Για τον κόσμο της κεντροαριστεράς το να συγκρίνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Αλέξη Τσίπρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να μοιάζει και με υπόσχεση όασης στην μέση της πολιτικής ερήμου.
Για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα μοιάζει με πολιτικό δώρο εξ ουρανού. Εξ ου κι έπιασε στον αέρα την πάσα που του έκανε ο πρωθυπουργός στην Βουλή κατηγορώντας τον ότι «θυμίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου, που εκλέχτηκε με το «έξω οι βάσεις του θανάτου, για να υπογράψει το 1983 την παραμονή τους για πέντε χρόνια».
«Νομίζετε», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, «ότι θα με προσβάλλετε λέγοντας ότι τηρώ τη στάση απέναντι στις ΗΠΑ που τηρούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δεν καταλάβατε. Με τιμά να μου το λέτε». Λίγες ώρες αργότερα, στην συνέντευξή του στο Κόντρα, έκανε ένα βήμα παραπάνω. Με καθυστέρηση σαράντα ετών, και εξ ονόματος της αριστεράς και του τότε Συνασπισμού, κατέθεσε το έμμεσο mea culpa για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.
Είπε ότι ήταν «τακτικός ελιγμός» της τότε αριστεράς που ιστορικά δεν δικαιώθηκε. Κι είπε ακόμη πως ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν το πρόσωπο που ένωσε την ΕΑΜική Ελλάδα. Δεν χρειαζόταν να πει και πολλά περισσότερα. Ο Αλέξης Τσίπρας θα ήθελε να είναι ο νέος Ανδρέας Παπανδρέου και ποτέ δεν το έκρυψε.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η επιλογή να κάνει κριτική στην στάση Τσίπρα επί της εξωτερικής πολιτικής ταυτίζοντάς την με εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να μοιάζει – συναισθηματικά τουλάχιστον – κατανοητή.
Οι οικογενειακές βεντέτες αποδεικνύονται ενίοτε ισχυρότερες του πολιτικού ενστίκτου. Κι ας είναι τα μεγέθη ιστορικά, και συντριπτικά, μη συγκρίσιμα.
Μπορεί όμως και να δείχνει λάθος ανάγνωση της ιστορικής πραγματικότητας. Δεν βάζεις πολιτικό γκολ καταγγέλλοντας για γιαλαντζί πατριωτισμό εκείνον που έχει καταγραφεί στην συλλογική συνείδηση ως ο ηγέτης με την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή από την μεταπολίτευση και μετά – πόσο μάλλον όταν απευθύνεσαι σε κεντρογενές/πασοκογενές ακροατήριο.
Ηταν η «Καθημερινή» εκείνη που πρώτη, το 2007, 11 χρόνια μετά τον θάνατό του, ανέδειξε την πρώτη κυβέρνηση Παπανδρεου, της περιόδου 1981-1985, ως την καλύτερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης.
Σε δύο ακόμη έρευνες, της Real News το 2010 και της ALCO το 2013, ο Ανδρέας Παπανδρέου ψηφίστηκε ως ο καλύτερος πρωθυπουργός της χώρας μετά το 1974. Και οι περισσότερες δημοσκοπήσεις των τελευταίων δεκαετών, άλλωστε, τον αναδεικνύουν ως τον έλληνα πρωθυπουργό που χειρίστηκε καλύτερα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και τα ελληνοτουρκικά.
Επ’ αυτού ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ένσταση. Και, για να την τεκμηριώσει, επικαλέστηκε στην Βουλή την πτυχιακή του εργασία στην οποία, όπως είπε, αποδεικνύει το γιατί η συμφωνία Παπανδρέου για τις βάσεις ήταν εθνικά επιζήμια.
Θα είχε ενδιαφέρον εάν σ’ αυτή την εργασία είχε προσμετρήσει και τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους της περιόδου. Εκείνες που αποτύπωνε σε άρθρο του, επίσης στην «Καθημερινή», το 2006 ο Γιώργος Δελαστίκ. «Συχνά επιχειρείται», έγραφε, «μια σύγκριση των ριζοσπαστικών διακηρύξεων του A. Παπανδρέου στα κορυφαία θέματα (NATO, EOK, σχέσεις με ΗΠΑ) με την πολιτική μη υλοποίησής τους που ακολούθησε ως πρωθυπουργός. Αποδεικνύεται έτσι πέραν πάσης αμφιβολίας η ασυνέπεια λόγων και έργων. Συνεχίζει να αιωρείται όμως το ερώτημα: Γιατί οι μάζες συνέχιζαν να ακολουθούν τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ παρά την κραυγαλέα ασυνέπειά του;
Η απάντηση είναι πως ο φραστικός ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης δεν αντανακλούσε αντίστοιχες πραγματικές διαθέσεις της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Οπως οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ αρκέστηκαν στη βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης αντί του υπεσχημένου «σοσιαλισμού», έτσι και στην εξωτερική πολιτική τούς ήταν αρκετή μια πολιτική «εθνικής αξιοπρέπειας» αντί μιας συνολικής ρήξης με τους θεσμούς της Δύσης. Εκ παραλλήλου, ο A. Παπανδρέου έκανε πολλά πράγματα που ικανοποιούσαν, αν όχι υπερέβαιναν, τις μειωμένες απαιτήσεις.
Υπήρξε ο πρώτος Ελληνας πρωθυπουργός που επισκέφθηκε την Κύπρο, μπλοκάρισε ανακοινωθέντα του NATO, υποδέχθηκε τον πρώτο Σοβιετικό πρωθυπουργό που επισκέφθηκε την Ελλάδα, συγκρούστηκε φραστικά με την Ουάσιγκτον για το θέμα της εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων Πέρσινγκ 2 και Κρουζ στην Ευρώπη, για την Πολωνία του Γιαρουζέλσκι, για τις σχέσεις με τον Καντάφι, αναστάτωσε την EOK απαιτώντας και παίρνοντας αυξημένα κονδύλια για τους Ελληνες αγρότες… Αν αυτά συνδυασθούν με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τις τεράστιας έκτασης αλλαγές στον κρατικό μηχανισμό κ.λπ. καθίσταται σαφέστερο το πλαίσιο των πράξεων του A. Παπανδρέου που τον κατοχύρωσαν στη συνείδηση τουλάχιστον των μισών Ελλήνων ως διαμορφωτή της πορείας της χώρας την τελευταία εικοσαετία του 20ού αιώνα, επηρεάζοντάς την ακόμη και μετά τον θάνατό του».
Το γεγονός, πάντως, ότι αυτή η επιρροή εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ελληνική Βουλή 26 χρόνια μετά τον θάνατό του δεν εμπνέει απαραιτήτως πολιτική αισιοδοξία. Από την στιγμή όμως που συμβαίνει ίσως θα ήταν χρήσιμο για τα παιδιά της Αλλαγής, επικριτές και επιγόνους, να θυμούνται εκείνο που έλεγε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου – ότι «οι πολιτικοί που δεν κατάλαβαν την δύναμη των συνόλων, απλώς έχασαν το τρένο»…