Με το ενδεχόμενο ενός Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου να προβάλλει απειλητικά στον ορίζοντα, η ριζική αναθεώρηση του Δεύτερου καθίσταται όλο και πιο αναγκαία για όλες τις εμπλεκόμενες, άμεσα ή έμμεσα, πλευρές.
Δεν πρόκειται πλέον μόνο για τη χιλιοδοκιμασμένη προπαγανδιστική αναγωγή κάθε αντιπάλου σε νέο Χίτλερ και κάθε βιαιότητας σε νέο Αουσβιτς, αλλά για μια συνολική αναπροσαρμογή του δημόσιου λόγου όσον αφορά την κατεξοχήν ιδεοτυπική σύρραξη του εικοστού εικόνα.
Το είδαμε πριν από μερικές εβδομάδες με τη σχεδόν γελοιογραφική ομιλία του Ζελένσκι στην ισραηλινή Βουλή (20/3). Ο Ουκρανός πρόεδρος δεν περιορίστηκε στη σκανδαλώδη εξίσωση μερικών δεκάδων εκτελέσεων από τα ρωσικά στρατεύματα κατοχής στην Μπούτσα με τη βιομηχανική εξολόθρευση εκατομμυρίων «υπανθρώπων» από τους ναζί· απαιτώντας από τους Ισραηλινούς να διακόψουν κάθε σχέση με τη Μόσχα, ισχυρίστηκε προκλητικά ότι, στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου «οι Ουκρανοί έκαναν την επιλογή τους. Εσωσαν Εβραίους. Γι’ αυτό οι Δίκαιοι των Εθνών είναι ανάμεσά μας».
Στην πραγματικότητα, συνέβη βέβαια το ακριβώς αντίθετο: οι Ουκρανοί εθνικιστές πρωτοστάτησαν στη μαζική σφαγή των ντόπιων Εβραίων ήδη από το 1941, αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή, προτού καν ο Χίτλερ δρομολογήσει την Τελική Λύση των στρατοπέδων εξόντωσης. Η ευθύνη δεν είναι φυσικά κληρονομική και θα ήταν λάθος να ταυτίσει κανείς αυτόματα τους σημερινούς Ουκρανούς με εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από σχεδόν έναν αιώνα. Η θρασύτητα όμως με την οποία επιχειρείται αυτό το μνημονικό ξέπλυμα δεν είναι καθόλου σημερινή.
Βάσει ειδικών νόμων του 2015 έχει μεν ποινικοποιηθεί τυπικά η χρήση (και) των ναζιστικών συμβόλων, απαγορεύεται όμως ταυτόχρονα κάθε δημόσια επίκριση των ντόπιων δωσιλόγων που έχουν αναγνωριστεί νομοθετικά σαν πρωτεργάτες της ουκρανικής ανεξαρτησίας.
«Ο Ζελένσκι μας ζήτησε να μεταχειριστούμε τους Ουκρανούς όπως ακριβώς μας μεταχειρίστηκαν αυτοί πριν από 80 χρόνια. Λυπάμαι, αλλά νομίζω πως πρέπει να απορρίψουμε το αίτημά του. Σε τελική ανάλυση, είμαστε ένα έθνος με ηθικές αρχές» | Σίμτσα Ρότμαν, Ισραηλινός ακροδεξιός βουλευτής (20.3.2022)
Εξίσου προβληματικός αποδεικνύεται από την άλλη και ο προσχηματικός «αντιφασισμός» της Ρωσίας του Πούτιν, ένας «αντιφασισμός» βασισμένος ιδεολογικά αποκλειστικά και μόνο στο δίκαιο της πυγμής, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς παρακολουθώντας οποιοδήποτε πρόσφατο ρωσικό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων στο διαδίκτυο. «Αντιφασισμός» που αντλεί επιπλέον τα πρότυπα και τις ιστορικές αναφορές του όχι από το εργατικό, αριστερό και δημοκρατικό κίνημα του εικοστού αιώνα αλλά από τις τσαρικές μαύρες εκατονταρχίες – από τους πνευματικούς, δηλαδή, γονείς του ναζισμού, που διαμορφώθηκε ιστορικά σε μεγάλο βαθμό από τα κηρύγματα «Λευκών» τσαρικών εμιγκρέδων στη Γερμανία (Michael Kellogg, «The Russian Roots of Nazism. White Émigrés and the Making of National Socialism, 1917-1945», Κέμπριτζ 2005, εκδ. Cambridge University Press). Οπως και στην περίπτωση των Ουκρανών, έτσι κι εδώ το πρόβλημα δεν αφορά τα σύμβολα αλλά την ουσία: την επεξεργασία και προβολή μιας «γεωπολιτικής» ερμηνείας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, σύμφωνα με την οποία ο Αξονας δεν ηττήθηκε από τη Σοβιετική Ενωση (και τις δυτικές δημοκρατίες) αλλά από την «Ευρασιατική», σλαβορθόδοξη βαθιά Ρωσία· ερμηνευτικό σχήμα με το οποίο δεν θα διαφωνούσε, σε τελική ανάλυση, ούτε ο ίδιος ο Αδόλφος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο ρωσικός εθνικισμός των τελευταίων δύο δεκαετιών ανοίγει τον δρόμο σ’ έναν ιδιότυπο εθνοφυλετισμό, βάσει του οποίου ο «αντιφασισμός» δεν αναπαράγεται πολιτικά, ως πλέγμα δημοκρατικών κι αντιρατσιστικών αξιών, αλλά κληρονομείται συλλογικά διά της βιολογικής οδού. Αντίληψη καταφανώς ακροδεξιά, που αποθεώνεται τα τελευταία χρόνια στις παρελάσεις του «Αθάνατου Συντάγματος» (αληθινών ή φανταστικών απογόνων βετεράνων του πολέμου) κατά τους ετήσιους εορτασμούς της 9ης Μαΐου.
