Πώς χρεοκόπησε η χώρα του Ινδικού Ωκεανού και ψάχνει «σωσίβιο» από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα δύο αδέλφια στην κορυφή της κυβέρνησης και οι ακατάλληλοι υπουργοί που εφάρμοσαν εσφαλμένες πολιτικές όπως οι βιολογικές καλλιέργειες που έδωσαν τη χαριστική βολή στην αγροτική παραγωγή. Κάτι που θυμίζει και τις σημερινές εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη βιολογική κτηνοτροφία.
Πώς αυτό το μικροσκοπικό έθνος του Ινδικού Ωκεανού κατέληξε σε τέτοια δύσκολη θέση; Κάποιοι δομικοί παράγοντες έπαιξαν ρόλο. Η απόφαση για αναβάθμιση των υποδομών που χρηματοδοτήθηκαν από την Κίνα απορρόφησαν τα λιγοστά κεφάλαια. Οι πολιτικοί μείωσαν τους φόρους χωρίς σύνεση. Η πανδημία έπληξε τον τουριστικό τομέα και, φυσικά, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τα έκανε όλα χειρότερα.
Αλλά το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση των Ρατζαπάκσα παρέδωσε τη χάραξη της πολιτικής της Σρι Λάνκα σε ανθρώπους που δεν διέθεταν την απαιτούμενη πείρα, ιδίως σε δύο κρίσιμους τομείς – τη γεωργία και τη νομισματική πολιτική. Η κυβέρνηση του προέδρου Ρατζαπάκσα δέχεται αυξανόμενες πιέσεις για τον κακό χειρισμό της οικονομίας και η χώρα έχει αναστείλει τις πληρωμές του εξωτερικού χρέους σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τα πενιχρά συναλλαγματικά της αποθέματα.
«Βουλιάζουν» τα συναλλαγματικά αποθέματα της Σρι Λάνκα
Τον περασμένο Απρίλιο, η κυβέρνηση τήρησε την προεκλογική της υπόσχεση για τη μετάβαση της Σρι Λάνκα στη βιολογική γεωργία, απαγορεύοντας την εισαγωγή και τη χρήση συνθετικών λιπασμάτων.
Περισσότερα από τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Σρι Λάνκα εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τη γεωργία- οικονομολόγοι και γεωπόνοι προειδοποίησαν ότι η μετάβαση στη βιολογική γεωργία σε αυτή την κλίμακα θα κατέστρεφε την παραγωγικότητα και θα προκαλούσε κατάρρευση των εισοδημάτων.
Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός άρδευσης, Τσαμάλ Ρατζαπάκσα (και αυτός αδελφός του προέδρου) επέμεινε ότι η χώρα δεν πρέπει να ακούσει τη «μαφία των χημικών λιπασμάτων». Οι ακτιβιστές υπέρ των βιολογικών προϊόντων έλαβαν επίσης κρίσιμη υποστήριξη από τον υπουργό Υγείας, έναν σκληροπυρηνικό εθνικιστή ονόματι Τσάνα Τζαγιασουμάνα, ο οποίος υποστήριξε επίσης ότι, σε αντίθεση με τη «δυτική» ιατρική, οι τοπικές θρησκευτικές προσωπικότητες μπορούσαν να θεραπεύσουν τον καρκίνο και τις νεφροπάθειες επειδή μπορούσαν «να επικοινωνούν με αόρατα πνεύματα και να αποκτούν γνώση».
Επρόκειτο για τρελές αποφάσεις και φυσικά λανθασμένες. Η παραγωγή ρυζιού – το βασικό συστατικό της διατροφής των κατοίκων της Σρι Λάνκα – και τσαγιού – το κύριο εξαγωγικό προϊόν της χώρας – έπεσε κατακόρυφα. Αυτό δεν μείωσε απλώς την αγοραστική δύναμη και προκάλεσε επισιτιστική ανασφάλεια, αλλά έβλαψε σοβαρά το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας. Η Σρι Λάνκα αναγκάστηκε να αρχίσει να εισάγει ρύζι, ακόμη και όταν τα έσοδα από τις εξαγωγές τσαγιού στέρεψαν.
