Επρόκειτο για μια διαφωνία που άφησε εποχή, άνοιξε πληγές και έγινε σε κλίμα πολεμικό. «Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ένα θέμα δεν τάραξε τόσο πολύ τη διάθεση του λαού μας, ποτέ άλλοτε τα μέτωπα απόψεων δεν ήταν τόσο διαμετρικά αντίθετα, τόσο ανελέητα» είπε στις 17 Μαΐου του 1972 ο τότε υπουργός Εξωτερικών Βάλτερ Σελ μιλώντας στην ολομέλεια της Βουλής.
Εκείνη την ημέρα παρόλα αυτά ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών-Φιλελευθέρων υπό τον Βίλι Μπραντ επέτυχε την επικύρωση των Συμφωνιών με τη Μόσχα και τη Βαρσοβία. Έχουν περάσει από τότε πενήντα χρόνια και ο πόλεμος στην Ουκρανία δίνει την αφορμή για συζήτηση γύρω από την περίφημη Οστπολιτίκ του Μπραντ. Επρόκειτο για ένα ρηξικέλευθο επίτευγμα η η αφετηρία αποπροσανατολισμού εκείνων που επιδεικνύουν κατανόηση στους Ρώσους μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα;
Το σύνθημα τότε; Αλλαγή μέσω προσέγγισης που επινόησε ο σύμβουλος του Μπραντ, ο Έγκον Μπαρ. Ή, όπως είπε ο Βάλτερ Σελ, «προσπάθεια να φτάσουμε από την αντιπαράθεση στη συνεργασία». Η φράση ακούγεται οικεία στα αυτιά μας από τη συζήτηση των τελευταίων χρόνων για τη Ρωσία, αλλά η σύγκριση είναι και επίκαιρη; «Αν ρίξουμε τη ματιά μας πίσω στην Οστπολιτίκ δεν θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε αυτές τις ημέρες στο θέμα του πολέμου στην Ουκρανία» υποστηρίζει ο ιστορικός Μπερντ Ρότερ, για πολλά χρόνια επιστημονικός συνεργάτης του Ιδρύματος Βίλι Μπραντ. «Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί εάν η Οστπολιτίκ του Μπραντ μπορεί να εφαρμοστεί ακόμη και σήμερα. Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι διαπραγματεύσεις ήταν μια από τις επιλογές, και πολλές από αυτές διεξήχθησαν και στη Μόσχα. Όμως η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δημιούργησε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση» επισημαίνει ο Ρότερ.
Μικρά βήματα, μεγάλα ερωτήματα
Αν εξετάσουμε με αρκετή αυστηρότητα τα πράγματα, το αρχικό πλαίσιο, στο οποίο ο Μπραντ επεδίωξε στενότερη συνεργασία με τη Μόσχα στα τέλη της δεκαετίας του 1960, διαφέρει σημαντικά από τη ρωσική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Το πιο σημαντικό κίνητρο του Μπραντ, ο οποίος διετέλεσε επίσης και τοπικός πρωθυπουργός του Βερολίνου, ήταν η βελτίωση της καθημερινότητας για τους Ανατολικογερμανούς και τους Δυτικογερμανούς, που τους χώριζε το Τείχος. Το μήνυμα; Πολιτική των μικρών βημάτων, όπως η δυνατότητα επισκέψεων και συγκοινωνία τράνζιτ. Αλλά για να γίνει αυτό ο Μπραντ έπρεπε να αντιμετωπίσει τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα που είχαν παραμείνει αναπάντητα