«Α, αυτό είναι το Ρώσικο… Μαγκνίφισεντ… Πρώτη φορά έρχομαι, ξέρεις. Είπα να το δω κι αυτό, όσο μπορώ ακόμα και ταξιδεύω…
Ρουμελιώτης είμαι, αλλά τη ζωή μου την έζησα στην Αμερική, την περισσότερη. Εικοσιπέντε, είκοσι έξι χρονών ήμουνα όταν πήγα εκεί, τώρα είμαι εβδομήντα πέντε, άστα να πάνε… Αλλά δεν έχω παράπονο, την έζησα τη ζωή και τη ζω ακόμα δηλαδή, όσο πάει.
Έκανα πολλές δουλειές στη ζωή μου. Πριν φύγω, οι μπαρμπάδες μου ήθελαν να διοριστώ στο δημόσιο, είχαν τα μέσα τότε, κομματάρχες, ξέρεις. Τους το δήλωσα, αν γίνω δημόσιος υπάλληλος, θα αυτοκτονήσω! Είχα παντρευτεί κιόλας την πρώτη μου γυναίκα, είχαμε κάνει και το γιο, ξέρεις, πρέπει να είναι στην ηλικία σου, έχω και δυο εγγόνια! Καλό παιδί, αλλά παντρεμένος με την ίδια γυναίκα είκοσι χρόνια, του λέω πως αντέχεις ρε παιδί μου, δε μου έμοιασες καθόλου, χαχαχα…
Εγώ, που λες Πάνο, έκανα πέντε γάμους, ο ένας στην Ελλάδα και οι τέσσερις στην Αμερική. Η πρώτη μου γυναίκα ήτανε κοντοχωριανή μου, αρχοντοκόριτσο, καλομαθημένη, όταν βρέθηκε στη Νέα Υόρκη κόντεψε να τρελαθεί, δε μπόρεσε να προσαρμοστεί καθόλου στο νέο περιβάλλον. Έτρεχα κι εγώ με τις δουλειές, θα σου πω μετά τι δουλειές έκανα, έμενε μόνη στο σπίτι με το μωρό. Δυο χρόνια μετά, το πήρε απόφαση, πήρε το παιδί και γύρισαν στην Ελλάδα. Το γιο μου τον είδα μετά είκοσι χρόνια, αυτή δεν την έχω ξαναδεί από τότε.
Η δεύτερη ήταν μια Ιταλίδα, έξω καρδιά, μείναμε μαζί πέντε χρόνια και χωρίσαμε. Η τρίτη ήταν Αμερικάνα, θεωρατική γυναίκα, γυναικάρα, αλλά μου βγήκε του κατηχητικού, ήθελε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, δεν προκόψαμε μαζί. Μετά παντρεύτηκα μια Λατίνα, Κολομβιανή. Δέκα χρόνια ζήσαμε μαζί, μια χαρά όλα, αλλά ήταν άτυχη, αρρώστησε η καημένη και πέθανε, στα σαράντα ένα της.
Α, η πέμπτη… Αυτή ήταν μια χαρά, αλλά ήθελε σώνει και καλά να κάνουμε παιδί. Της το είχα ξεκόψει, έχω ένα παιδί και δε θέλω άλλο, αλλά όσο περνούσε ο καιρός και πλησίαζε τα σαράντα άρχισε να γίνεται φορτική και στο τέλος την έδιωξα. Από τότε είμαι ξανά ελεύθερο παιδί, χαχαχα…
Πάντως, να το ξέρεις, είμαι μονογαμικός εκ πεποιθήσεως! Εκτός από έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας, αλλά αυτές δεν πιάνονται, χαχαχα…
Σκέφτομαι να ετοιμάσω τον τάφο μου από τώρα, να είναι ΟΚ όταν έρθει η ώρα… Λέω λοιπόν να βάλω δίπλα μια μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα των γυναικών μου, κατά χρονολογική σειρά. Αλλά καλού κακού θα αφήσω από κάτω λίγο χώρο κενό, λέω πως ακόμα με παίρνει για έναν τελευταίο γάμο, τι λες κι εσύ, χαχαχα…
Το λέω για αστείο, αλλά το σκέφτομαι σοβαρά και γιατί λες; Γιατί τελευταία μου τύχανε κάτι αναποδιές στην υγεία, όχι σπουδαία πράγματα, αλλά δεν είχα κοντά μου έναν άνθρωπο να μου δώσει ένα ντεπόν.
Θα μου πεις, τα ήθελες και τα ‘παθες… Εντάξει, ξεκίνησα να κάνω μια βδομάδα ταξίδι σε Ιταλία και Ισπανία, για να συναντήσω κάποιους σκηνοθέτες και παραγωγούς. Ξέρεις, έχω γράψει ένα βιβλίο πριν μερικά χρόνια και έχω πουλήσει τα δικαιώματα για να γίνει ταινία, αλλά η υπόθεση σκαλώνει ακόμα. Ξεκίνησα λοιπόν από το χωριό μου, που έμενα τελευταία και πήγα να δω τι γίνεται, επιτόπου. Θα επέστρεφα σε λίγες μέρες, αλλά μου τη δίνει ξαφνικά και παίρνω το αεροπλάνο από Μπαρτσελόνα για Μπαγκόνγκ.
Δεν είχα ξαναβρεθεί εκεί, μου άρεσε πολύ, τρελάθηκα. Αφού αποφάσισα να νοικιάσω σπίτι και να μείνω επ’ αόριστον, αντί να μείνω στο χωριό μου, όπως είχα αποφασίσει. Αλλά με έπιασε ό,τι αρρώστια κυκλοφορεί σε κείνα τα μέρη, μέχρι ελονοσία. Τρόμαξα να συνέλθω, πήρα το αεροπλάνο και επέστρεψα στην Ελλάδα, που με σηκώνει το κλίμα.