Ο τότε διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Βελιγκαμάγκε Ντον Λάκσαμ υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας ότι κανείς δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τη βιωσιμότητα του χρέους. Το μόνο που έπρεπε να κάνει η Σρι Λάνκα ήταν να «αυξήσει το ποσοστό του εγχώριου χρέους». Τότε το πρόβλημα θα λυνόταν, αφού «το χρέος σε εγχώριο νόμισμα … σε μια χώρα με κυρίαρχες εξουσίες εκτύπωσης χρήματος, όπως θα υποστήριζαν οι σύγχρονοι θεωρητικοί του νομισματικού συστήματος, δεν αποτελεί τεράστιο πρόβλημα».
Ο Λάκσαμ άρχισε να τυπώνει χρήμα, ενώ ο διάδοχός του Αζίθ Νιβάρντ Καμπράαλ, συνέχισε αυτήν την πολιτική. Ως αποτέλεσμα μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Αυγούστου 2021, η προσφορά χρήματος στη Σρι Λάνκα αυξήθηκε κατά 42%. Τα οδυνηρά αποτελέσματα αυτών των επιλόγων δεν άργησαν να γίνουν εμφανή. Μέχρι το τέλος του 2021, ο πληθωρισμός έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ. Και, φυσικά, το έξυπνο σχέδιο για την «αύξηση του ποσοστού του εγχώριου χρέους» αποδείχθηκε αδύνατο, καθώς όλο και λιγότεροι άνθρωποι ήθελαν να αγοράσουν έντοκα γραμμάτια του δημοσίου.
Εκτόξευση του δημοσίου χρέους
Όπως συνηθίζεται στα λαϊκιστικά καθεστώτα, οι επικριτές που αντιδρούσαν στην αναγόρευση των αλλόκοτων θεωριών σε επίσημη πολιτική παρουσιάστηκαν ως ξένοι πράκτορες, ή ελιτιστές, ή ως «αρνητές για χάρη απλά της άρνησης». Οποιαδήποτε συμβουλή εκτός του στενού κύκλου της οικογενειακής κυβέρνησης απορρίφθηκε. Δυστυχώς, αυτό περιελάμβανε και τις συμβουλές των οικονομολόγων – και, κατ’ επέκταση, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα εδώ και μήνες. Ωστόσο, η κυβέρνηση αντιδρούσε ακόμη και στη διαβούλευση με το ΔΝΤ. Ο Καμπράαλ ανακοίνωσε με υπερηφάνεια νωρίτερα φέτος ότι η χώρα δεν χρειαζόταν συμβουλές από «ξένους εμπειρογνώμονες ή εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ».
Μέχρι τον Φεβρουάριο, η χώρα άρχισε να οδεύει ξεκάθαρα προς χρεοκοπία. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μιλίντα Ρατζαπάκσα δήλωσε ότι η Σρι Λάνκα ωστόσο «δεν βιαζόταν» να προσεγγίσει το ΔΝΤ, αλλά τελικά η χώρα αναγκάζεται να το πράξει.
Οι οίκοι αξιολόγησης, που ανησυχούσαν για τα δημοσιονομικά μεγέθη και την αδυναμία της χώρας να αποπληρώσει το μεγάλο εξωτερικό χρέος, υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της Σρι Λάνκα από το 2020 και μετά, αποκλείοντας τελικά τη χώρα από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αλλά για να κρατήσει την οικονομία της όρθια, η κυβέρνηση εξακολουθούσε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα συναλλαγματικά της αποθέματα, «σπαταλώντας» τα κατά περισσότερο από 70% μέσα σε δύο χρόνια. Μέχρι τον Μάρτιο, τα αποθέματα της Σρι Λάνκα ανέρχονταν σε μόλις 1,93 δισ. δολάρια, ανεπαρκή για να καλύψουν ακόμη και τις εισαγωγές ενός μήνα και οδηγώντας σε αυξανόμενες ελλείψεις από ντίζελ μέχρι ορισμένα είδη διατροφής. Οι αναλυτές της J.P. Morgan εκτιμούν ότι η ακαθάριστη εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας θα ανέλθει φέτος σε 7 δισεκατομμύρια δολάρια, με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να ανέρχεται σε περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η απραξία της κυβέρνησης
Ο νεοδιορισθείς υπουργός Οικονομικών Αλί Σαμπρί δήλωσε στο Reuters σε συνέντευξή του νωρίτερα αυτό το μήνα ότι βασικοί αξιωματούχοι της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας της Σρι Λάνκα δεν κατανοούσαν τη σοβαρότητα του προβλήματος και ήταν απρόθυμοι να παρέμβει το ΔΝΤ.
