και τα δύο του χέρια. Οι αμφιδέξιοι άνθρωποι έχουν μεσολόβιο (η δέσμη των ινών νεύρων που ενώνουν τις δεξιές και αριστερές πλευρές του εγκεφάλου) κατά 11% μεγαλύτερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό, όσο περισσότερο χρησιμοποιούν και ασκούν τον εγκέφαλό τους, τόσο περισσότερο αυξάνεται. Είναι συναισθηματικά πιο ανεξάρτητοι, προσαρμόζονται ευκολότερα στις νέες καταστάσεις.
Ο Δημήτρης προσαρμόστηκε αμέσως στο μπάσκετ, το έκανε το δικό του κισμέτ. Όταν η οικογένεια μετακόμισε απέναντι απ’ τη λίμνη, στο μαγευτικό Δισπηλιό, μια περιοχή με ιστορία άνω των πεντέμισι χιλιάδων ετών με δεσπόζοντα τον περίφημο Δίσκο σφηνοειδούς σουμεριακής γραφής από τη νεολιθική εποχή, ο Δημήτρης ήδη είχε αποφασίσει ότι θέλει να γίνει μπασκετμπολίστας.
Πέρασε όλες τις βαθμίδες των τμημάτων υποδομής στην Καστοριά, «μίνι», παιδικό, εφηβικό, όλα τα τμήματα. Οι προπονητές του, ο Γιάννης Δημητριάδης, ο Σπύρος Πυροδέτσης, ο Κώστας Παπαγιάννης, κάνουν λόγο για ένα παιδί που μάθαινε πάρα πολύ γρήγορα, που αφομοίωνε τις εντολές άμεσα, που δούλευε και εκτελούσε αδιαμαρτύρητα.
Αυτό ήταν το μεγαλύτερο προσόν του, η μοναδική ικανότητα να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, το ταλέντο να αναλύει σε κλάσματα δευτερολέπτου τη φάση, να προβάλλει στο μυαλό του την κατάληξή της.
Αυτή η ικανότητα προσδιόρισε και όλη του την καριέρα, αυτή η οιωνοσκόπηση για αυτό που θα γίνει μετά, για όλες τις καταστάσεις που κατά διαβολικό τρόπο κατέληγαν όπως ακριβώς τις είχε φανταστεί στο μυαλό του.
Είναι τρομερή η γεωμετρική πρόοδος της βελτίωσής του, το πόσο κάθε λεπτό που περνούσε γινόταν καλύτερος, το πόσο εκμεταλλευόταν τα φυσικά του προσόντα, τα μεγάλα άκρα, την περιφερειακή όραση, τα δυνατά και αδύνατα σημεία συμπαικτών και αντιπάλων του.
Το κατάλαβε πρώτος ο Κώστας Πιλαφίδης όταν ο Δημήτρης είχε φτάσει πλέον στο τέλος της εφηβείας, είδε πρώτος αυτό που οι υπόλοιποι καταλάβαμε αργότερα, ότι το ύψους 198 εκατοστών μελαχρινό αγόρι απλούστατα δεν είχε ταβάνι.
Η συνέχεια είναι μια απ’ εκείνες τις ιστορίες που συνηθίζουμε να εντάσσουμε στις συνομωσίες των πλανητών. Ο Σάκοτα ανέλαβε τον Ηρακλή, ενέταξε τον Πιλαφίδη στο team των βοηθών του και ο βοηθός μετά από επίμονο ψηστήρι έπεισε Σάκοτα και τη διοίκηση του Γηραιού ότι ένας μικρός από την Καστοριά άξιζε την προσοχή τους.
Η Καστοριά πείστηκε πολύ δύσκολα να τον παραχωρήσει, ο Ηρακλής εκτός από τα 9 εκατομμύρια δραχμές τότε, έφτασε στο σημείο να προσθέσει στη συμφωνία μπάλες, αθλητικό υλικό, κάποιες εξυπηρετήσεις, ό,τι γινόταν.