από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1949. Τί θα γίνει με την Ανατολική Γερμανία, θα αναγνωρίσει η Δυτική Γερμανία αυτό το «φαινόμενο εις ανατολάς», όπως το αποκαλούσε τότε ο Χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Κουρτ Γκέοργκ Κίσινγκερ; Θα αναγνώριζε τα μεταπολεμικά σύνορα, δηλαδή τις εδαφικές απώλειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ξεκίνησε η ναζιστική Γερμανία; Και τέλος πάντων, επιτρέπονταν διαπραγματεύσεις με κομμουνιστές;
Ο Μπραντ απάντησε σε όλες αυτές τις ερωτήσεις καταφατικά και δρομολόγησε έτσι μια ιστορικών διαστάσεων αλλαγή πορείας.«Η νέα Οστπολιτίκ της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών-Φιλελευθέρων υπό τον καγκελάριο Βίλι Μπραντ έσπασε τη σιωπή ανάμεσα στη Βόννη και τη Μόσχα και τερμάτισε την αδιέξοδη επιμονή διεκδικήσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης» συνόψισε ο πρόσφατα εκλιπών ιστορικός Μάνφρεντ Βίλκε, σε μια σειρά άρθρων του για την Οστπολιτίκ, για λογαριασμό του Ομοσπονδιακού Κέντρου Πολιτικής Εκπαίδευσης. Απτά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν η Συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση στις 12 Αυγούστου του 1970 και η Συμφωνία με την Πολωνία στις 7 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Δύο εκπληκτικά σύντομα κείμενα μερικών άρθρων. Τα κεντρικά μηνύματα; Αποποίηση της βίας, σεβασμός των συνόρων που ισχύουν στην Ευρώπη συμπεριλαμβανομένων των συνόρων Όντερ/Νάισε, και εγκατάλειψη κάθε εδαφικής διεκδίκησης.
Το μακρύ χέρι της Στάζι
Ο Μπραντ είχε ήδη ανοίξει το δρόμο για τη νέα γραμμή ως υπουργός Εξωτερικών στο μεγάλο συνασπισμό υπό τον Κίσινγκερ από το 1966 και κέρδισε τις ομοσπονδιακές εκλογές για το SPD το 1969. Αλλά ξέσπασε εσωτερική πολιτική κρίση. Όταν στις 23 Φεβρουαρίου του 1972 έφερε τις δύο συμφωνίες για επικύρωση στη Βουλή ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Ράινερ Μπάρτσελ από το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα τις απέρριψε με κατηγορίες όπως «επιδέξια προπαγάνδα», «αναληθείς ισχυρισμοί» και περιφρόνηση των γερμανικών συμφερόντων. Ακολούθησε ένας λεκτικός πόλεμος διάρκειας 22 ωρών. Το SPD και το FDP εξακολουθούσαν να μην εμπιστεύονται τη δική τους πλειοψηφία, αλλά τα πράγματα πήραν άλλη εξέλιξη. Αρκετοί κυβερνητικοί βουλευτές αντιδρώντας στις δύο συμφωνίες αποχώρησαν από τα κόμματά τους και εντάχθηκαν στην αντιπολίτευση, η κυβέρνηση έχασε την πλειοψηφία. Ο Μπάρτσελ άδραξε την ευκαιρία και στις 24 Απριλίου του 1972 επιχείρησε να εκλεγεί καγκελάριος μέσω της λεγόμενης εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας (εισήχθη για πρώτη φορά με το άρθρο 67 του Συντάγματος του 1949).
Αλλά απέτυχε για λόγους ανεξήγητους εκείνη την εποχή, για δύο ψήφους. Μόνο δεκαετίες αργότερα έγινε γνωστό ότι η Στάζι, η διαβόητη μυστική υπηρεσία της Αν. Γερμανίας, είχε δωροδοκήσει με 50.000 μάρκα τον Γιούλιους Στάινερ, χριστιανοδημοκράτη βουλευτή, και είχε καταχωρίσει τον χριστιανοκοινωνιστή Λέο Βάγκνερ στις λίστες της ως ανεπίσημο συνεργάτη. Προφανώς η Στάζι είχε συμφέρον να κρατήσει τον Βίλι Μπραντ στην εξουσία και να διασώσει έτσι τα δύο συνθήκες. Τελικά, ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια από σήμερα, ο Μπραντ πέρασε την επικύρωσή τους με ένα κοινοβουλευτικό συμβιβασμό. Κατά την ψηφοφορία απείχαν σχεδόν όλοι οι βουλευτές των Χριστιανικών Κομμάτων, το αποτέλεσμα ήταν οριακό. Παρόλα αυτά η πολιτική ύφεσης, για την οποία ο Μπράντ έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης, έγινε γρήγορα σημείο στο οποίο συναίνεσε διαχρονικά η γερμανική εξωτερική πολιτική. Την συνέχισε ο καγκελάριος Κολ μετά το 1982. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η γερμανική ενοποίηση, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα πάντα είχαν αναφορά στην Οστπολιτίκ και ήταν επίτευγμα του Μπραντ, που τιμούνταν από το κόμμα του ως σύμβολο.
Αμφισβήτηση της Οστπολιτίκ
Η κατάσταση άλλαξε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Γερμανία ήταν πολύ λιγότερο εξαρτημένη από τη μεγαλοθυμία της Μόσχας και αντί να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αντιπαράθεσης, «κάθονταν» με άνεση στο κέντρο της Ευρώπης. Ο ιστορικός Ρότερ, που πρόσκειται στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, λέει ότι μετά το 1989 υπήρξε μια νέα ευρωπαϊκή τάξης ειρήνης. «Τη δεκαετία του 90 έμοιαζε να πηγαίνουν όλα καλά, αλλά στο τέλος της δεκαετίας του 2000, η σχέση Ρωσίας-Δύσης έγινε πιο συγκρουσιακή. Αλλά το ότι η Γερμανία παρόλα αυτά ήθελε ακόμη να μείνει σε επαφή με τη Μόσχα, δεν το βλέπω ως άμεση απόρροια της Οστπολιτίκ. Ήταν η Γερμανία και όχι μόνο το SPD που βασίστηκαν στις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία». Αλλά στο θέμα εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια η Γερμανία προχώρησε περισσότερο από άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτό στην πραγματικότητα οδηγεί πίσω στις δύο συνθήκες, επειδή το 1970, μαζί με αυτές συνήφθησαν οι πρώτες επιχειρηματικές συναλλαγές με αγωγούς φυσικού αερίου που μετέφερε ρωσικό φυσικό αέριο στη Δυτική Ευρώπη σε μεγάλη κλίμακα.
Αλλά ισχύει επίσης ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε ευρεία συναίνεση για αυτές τις συναλλαγές συμπεριλαμβανομένου του αγωγού Nord Stream, που υποστηρίχθηκε από την τέως καγκελάριο Μέρκελ. Όταν σήμερα κυρίως το SPD επικρίνεται για την υπερβολικά φιλορωσική του στάση, δεν ενοχλείται μόνο ο καγκελάριος Σολτς. «Από την εποχή του Αντενάουερ υπάρχουν αυτές οι παραποιημένες και συκοφαντικές περιγραφές της ευρωπαϊκής και ρωσικής πολιτικής του SPD, κι αυτό με γεμίζει θυμό» είπε ο Σολτς πρόσφατα στο Spiegel. Είναι σαφές ότι το κόμμα δεν θέλει να κακολογείται η Οστπολιτίκ. Όμως η αμφισβήτηση έχει ήδη ξεκινήσει. Ο πρόεδρος του κόμματος Λαρς Κλινγκμπάιλ είπε πρόσφατα στην κυριακάτικη Welt ότι «στο πρόγραμμα αρχών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος λέει ότι η ασφάλεια στη Ευρώπη μόνο με τη Ρωσία μπορεί να επιτευχθεί, αλλά βλέπουμε ότι αυτό δεν ισχύει με φόντο αυτόν τον πόλεμο». Τα θεμέλια των δύο συμφωνιών τρέμουν, ίσως τόσο δυνατά όσο και επί Βίλι Μπραντ.
Πηγή: DW