Γιατί έρχομαι στο Όρος; Α, αναζητώ υλικό για το βιβλίο που γράφω τώρα. Γράφω ένα βιβλίο όπου αποδεικνύω με αδιάσειστα ντοκουμέντα ότι η Σαλώμη της Ηρωδιάδας και η Μαρία η Μαγδαληνή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά είναι το ίδιο πρόσωπο που έγραψε το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Έχω βρει αποδείξεις για όλα αυτά και πιστεύω ότι το βιβλίο θα γίνει μπεστ σέλλερ… Έμαθα ότι υπάρχει ένας μοναχός που έχει ασχοληθεί κι αυτός με το ίδιο θέμα, επικοινώνησα μαζί του και πηγαίνω να τον συναντήσω, είναι πολύ γέρος, σχεδόν ενενήντα, αλλά τα έχει τετρακόσια!
Α, θα στο στείλω όταν τυπωθεί, θα το βρεις πολύ ενδιαφέρον! Τώρα που δε δουλεύω πια, ασχολούμαι με το γράψιμο, αυτό μου αρέσει. Έχω λίγα εισοδήματα από διάφορες πηγές, φτάνουν και περισσεύουν. Σύνταξη, όχι δεν παίρνω ή μάλλον όχι, παίρνω, από τον αμερικάνικο στρατό, αναπηρική… Όταν πήγα στην Αμερική έκανα διάφορες δουλειές, ο πατέρας μου ήταν εκεί και έκανε παγωτά, ξέρεις, τα πούλαγε με το καροτσάκι στους δρόμους, αλλά δε μου άρεσε και δεν πήγα καθόλου μαζί του, έκανα άλλες δουλειές, ζωγράφος, πλανόδιος μουσικός, τέτοια πράγματα.
Κάποια στιγμή δεν ξέρω πως μου την έδωσε και κατατάχτηκα στο στρατό, έγινα μάλιστα αλεξιπτωτιστής. Τότε ήταν που με παράτησε και έφυγε από την Αμερική η πρώτη μου γυναίκα, μαζί με το γιο μου. Σε μια πτώση, λοιπόν, πιάστηκε το αλεξίπτωτο σ’ ένα δέντρο και έμεινα κρεμασμένος πέντε μέρες, ώσπου με βρήκαν και με ξεκρέμασαν. Από το χτύπημα μου έμεινε μια αναπηρία στο πόδι το δεξί και παίρνω σύνταξη από το στρατό, όχι πολλά, αλλά με έχουν ξελασπώσει σε πολλές περιπτώσεις.
Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια μου, εκατομμύρια δολάρια… Είχα στήσει κάποτε μια μεγάλη αλυσίδα φαστ – φουντ, αλλά λόγω κακής διαχείρισης αναγκάστηκα να την πουλήσω, για να καλύψω τα χρέη. Σήμερα η εταιρεία αυτή είναι στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Αυτό συνέβη πολλές φορές, έφτιαχνα δουλειές, έβγαζα πολύ χρήμα και μετά όλα πήγαιναν κατά διαβόλου. Ο λόγος, τώρα που το σκέφτομαι, είναι ότι ενώ είχα πάντοτε καλές ιδέες και ξεκινούσα με μεγάλη όρεξη, σύντομα βαριόμουνα, δεν είχα την υπομονή και την πειθαρχία. Ώσπου ασχολήθηκα με το real estate, μεσίτης.
Αυτή η δουλειά μου ταίριαξε καλά, βρέθηκα στο στοιχείο μου, αλλά και πάλι τα κέρδη δεν τα επένδυσα, τα έφαγα σε ταξίδια και σε γούστα. Το μεγαλύτερο εισόδημά μου τώρα είναι από τα δικαιώματα που μου πληρώνουν για το βιβλίο μου, αυτό που το έδωσα να γίνει ταινία και το έγραψα μετά τα εξήντα πέντε. Α, αυτοβιογραφικό είναι, θα σου στείλω ένα να το διαβάσεις, ξέρεις αγγλικά, έτσι;
Τα αδέρφια μου είναι στην Αμερική, κλασσικοί Αμερικάνοι. Να σκεφτείς πως όταν παντρευόταν ο ανεψιός μου, ο αδερφός μου μου επέστησε την προσοχή, να μην αρχίσω να μιλάω στο γάμο και παρεξηγηθούν οι Αμερικάνοι συμπέθεροι, οι Καλιφορνέζοι. Θύμωσα κι εγώ και δεν πήγα καθόλου! Η αδερφή μου τώρα βγήκε στη σύνταξη, ήταν καθηγήτρια σ’ ένα πανεπιστήμιο του Τέξας. Εμένα δε μ’ αρέσουν αυτά τα μέρη, μονάχα η Νέα Υόρκη μου ταιριάζει, είναι του γούστου μου!
Πάντως τα παιδιά των ανεψιών μου μιλάνε όλα ελληνικά, έρχονται στην Ελλάδα, πηγαίνουν στις οργανώσεις των ομογενών, στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, παντού. Εγώ δεν πάτησα το πόδι μου σε τέτοιες καταστάσεις, σε ελληνικά λόμπυ, τα βαριέμαι αφόρητα αυτά τα πράγματα. Α, όταν ήρθανε τα ανίψια μου εδώ στην Ελλάδα ένα πράγμα τους έκανε εντύπωση και με ρωτούσαν, θείε, δουλεύουν ποτέ οι Έλληνες στην Ελλάδα; Χαχαχα…
Α, αυτή είναι η Δάφνη; Φτάσαμε… Με την κουβεντούλα πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε…»