Χοντρικά μιλάμε για μια μεταγραφή της τάξης των 30 χιλιάδων ευρώ, χρήματα που για ένα παιδί άγνωστο, χωρίς την παραμικρή προσοχή από τις μικρές εθνικές ομάδες, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.
Ο Δημήτρης ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη μόνο με το ταλέντο και το μυαλό του κυνηγώντας το πεπρωμένο του. Στη θέλησή του για δουλειά και στην ικανότητά του να αντιλαμβάνεται το παιχνίδι στηρίχθηκε το οικοδόμημα «Διαμαντίδης» και είδαμε αργότερα στο παρκέ έναν εκ των κορυφαίων παικτών στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Τότε, το 1999 ήταν απλώς ένα παιδί που βρέθηκε από τη Γ΄ Εθνική στην Α1 κι έκανε ένα τεράστιο άλμα που άλλους πιθανόν να τους λύγιζε, να τους καταβαράθρωνε. Ήταν μεγάλο σχολείο ο Ηρακλής, οι προπονήσεις, τα συστήματα, το «τακτικό» μπάσκετ που πίσω στην Καστοριά ήταν άγνωστη λέξη.
Δούλευε όμως ατέλειωτες ώρες στην προπόνηση, αποκόμιζε εμπειρίες, σπούδαζε το παιχνίδι και ανέπτυσσε την αντίληψή του σχετικά με βασικούς του τομείς που ήταν αδύνατον να συναντήσει στις χαμηλότερες κατηγορίες.
Το μπάσκετ ήταν η μόνη του διέξοδός, μακριά από το παρκέ έμοιαζε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό, η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον τρόμαξε, ότι οι ρυθμοί της δεν ταίριαξαν μαζί του.
Ο αείμνηστος Μάκης Δενδρινός που αντικατέστησε το Σάκοτα τον εμπιστεύτηκε, το ίδιο κι ο Ηλίας ο Αρμένης αργότερα μέσα στη σεζόν. Ο Ηρακλής ήταν μια νεανική ομάδα, πρέσβευε το μπάσκετ που άρεσε πολύ στο Δημήτρη, ήταν το αντίδοτο στην παρθενική του περιπέτεια μακριά από την αγαπημένη του Καστοριά.
Τον βοήθησε πολύ η σχέση του με το Νίκο Χατζηβρέττα, η φιλία τους κρατάει χρόνια, το ίδιο και εκείνη με το Λάζαρο Παπαδόπουλο. Την τρίτη του σεζόν, όταν ανέλαβε τον Ηρακλή το δίδυμο Πιλαφίδη-Μουρατίδη, ο ιδιοκτήτης τότε της ΚΑΕ Ηρακλής, Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, τον είχε προτείνει στον Παναθηναϊκό στο πλαίσιο της μετακίνησης του Λάζαρου Παπαδόπουλου στους πράσινους. Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος που ασχολήθηκε με την περίπτωσή του, το σκέφτηκε αλλά εν τέλει δεν ενέδωσε.
Ακριβώς εκείνη τη σεζόν που δεν έγινε εκείνη η μεταγραφή, άνθισε ο Διαμαντίδης. Το ταλέντο του πλημμύρισε τα κλειστά της Α1, ήταν μόλις 21 στα 22 και εξέπληξε τους πάντες. Εμφανίστηκε ένας άλλος παίκτης στο πλάι του Μπλάκνεϊ και οδήγησαν τον Ηρακλή στην τέταρτη θέση στο πρωτάθλημα ενώ οι περισσότεροι λόγιζαν τους κυανόλευκους ανάμεσα στα φαβορί για υποβιβασμό.
Ο Διαμαντίδης εξέπληξε πάνω απ’ όλους τον ίδιο τον Εμφιετζόγλου που είχε εντυπωσιαστεί από το συνεσταλμένο του χαρακτήρα του, ρουφούσε σαν σφουγγάρι τις εμπειρίες και τα προτερήματα των γύρω του, ανέλυε τα δεδομένα και κατέληγε στο πιο συμφέρον για την ομάδα αποτέλεσμα, όποια κι αν ήταν η περίσταση.
Ήταν το ίδιο χρήσιμος και στην άμυνα και στην επίθεση, είχε αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν “vision of the game” κι όταν την επόμενη σεζόν ο Κακιούσης και ο Δημητριάδης του εμπιστεύτηκαν τα ηνία της ομάδας, ο μειλίχιος Δημήτρης ήταν απόλυτα έτοιμος.
Διπλασίασε τους μέσους όρους του σε όλες τις στατιστικές κατηγορίες, κράτησε όρθιο τον Ηρακλή που έμεινε μόνος κι αβοήθητος, δίχως την οικονομική αρωγή του Εμφιετζόγλου και παγιώθηκε στις συνειδήσεις της μπασκετικής κοινότητας ως ο επόμενος μεγάλος Έλληνας play maker.
Ήταν αλματώδης η βελτίωση του Διαμαντίδη και η τρίτη θέση στο τέλος της σεζόν 2003/04 με το εκπληκτικό 3-2 κόντρα στην ΑΕΚ, ήταν η επιβράβευση, το επιστέγασμα μιας προσπάθειας στην οποία δεν πίστευε κανείς, κι όμως απέδωσε τα μέγιστα.
Διαμαντίδης και Λάζος (που στο μεσοδιάστημα είχε επιστρέψει από τον Παναθηναϊκό) είχαν κάνει το απροσδόκητο, το απίθανο. Εκτός από κολώνες του Ηρακλή, μέσα σε μια διετία εξελίχθηκαν (μαζί με το Νίκο Χατζηβρέττα και το Σοφοκλή Σχορτσανίτη) και σε βασικούς πυλώνες της επόμενης «μεγάλης» Εθνικής ομάδας.
Το κεφάλαιο το είχε ανοίξει – κανονικά και με το νόμο – από το ευρωμπάσκετ του 2003, είχε σποραδικές κλήσεις από τη δεύτερη σεζόν του στον Ηρακλή, μέχρι το σημαδιακό 2004 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Από κάθε άποψη, το 2004 ήταν η χρονιά ορόσημο. Τότε ήταν που ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς άσκησε βέτο στους αδερφούς Γιαννακόπουλους και απαίτησε την απόκτησή του.
Ο Παναθηναϊκός ψαχνόταν, η φυγή του Μποντιρόγκα, η μείωση του μπάτζετ και η γενικότερη πτώση των οικονομικών συσχετισμών στο ελληνικό μπάσκετ, είχαν απαξιώσει το προϊόν που επί της ουσίας το κράτησαν ζωντανό οι επιτυχίες της Εθνικής και η τρέλα των αδελφών Γιαννακόπουλου για τον Παναθηναϊκό.
Ενδιαφέρθηκε και ο Ολυμπιακός για την απόκτησή του, αλλά η κατά 50 χιλιάδες ευρώ μεγαλύτερη προσφορά των πρασίνων υπερίσχυσε και ο Διαμαντίδης φόρεσε το τριφύλλι.
Ειδικά τότε, αγνοούσε το μέγεθος των δυνατοτήτων του, δεν είχε επίγνωση του πόσο μεγάλος παίκτης είναι, δεν φανταζόταν ότι ο Ζοτς θα έχτιζε την ομάδα γύρω του διότι στο πρόσωπό του είχε διακρίνει τον επόμενο μεγάλο Ευρωπαίο point guard.
Ο ίδιος και κατ’ εντολή Γιάννη Ιωαννίδη είχε δουλέψει το σουτ του που μέχρι τότε ήταν το αδύνατο σημείο του, είχε προσθέσει όγκο στο ούτως ή άλλως γυμνασμένο κορμί του και χαρακτηριζόταν ήδη «βιονικός».