Όμως, έχοντας επίγνωση της επερχόμενης κρίσης, η κυβέρνηση ζήτησε βοήθεια από χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Κίνας. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο τότε υπουργός Οικονομικών ταξίδεψε στο Νέο Δελχί για να κανονίσει πιστωτικές γραμμές και swaps ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ινδία.
Ένα μήνα αργότερα, ο πρόεδρος Ραγιαπάκσα ζήτησε από την Κίνα να αναδιαρθρώσει τις αποπληρωμές περίπου 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων χρέους προς το Πεκίνο, το οποίο στα τέλη του 2021 παρείχε επίσης στη Σρι Λάνκα swap σε γουάν ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι διαπραγματεύσεις με ΔΝΤ
Ο υπουργός Οικονομικών Σάμπρι θα ξεκινήσει συνομιλίες με το ΔΝΤ για ένα πακέτο δανείων ύψους έως και 3 δισ. δολαρίων σε βάθος τριετίας. Ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ, το οποίο συνήθως επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία από τους δανειολήπτες, αναμένεται επίσης να βοηθήσει τη Σρι Λάνκα να αντλήσει βοήθεια ύψους άλλου 1 δισ. δολαρίων από άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης.
Συνολικά, η χώρα χρειάζεται περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια σε ενδιάμεση χρηματοδότηση κατά τους επόμενους έξι μήνες για να βοηθήσει στην αποκατάσταση των προμηθειών βασικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και των φαρμάκων. Η Ινδία είναι ανοιχτή στο να παράσχει στη Σρι Λάνκα άλλα 2 δισεκατομμύρια δολάρια για να μειώσει την εξάρτηση της χώρας από την Κίνα, δήλωσαν πηγές στο Reuters. Η Σρι Λάνκα έχει επίσης ζητήσει περαιτέρω πιστωτική γραμμή 500 εκατ. δολαρίων από την Ινδία για καύσιμα.
Με την Κίνα, επίσης, η κυβέρνηση βρίσκεται σε συζητήσεις για μια πιστωτική γραμμή 1,5 δισ. δολαρίων και ένα κοινοπρακτικό δάνειο ύψους έως 1 δισ. δολαρίων. Εκτός από την ανταλλαγή πέρυσι, το Πεκίνο χορήγησε επίσης κοινοπρακτικό δάνειο ύψους 1,3 δισ. δολαρίων στη Σρι Λάνκα στην αρχή της πανδημίας.
Όσο για τους αναλυτές, σύμφωνα με τη Nomura Holdings μπορεί να υπάρξει μια αναδιάρθρωση τύπου Ισημερινού, όπου η Σρι Λάνκα θα ανταλλάξει τα ομόλογα με ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας με χαμηλότερα κουπόνια και κάποια μείωση του κεφαλαίου. Από την πλευρά της η Barclays εκτίμησε ότι η Σρι Λάνκα θα μπορούσε να μετακυλίσει όλο το χρέος της σε ένα νέο ομόλογο με ωρίμανση το 2037 και εξαμηνιαίες αποσβέσεις που θα ξεκινούν το 2027- τα κουπόνια θα μπορούσαν να είναι της τάξης του 4%-5%, χαμηλότερα από το σημερινό μέσο όρο του 6,6%.
Πηγή: businessdaily