Σε ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον αν και διόλου αισιόδοξο άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή, ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης εξηγεί πως αυξήσεις των τιμών δεν προέρχονται από την υπερθέρμανση της οικονομίας, αλλά από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και τη διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Ο Φ. Κουτεντάκης κάνει λόγο και για τη θετική επίδραση του πληθωρισμού στα δημοσιονομικά μεγέθη λέγοντας ότι “τόσο τα φορολογικά έσοδα που συνδέονται με τα ονομαστικά εισοδήματα και τιμές, όσο και το δημόσιο χρέος που υπολογίζεται ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ εμφανίζουν συνήθως βελτίωση σε συνθήκες πληθωρισμού”. Προειδοποιεί όμως ότι ο πληθωρισμός ποτέ δεν έρχεται μόνος…
Ολόκληρο το άρθρο:
«Η χθεσινή ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθωρισμό του Απριλίου έδειξε αυτό που όλοι, λίγο-πολύ, περιμέναμε. Το διψήφιο νούμερο 10,2% ήταν κάτι που είχε χρόνια να εμφανιστεί στην Ελλάδα –από το 1994– και έφερε κάπως δυσάρεστες αναμνήσεις από τις εποχές που ο πληθωρισμός ήταν κεντρικό ζήτημα της οικονομικής συζήτησης. Αν μάλιστα ψάξει κανείς τα αναλυτικά στοιχεία θα δει ότι σε επιμέρους αγαθά και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης οι αυξήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Ενδεικτικά, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν 11,2%, της βενζίνης 28,6%, του ηλεκτρικού ρεύματος 88,9% και του φυσικού αερίου 122,6%.
Δυστυχώς δεν μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος για την εξέλιξη του πληθωρισμού, αφού οι αιτίες που τον προκάλεσαν δεν αναμένεται να εκλείψουν, αντίθετα το πιθανότερο είναι να ενισχυθούν. Εκτός από τον πόλεμο που φαίνεται πως θα διαρκέσει, τα περιοριστικά μέτρα στην Κίνα επανέφεραν τα προβλήματα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, ενώ παράλληλα η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων προκαλεί υποτίμηση του ευρώ (σε σχέση με το δολάριο) ενισχύοντας τον εισαγόμενο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη.
Οι κεντρικές τράπεζες κάνουν αυτό που μπορούν, όμως η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρει πολλά πράγματα. Οι αυξήσεις των τιμών δεν προέρχονται από την υπερθέρμανση της οικονομίας λόγω υψηλής ζήτησης, αλλά από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και τη διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες, δηλαδή από την πλευρά της προσφοράς. Ομως οι περιοριστικές νομισματικές πολιτικές μειώνουν τη ρευστότητα και κατά συνέπεια επιβραδύνουν τη ζήτηση της οικονομίας, επιδιώκοντας να συγκρατήσουν το γενικό επίπεδο τιμών. Το αν θα τα καταφέρουν να μειώσουν τον πληθωρισμό και σε ποιο βαθμό είναι άγνωστο, είναι όμως σχεδόν σίγουρο ότι θα προκαλέσουν επιβράδυνση, αν όχι ύφεση.
Υπάρχει, βέβαια, και η θετική επίδραση του πληθωρισμού στα δημοσιονομικά μεγέθη. Τόσο τα φορολογικά έσοδα που συνδέονται με τα ονομαστικά εισοδήματα και τιμές, όσο και το δημόσιο χρέος που υπολογίζεται ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ εμφανίζουν συνήθως βελτίωση σε συνθήκες πληθωρισμού. Ομως ο πληθωρισμός δεν έρχεται ποτέ μόνος του, αλλά μαζί με μεταβιβαστικές ενισχύσεις στα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα η περιοριστική αντίδραση των κεντρικών τραπεζών αυξάνει τα επιτόκια και το κόστος χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Επομένως, δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς την τελική επίπτωση στα δημοσιονομικά μεγέθη».