Ο Διαμαντίδης δεν έσπαγε με τίποτα, δεν λύγιζε με τίποτα, έπαιζε ανελλιπώς δίχως σταματημό, δίχως τραυματισμό, αδιαμαρτύρητα, δίχως ίχνος φυγοπονίας. Είναι μια απόδειξη του πόσο αγαπούσε το μπάσκετ, πόσο αφοσιωμένος ένιωθε στο στόχο, πόσο αισθανόταν υπηρέτης του παιχνιδιού. Πάντοτε προτάσσοντας το καλό της ομάδας ομάδα και ποτέ το ατομικό του συμφέρον.
Έμεινε μακριά από μεγαλοστομίες και βεντετισμούς, δεν τον ενδιέφερε ποτέ η «μεγάλη ζωή», δεν οδηγούσε ακριβό αυτοκίνητο, δεν αγόρασε πανάκριβο ρολόι, ντυνόταν απλά, με ένα τζιν και ένα πουκάμισο ή ένα μπλουζάκι έξω απ’ το παντελόνι.
Είναι τρομερό πόσο αδιάφορο τον άφηναν τα φαντανχτερά υλικά αγαθά, πόσο αντισυμβατική ήταν η εικόνα του σε μια εποχή που όλη η Ελλάδα ζούσε στην ψευδαίσθηση του glamour και της επίπλαστης οικονομικής πραγματικότητας.
Ήταν ο mvp του ελληνικού πρωταθλήματος και προτιμούσε να περνά τα βράδια του με το Νίκο (Χατζηβρέττα) και τη γυναίκα του τη Δήμητρα στην Πεύκη.
Και η Αθήνα τον «τρόμαξε», δεν την αγάπησε αμέσως, πιθανόν ακόμα να μην την έχει συνηθίσει τελείως. Πολλή κίνηση, πολλή χάβρα, πολύ γρήγοροι ρυθμοί, χάος για τα γούστα του Δημήτρη, ενός ανθρώπου που την ηρεμία και τον εαυτό του, τα έβρισκε στην Καστοριά, στην απέραντη γαλήνη της λίμνης και του φυσικού τοπίου.
Τον πρώτο καιρό δεν είχε καν υπολογιστή, δεν ασχολείτο ούτε με gaming ούτε με… μοντέλα όπως ήταν η μόδα της εποχής. Μια καλή ταινία, ένα φαγητό με φίλους, μακρινά ταξίδια αποσυμπίεσης και μπάσκετ. Πολύ μπάσκετ, κάθε μέρα μπάσκετ.
Ο Δημήτρης ήταν ο πιο συγκεντρωμένος παίκτης που είχε πατήσει ποτέ το παρκέ, ο μεγαλύτερος σταρ που γινόταν στρατιώτης για να βοηθήσει την ομάδα. Κι άλλοι μεγάλοι παίκτες ήταν προικισμένοι ή διέθεταν σωματομετρικά πλεονεκτήματα, ο Διαμαντίδης όμως ήταν εκείνη η πολύ σπάνια περίπτωση αθλητή που ηγέτη τον έκανε η συμπεριφορά της ομάδας, τον ενθρόνισαν οι ίδιοι του οι συμπαίκτες.
Το πιο τρελό απ’ όλα ήταν πως όσο αυξάνονταν ο θαυμασμός, τόσο πιο ταπεινός γινόταν ο Διαμαντίδης. Όσο τον εκθείαζαν οι ειδικοί (που τον είχαν χαρακτηρίσει από νέο Κούκοτς μέχρι νέο Γκάλη) τόσο πιο πολύ δούλευε για την ομάδα και βελτίωνε τους γύρω του.
Είναι τεράστια υπόθεση να προκύπτει ο ηγετικός ρόλος από την εμπιστοσύνη και το σεβασμό των συμπαικτών σου και όχι διά της επιβολής. Ίσως γι’ αυτό τον πρώτο καιρό να γκρίνιαζε ο Ομπράντοβιτς που τον ήθελε περισσότερο εγωιστή και σε κάθε ευκαιρία επαναλάμβανε πως ο Διαμαντίδης πρέπει να συνειδητοποιήσει ποιος είναι και τι προσφέρει στη λειτουργία της ομάδας. Γιατί ακόμα συμπεριφερόταν σαν ένας κοινός μπασκετμπολίστας.