Παρόμοια συλλογιστική αναπτύσσεται όμως και στη Δύση, με τη σταδιακή υποκατάσταση του παραδοσιακού αντικομμουνισμού από μια εκδοχή πολιτισμικού ρατσισμού, που αντιμετωπίζει το σοβιετικό καθεστώς σαν συγκυριακή απλώς μορφή ενός διαχρονικού ρωσικού ιμπεριαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η πρωταγωνιστική συμβολή της ΕΣΣΔ στη συντριβή του ναζισμού σχετικοποιείται επίσης στο έπακρο με άκρως προβληματικά επιχειρήματα.
Χαρακτηριστικό δείγμα, ένα πρόσφατο άρθρο της «Καθημερινής» (20/4) με τίτλο «Μεγάλος Πατριωτικός Μύθος», σύμφωνα με το οποίο οι εκατόμβες των σοβιετικών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν οφείλονταν στην κλίμακα της εκεί πολεμικής αναμέτρησης ή στο χιτλερικό πρόγραμμα εκκαθάρισης του «ζωτικού χώρου», αλλά στην ίδια τη σοβιετική ηγεσία, που «έστελνε τους στρατιώτες στα τυφλά στη γερμανική κιμαδομηχανή»: «βασική μυθολογία του περιλάλητου “Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου”», διαβάζουμε, «είναι ο φόρος αίματος που πλήρωσε η ΕΣΣΔ με τα 26,6 εκατομμύρια νεκρούς του Β’ Παγκοσμίου. Αυτό είναι το νούμερο που έδωσε το 1993 η Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, περιλαμβάνοντας απώλειες αμάχων. Ως προς τις απώλειες στρατιωτικών, το ρωσικό υπουργείο Εθνικής Αμυνας είχε δώσει 10.668.400 πεσόντες.
Συγκριτικά, οι Αμερικανοί είχαν 400.000 νεκρούς στο πεδίο της μάχης. […] Δεν υπάρχει κανένα κατόρθωμα και κανένα επίτευγμα σε αυτό το σφαγείο. Είναι ντροπή να υπερηφανεύεσαι γι’ αυτές τις εκατόμβες. Σημαίνει ότι κάτι δεν έκανες καλά. Σημαίνει ότι δεν σε ενδιαφέρουν οι ζωές των ανθρώπων σου».
Ενας άλλος αριθμός θα αρκούσε, βέβαια, για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: το 90% περίπου των χιτλερικών στρατευμάτων καθηλώθηκε και καταστράφηκε στο Ανατολικό Μέτωπο· ακόμη δε και μετά την απόβαση στη Νορμανδία, οι Αγγλοαμερικανοί αντιμετώπισαν λιγότερο από το ένα τέταρτο της Βέρμαχτ (σχεδόν 1.000.000 στρατιώτες σε σύνολο 4.400.000) – κι επιπλέον, όχι το πιο αξιόμαχο.
Στην πιο κρίσιμη καμπή του πολέμου, τον Μάρτιο του 1943, ο ίδιος ο Τσόρτσιλ ομολογούσε πάλι στους στρατηγούς του πως οι δυτικοί σύμμαχοι «παίζουν με μισή ντουζίνα γερμανικές μεραρχίες, ενώ ο Στάλιν αντιμετωπίζει 185» (W. Churchill, «The Second World War», τ. 4ος, σελ. 832). Σύγκριση που εξηγεί, και με το παραπάνω, την πελώρια διαφορά του ανθρώπινου κόστους που χρεώθηκε κάθε συνιστώσα της αντιχιτλερικής συμμαχίας, όσο κι αν αυτό δεν βολεύει τα νέα ψυχροπολεμικά αφηγήματα.
Τάσος Κωστόπουλος
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών