Η οικογένεια αποτελεί την πιο περίπλοκη σκαλωσιά της ζωής μας όχι με την έννοια των ιερών και των οσίων στα οποία έχουμε εξαρχής ορκιστεί αταλάντευτη πίστη, αλλά ως ζωτική βάση από την οποία εκκινούν και στην οποία καταλήγουν τα πάντα, περίπου ανεξάρτητα από την ατομική μας βούληση και κόντρα σε όσα πιθανόν σημάδεψαν τον νεανικό μας βίο, όταν φυσούσε (και για ποιον δεν έχει φυσήσει) ο άνεμος της αμφισβήτησης και της αποκαθήλωσης των ριζών. Αυτό είναι το στοχαστικό συμπέρασμα που προκύπτει από το καινούργιο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Έχοντας δημοσιεύσει μια σειρά από σημαντικά ιστορικά μυθιστορήματα (είναι η πρώτη που έσυρε τον χορό στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για τη ριζική ανανέωση ενός λογοτεχνικού είδους το οποίο είχε αρχίσει να γερνά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά την ανθηρή γέννηση και διαδρομή του κατά τον 19ο αιώνα), έχοντας εκ παραλλήλου γράψει μυθιστορηματικές συνθέσεις, διηγήματα και νουβέλες για τη νεότερη ιστορία και την αρχαία μυθολογία της Κρήτης, για την οικονομική κρίση στο κέντρο της Αθήνας ή για τον βασανισμένο κόσμο του Γιαννούλη Χαλεπά, η Γαλανάκη έδειξε πολλές φορές στα βιβλία της πώς μπορεί ο συγγραφέας να χτίσει τα θεμέλια για τον διάλογο μεταξύ μύθου και Ιστορίας, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως το βάθος το οποίο διεκδικεί στη σύγχρονη λογοτεχνία όχι μόνο η ιστορική και η μυθική φαντασία, αλλά και ο παραδεδομένος (προφορικός ή γραπτός) μύθος ενός τόπου. Μύθος και τόπος που μας βοηθούν να εννοήσουμε εντελέστερα τους δεσμούς οι οποίοι συνδέουν άρρηκτα το παρόν με το παρελθόν.
Γι’ αυτούς τους άρρηκτους δεσμούς του παρελθόντος με το παρόν κάνει λόγο η Γαλανάκη στο νέο της βιβλίο, που μιλάει για τους γονείς της, τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη, και για τη διαδρομή τους μέσα από τους ιστορικούς δαιδάλους της εποχής τους: από τον Εθνικό Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τον Εμφύλιο και τη χούντα του 1967. Και δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτά. Θέση στις μυθιστορηματικές εικόνες της Γαλανάκη παίρνουν και οι μακρόχρονοι αγώνες της Κρήτης για ανεξαρτησία, τα χωριά και οι παραδόσεις του νησιού, όπως αποτυπώθηκαν στις εμπειρίες και στη μνήμη των γονιών και του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, καθώς και οι τόποι της Ευρώπης, όσοι υποδέχθηκαν τους γιατρούς γονείς για τις σπουδές τους: μεταξύ άλλων, η Βιέννη, το Μπορντό και το Παρίσι.
Από τον υπότιτλο του βιβλίου «Παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» καταλαβαίνουμε (ή μάλλον εικάζουμε) πολλά. Τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο σε ένα μυθιστόρημα το οποίο επιχειρεί να ανακινήσει την οικογενειακή ιστορία και προϊστορία; «Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», λέει η Ρέα Γαλανάκη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή την έκδοση του καινούργιου της βιβλίου, «είναι η ίδια η λογοτεχνία, ο τρόπος που δουλεύει ο συγγραφέας για να κινηθεί ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα. Εκείνο που χρειαζόμουν δεν ήταν μια οικογενειακή μυθιστορία αδιατάρακτης γραμμής, αλλά μια αφήγηση πολύπλευρη, που να επιτρέπει εσωτερικές αμφισβητήσεις και να έχει συνείδηση των κενών της. Ένα παιδί ακούει πάντοτε, όπως και το παιδί που ήμουν η ίδια, τις οικογενειακές εξιστορήσεις σαν παραμύθια, οποιαδήποτε σχέση κι αν έχουν οι ίδιες εξιστορήσεις με τα πραγματικά γεγονότα. Και η απεικόνιση αυτής της ιδιαίτερης συνθήκης είναι ένας από τους βασικούς σκοπούς του βιβλίου». Εδώ γίνεται καθαρότερος ο ρόλος του προφορικού λόγου (πώς ακούγονται και πώς προσλαμβάνονται από το παιδί οι οικογενειακές διηγήσεις) σε συνδυασμό με τους τόπους των κρητικών πόλεων και χωριών (από το Ηράκλειο μέχρι την Άνω Βιάννο) και τους μύθους ή τις προκαταλήψεις τους. Και αυτό έχει να κάνει με κάτι εξίσου κρίσιμο, που είναι το βάρος της κρητικής παράδοσης ακόμα και για εύπορες, αστικές οικογένειες με παιδιά που σπούδασαν σε μακρινούς καιρούς στην Ευρώπη. Ο πατέρας, Εμμανουήλ Γαλανάκης, ήταν ωτορινολαρυγγολόγος, με υψηλές επιστημονικές βλέψεις. Η μητέρα, Αικατερίνη Παπαματθαιάκη, ήταν μικροβιολόγος με ομόλογες επιστημονικές φιλοδοξίες. «Στο σπίτι, όμως, τα πράγματα είχαν διαφορετική διάταξη», θυμάται η συγγραφέας, «με τους ρόλους των φύλων να διαχωρίζονται με αυστηρότητα. Στην κουζίνα κυριαρχούσαν οι γυναίκες και τα οικογενειακά ζητήματα ενώ ο λόγος της επίσημης Ιστορίας ανήκε ως εξ ορισμού στον φανατικά βενιζελικό πατέρα».