Χρειάστηκε το αλήστου μνήμης «βάλτο αγόρι μου» του Βασίλη Σκουντή στον ημιτελικό με τη Γαλλία για να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό. Εκείνο το τρίποντο που μας έκανε να καταλάβουμε ότι εκτός από μεγάλος παίκτης είναι και clutch player.
Όχι επειδή θέλει να αναδειχθεί στον ήρωα της βραδιάς, αλλά επειδή προκύπτει, επειδή μπορεί, επειδή «το ‘χει». Δεν είναι ούτε το Βελιγράδι, ούτε η Σαϊτάμα η παρακαταθήκη του σ’ εκείνη την Εθνική με τη μαγική περιφερειακή γραμμή.
Εκείνη η εθνική ομάδα εξέλιξε το ελληνικό μπάσκετ, για πρώτη φορά στην ιστορία συνέβαλε τα μέγιστα στον εκσυγχρονισμό του αθλήματος, άφησε το στίγμα της στο ευρωπαϊκό μπάσκετ με έναν τρόπο τόσο εμφαντικό που παρέπεμπε στη μαγική διετία 1987/89.
Τότε ήταν ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, ο Φάνης, ο Φασούλας. Τα «παιδιά» τους ήταν ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο «Σόφο», ο Ζήσης, ο Σπανούλης. Την άφησε πρόωρα την Εθνική, ίσως ήταν ο μοναδικός αστερίσκος της τεράστιας καριέρας του.
Ήταν μια απόφαση που προήλθε έπειτα από πολλή σκέψη και αξιολόγηση προτεραιοτήτων. Ήταν 30 ετών, είχε ακόμη αρκετά χρόνια με το εθνόσημο, αλλά κανείς δεν ξέρει εάν θα καταπονείτο σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο τόσο στον Παναθηναϊκό όσο και στην Εθνική.
Ξένισε αρκετούς έως πολλούς εκείνη η απόφαση, ενόχλησε πολύ κόσμο η επιλογή να μπει ο Παναθηναϊκός σε πρώτο πλάνο. Ταυτόχρονα όμως, απέδειξε και την αφοσίωση στο τριφύλλι, καλώς ή κακώς οι σημαίες (και) έτσι παραμένουν στον ιστό.
Ο Διαμαντίδης από την πρώτη του σεζόν στα χέρια του θαυματουργού Ομπράντοβιτς με το τριφύλλι στο στήθος, είχε προϊδεάσει τους πάντες ότι κάποια μέρα η φανέλα με το όνομά του θα κοσμεί τον ουρανό του ΟΑΚΑ.
Δεν είναι μικρό πράγμα να αναδεικνύεσαι από το ντεμπούτο σου καλύτερος Ευρωπαίος αμυντικός και να κατακτάς το νταμπλ, έστω κι αν εκείνος ο Παναθηναϊκός είχε μετατρέψει τις εσωτερικές διοργανώσεις σε ταξίδι αναψυχής.
Είναι καταπληκτικό το πώς κόλλησε με την ομάδα, με τον Ομπράντοβιτς, με το dna του συλλόγου, είναι απίστευτο πως ένας Έλληνας αθλητής αποτέλεσε στην ουσία τη φυσική συνέχεια του Μποντιρόγκα στην παναθηναϊκή ψυχοσύνθεση.
Ο Διαμαντίδης δεν ήταν επιτηδευμένα ο καλύτερος. Ήταν ο καλύτερος με το class του, με την ταπεινοφροσύνη του, με την απίθανη χημεία με το οικοδόμημα του Ζοτς που σάρωσε τα πάντα και έζησε ανεπανάληπτες μέρες. Νταμπλ και τη δεύτερη σεζόν, triple crown την τρίτη.
Ο «βιονικός», ο 3D (Dimitris Diamantidis Defense), το «χταπόδι», ο “Spiderman”, ο «τρομερός σουτέρ» όπως είχε πει κάποτε ο Σιζέφσκι και είχε αφήσει σύξυλους τους Έλληνες δημοσιογράφους.
Κι όμως, δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά, ήταν απλώς «ο Μήτσος». Τόσο απλά, τόσο λαϊκά, τόσο ταπεινά. Ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης ήταν ένας από μας, ο αδιαφιλονίκητος επόμενος αρχηγός του Παναθηναϊκού (το πλήρωμα του χρόνου για τον Φράγκι είχε έρθει), ο τεράστιος ηγέτης που οδήγησε τον Παναθηναϊκό στο πολύ κλειστό club των μεγαλύτερων ομάδων όλων των εποχών στο άθλημα.
Παρέμενε ο ίδιος cool τύπος, ο απλός Δημήτρης που σε κάθε ευκαιρία δραπέτευε στην Καστοριά ή στα ταξίδια της «απομόνωσης». Ήταν τόσο δεδομένο ότι θα συνεχίσει στον Παναθηναϊκό που δεν έθεσε καν οικονομικό θέμα, η μόνη έγνοια του ήταν να παραμείνει ο Ομπράντοβιτς.
Κι όπως κάποτε ο Ομπράντοβιτς έθεσε ως προαπαιτούμενο την απόκτησή του, έτσι κι ο Διαμαντίδης πρόβαλε ως μοναδική απαίτηση για να υπογράψει, την παραμονή του Ζέλικο στον Παναθηναϊκό. Οι Γιαννακόπουλοι ικανοποίησαν τα θέλω του και μάλιστα του έκαναν και μια οικονομική προσφορά πέρα από κάθε προσδοκία.
Ο Διαμαντίδης με τα 5,1 εκατ. ευρώ τότε για το τριετές του συμβόλαιο, έγινε ο δεύτερος πιο ακριβοπληρωμένος μπασκετμπολίστας στην Ευρώπη. Τα (πολλά) χρήματα και πάλι δεν τον άλλαξαν ούτε κατ’ ελάχιστο. Το ίδιο και οι σπόνσορες, η δημοσιότητα, το γεγονός ότι πολύ καιρό τώρα δεν ήταν σε θέση να κυκλοφορήσει «ανώνυμα» όπως τον πρώτο καιρό στην Αθήνα.
Σιγά σιγά είχε μάθει και τις βασικές οδικές αρτηρίες, παρόλο που σπανίως ξεμυτούσε από την Πεύκη. Για έκθεση προσωπικής ζωής ή στημένες φωτογραφήσεις ούτε λόγος. Στο επίκεντρο ήταν πάντοτε το μπάσκετ, η ομάδα, η προπόνηση, η βελτίωση, οι στόχοι, τα κύπελλα.
Ουδέποτε «έκανε παιχνίδι» με τον κόσμο ή με δημοσιογράφους, ποτέ δεν χρησιμοποίησε άλλες οδούς για να παγιωθεί στις συνειδήσεις μας. Αρκούσε η παρουσία του στο παρκέ. Δεν είναι μικρό πράγμα ούτε το συναντάς συχνά.
Μετά το πολλοστό νταμπλ του 2008, ο Δημήτρης έκανε κατανοητό τι θεωρεί σημαντικό και πρωτεύον στη ζωή του. Το τατουάζ στο δεξί του χέρι είναι η οικογένειά του, ο αδελφός του ο Βασίλης, ο πατέρας του ο Θωμάς, η μητέρα του η Μαρία. Οι άνθρωποι που όπως λίγοι γνωρίζουν (διότι δεν διαφημίστηκε ποτέ) έχουν βοηθήσει πάρα πολύ την τοπική κοινωνία της Καστοριάς.