Το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» είναι ένα μυθιστόρημα πολλαπλών απολήξεων, συνταιριάζοντας τη βιογραφία (την ιστορία των γονιών) με την αυτοβιογραφία (την ιστορία της κόρης με την αντιδικτατορική δράση, που συγκρούεται σφοδρά μαζί τους στα νεανικά της χρόνια). Μπορούμε να το ονομάσουμε και «αυτομυθιστόρημα» (autofiction), όπως θα το προτιμούσε ένας πολύ σύγχρονος όρος. Επειδή, όμως, μέσω της ιστορίας των γονέων ανασκαλεύεται το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα, και επειδή η Γαλανάκη ψάχνει την ταυτότητα της οικογένειας αναζητώντας πολλαπλά τεκμήρια (φωτογραφίες, επίσημα έγγραφα, προσωπικές αναμνήσεις, ιστορικές μελέτες) ενόσω αμφιβάλλει, διορθώνει και συμπληρώνει χάσματα ή διαγράφει εικασίες και πιθανολογήσεις, τίθεται περίπου αυτομάτως το εξής ερώτημα: δεν είναι σαν να ανοίγει έτσι στους αναγνώστες και το συγγραφικό της εργαστήριο, εργαστήριο από το οποίο προήλθαν ιστορικά μυθιστορήματα όπως «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» (1989), «Ελένη ή Ο Κανένας» (1998) και «Ο αιώνας των λαβυρίνθων» (2003) ή συλλογές διηγημάτων όπως τα «Τρία ομόκεντρα διηγήματα» (1987); Με όλα συνομιλεί δια μακρών η Γαλανάκη στο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη».
Η απάντησή της κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας είναι πολύ διαφωτιστική: «Γράφοντας ιστορικά μυθιστορήματα ήθελα απλώς να υιοθετήσω μια νεότερη αντίληψη ως προς το τι εστί Ιστορία, έναν σύγχρονο τρόπο γραφής και ανάγνωσης. Σε όλα μου, ωστόσο, τα μυθιστορήματα, και όχι μόνο στα ιστορικά, η σχέση με την Ιστορία υπάρχει και αναδεικνύεται πάντοτε έστω και ως ιστορική στιγμή. Και οι ιστορικές στιγμές ή η ιστορική ύλη των μυθιστορημάτων μου, των προηγούμενων, αλλά και του τωρινού, έλκουν την καταγωγή από τις οικογενειακές αφηγήσεις, από τα ”παραμύθια που δεν είναι παραμύθια”. Να πω μόνο πως στο σημερινό βιβλίο παραπάνω από ένα πρόσωπα παραπέμπουν στον Ισμαήλ Φερίκ πασά».
Μια άλλη πλευρά του μυθιστορήματος της Γαλανάκη είναι η ιστορία της κρητικής λογοτεχνίας και λογιοσύνης: από τον Ιωάννη Κονδυλάκη, που αναλαμβάνει ξεχωριστό ρόλο στον περίγυρο της πλοκής, και τον Νίκο Καζαντζάκη, μέχρι τους φιλολόγους Μενέλαο Παρλαμά και Στυλιανό Αλεξίου και τον έφορο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Νίκο Γιανναδάκη (τον πρώτο σύζυγο της συγγραφέως). Ας μην ξεχάσουμε, πάντως, κλείνοντας, πως κέντρο βάρους του έργου παραμένει η ανασύσταση της ιστορίας των γονιών, η κομμάτι-κομμάτι επανένωση των χαμένων ψηφίων της οικογένειας και, αναπόφευκτα, των λησμονημένων ή όχι ιστορικών στοιχείων για την Κρήτη και την Ελλάδα του 20ου αιώνα, που έρχονται στην επιφάνεια με μοναδική εκφραστική δύναμη και ζωντάνια, με λογισμό και με όνειρο, από απόσταση, όχι, εντούτοις, και δίχως συναίσθημα. Οπωσδήποτε, ένα από τα καλύτερα βιβλία της Γαλανάκη, ένα βιβλίο που σίγουρα θα απασχολήσει αναγνώστες, κριτικούς και ερευνητές στο παρόν μα και στο απώτερο ή στο απώτατο μέλλον.