Απαλλαγμένος από άγχη οικονομικά και μη, μετέτρεψε την επόμενη σεζόν σε χρονιά απόλυτης κυριαρχίας. Δεύτερο triple crown για έναν Παναθηναϊκό που μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις ακόμη και στο ΝΒΑ. Γαλαξίας αστέρων: Διαμαντίδης, Σάρας, Σπανούλης, Νίκολας, Μπατίστ, Φώτσης, Πέκοβιτς, Περπέρογλου. Μια ομάδα που έσπερνε τρόμο, που συνδύαζε θέαμα και ουσία, που διέθετε τα πάντα.
Το Βερολίνο ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα, ο Διαμαντίδης είχε περισυλλέξει ακόμη ένα βραβείο κορυφαίου αμυντικού της ηπείρου, ήταν το πέμπτο συνεχόμενο. Ο Παναθηναϊκός εκείνη τη σεζόν από «μια από τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία», έγινε η καλύτερη ομάδα στην ιστορία της ευρωλίγκας, η πιο επιτυχημένη ομάδα όλων των εποχών στον ελληνικό αθλητισμό.
Δεν είναι υπερβολή ούτε ψέματα, είναι η αλήθεια. Τότε καταλάβαμε όλοι πως έχουμε να κάνουμε με ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, άξιο να μπαίνει δίπλα σε ιερά τέρατα και προσωπικότητες όπως ο Γκάλης και ο Γιαννάκης.
Ο Δημήτρης ήταν 29 χρονών και όλοι απορούσαν πώς είναι δυνατόν να μην έχει δοκιμάσει στο ΝΒΑ, γιατί δεν πέρασε τον Ατλαντικό για να διαπρέψει και στις ΗΠΑ, μετρώντας τις δυνάμεις του με τους καλύτερους. Το είχε ξεκαθαρίσει μέσα του πολύ νωρίς, είχε «μετρήσει» τον εαυτό του και αποφάσισε ότι το μπάσκετ εκεί δεν του ταιριάζει, δεν «παντρεύονται» τα δύο στυλ.
Μπορεί κανείς να διαφωνήσει ή να επικρίνει την απόφασή του, αλλά έτσι απόλυτος ήταν πάντα ο Διαμαντίδης. Όπως αποφάσισε να αποχωρήσει από την Εθνική ομάδα, έτσι αποφάσισε να διαγράψει πολύ νωρίς από την ατζέντα της ζωής του το κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου.
Οι Αμερικανοί ασφαλώς και τον ήθελαν, αλλά ένας γάμος πολύ δύσκολα είναι επιτυχημένος όταν τον θέλει μόνο ο ένας. Ο Διαμαντίδης είχε διαλέξει την Ευρώπη, για την ακρίβεια είχε διαλέξει τον Παναθηναϊκό.
Κέντησε κι άλλα παράσημα στη στολή του με το πρωτάθλημα του 2010, μετά ήρθε η εποποιΐα της Βαρκελώνης. Ήταν τρίτο ευρωπαϊκό για τον ίδιο και το έκτο για τον Παναθηναϊκό. Ήρθε και το πρωτάθλημα με μειονέκτημα έδρας, ο καθαγιασμός του και ως ο κορυφαίος πασέρ στην Ευρώπη.
Μόλις είχε ανανεώσει το συμβόλαιό του με τον Παναθηναϊκό και εξακολούθησε να παίζει αρχοντικό μπάσκετ, μεστό, το καλύτερο της καριέρας του σε ομαδικό επίπεδο.
Χτυπημένος από την οικονομική κρίση και την αποχώρηση του Παύλου και του Θανάση από το προσκήνιο, ο Παναθηναϊκός προσαρμόστηκε και στα νέα δεδομένα.
Έχασε το πρωτάθλημα από τον Ολυμπιακό (κατέκτησε ωστόσο το Κύπελλο) έδωσε μια σπάνια παράσταση στο final 4 και τον συγκλονιστικό ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ στην Κωνσταντινούπολη όπου ηττήθηκε στο καλάθι, παρέμεινε σταθερός στην κορυφή, εκεί όπου ανήκει.
Άλλωστε την επόμενη χρονιά το νταμπλ κατακτήθηκε ξανά, με μια ομάδα εντελώς καινούρια, χωρίς τον Ομπράντοβιτς, αλλά με το Διαμαντίδη στην πρώτη γραμμή, πιστό στρατιώτη της ομάδας στα 33 του.
Δεν είχε ιδιαίτερη σημασία ότι τα καλύτερα χρόνια ήταν πίσω. Ο Διαμαντίδης ήταν πλέον η εμβληματική φιγούρα του αρχηγού, η προσωποποίηση μιας ομάδας που κατέκτησε τα πάντα και με τη διάρκειά της είναι η κορυφαία όλων των εποχών.
Το 2012 είχε γνωρίσει και τη Βερίνα, μαζί της θα δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, από τα νεανικά του χρόνια έμοιαζε βέβαιο ότι είναι φτιαγμένος για οικογενειάρχης.
Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο τον Απρίλιο του 2013 (τον Ιούλιο του 2014 τελέστηκε και ο θρησκευτικός), η κορούλα τους, η Μελίνα, ήρθε έναν μήνα αργότερα, λίγο μετά κατέφθασε και ο γιος.
Στο μεσοδιάστημα ο Παναθηναϊκός του Διαμαντίδη είχε κατακτήσει ακόμη ένα νταμπλ, ένα ακόμη κύπελλο Ελλάδος, μέχρι να κάνει γνωστό ότι η επόμενη σεζόν θα ήταν η τελευταία του.
Δεν τελείωσε με ένα πρωτάθλημα, ίσως επειδή ακόμα και στην απόσυρσή του από την ενεργό δράση, ήθελε να μας αποδείξει ότι πάνω απ’ όλα σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός.
Σταμάτησε το μπάσκετ και τα αφιερώματα ήταν αμέτρητα, οι δοξολογίες σε εγχώριο και διεθνή Τύπο ασταμάτητες, τον τίμησαν με το κλειδί της πόλης της Καστοριάς, η αναγνώριση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ήταν ατελείωτη. Είναι ένα θρύλος της Ευρωλίγκας, γυρίστηκαν επετειακά videos, αποθεώθηκε από το κοινό σε όλη την Ευρώπη.
Η διαχείριση του τέλους είναι από τα σημαντικότερα πράγματα στην καριέρα ενός αθλητή και ο Διαμαντίδης είχε ένα τέλος που άρμοζε στην ποιότητά του και ως ανθρώπου και ως αθλητή. Για όποιον αρνείται να μπει στην οπαδική μηχανή του κιμά, είτε υποστηρίζει τον Παναθηναϊκό είτε όχι, ο Διαμαντίδης είναι αξιέπαινος και αξιοθαύμαστος.
Δεν αρνήθηκε να εμπλακεί από διοικητικό πόστο με τον Παναθηναϊκό όταν ο χρηματοδότης της ομάδας αποσύρθηκε. Δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί, ο Δημήτρης Διαμαντίδης είναι από τους ανθρώπους που δεν κρύβονται.
Βίωσε τη φθίνουσα πορεία του Παναθηναϊκού, της ομάδας στην οποία δοξάστηκε και ανέδειξε το πλήρες εύρος του υπερογκώδους ταλέντου του. Το γεγονός ότι απολύθηκε κρινόμενος ως “αποτυχημένος” αγγίζει τα όρια της ύβρεως. Δεν απολύεται, δεν εκδιώκεται ο Διαμαντίδης.
Τα σύμβολα δεν αποκαθηλώνονται, οι αρχηγοί δεν καθαιρούνται. Η ιστορία δεν παραγράφεται. Οι ήρωες δεν χάνουν τη λάμψη τους. Χρόνια πολλά Δημήτρη, είσαι πολύ μεγάλος”.