Ηταν ακόμη χούντα στην Ελλαδα, όταν έλαβα μια ανταπόκριση από φίλο που περνουσε μερικά δίμηνα στο Παρίσι και μου έφερνε σπάνια αποκτήματα από το «εξωτερικό», όπως χαρτάκια για στριφτό τσιγάρο και μηχανάκι στριψίματος, ακόμη και καφέ εσπρέσσο: τα γαλλικά ραδιόφωνα γέμισαν από μουσική ποικιλιών.
Ηταν απλό να ακους Κάλλας και μετά μια ιεροπρεπή πολυφωνική σερενάτα από την Σαρδηνία, έναν χορό Αλγερίνικο με μπόλικα γλγλγλγλγ στο ρεφραίν και μουσική από χαμένες στον χάρτη σοβιετικες χώρες του δρόμου της μετάξης, όπου οι φαντασιωσεις μας περιελαμβαναν εργοστάσια υπερτέλειας τεχνολογικής ανάπτυξης και μετά οι εργάτες ανέβαιναν στην άλκη ή στον τάρανδο και επέστρεφαν στην δερμάτινη γιούρτη τους.
Το επιβεβαίωσα το 1976, όταν πήγα στο Παρίσι πρώτη φορά ,κυκλοφορώντας ωσάν μεταξύ Διαγωνίου και Βαλαγιάννη-είτε ήσαν πολλοί οι Έλληνες, είτε οι Γάλλοι τους άφηναν χώρο σε έναν κυκλικό τομένα με κέντρο την πανεπιστημιακή Σιτέ και μεγίστη ακτίνα δράσης την σκολιά οδό Μουφτάρ. Σε εκείνο το ταξίδι φτάσαμε να επισκεφθούμε, δεν γνωρίζω το γιατί ,ένα προάστειο όπου κατοικούσε η κόρη της κυρίας Τσουδερού, αλλα και τον σταθμό Στάλινγραδ για λογους ιδεολογικής προσκυνηματικής ορέξεως. Από τα τρανζιστοράκια της παρέας, τα φορητά και τα ογκωδέστερα στα διαμονητήρια που μας μοίραζαν οι εμιγκρέδες, εκτός από τον θάνατο του Αλεξανδρου Παναγούλη, βιώσαμε απόλυτα το «όλα μπερδεύονται γλυκά» στις μουσικές των Γάλλων ακροάσεις. Κι επειδή το ταξίδι Θεσσαλονίκη Παρίσι με επιστροφή ήταν μέσω Αθηνών και Νίκαιας, ένα μέρος του συνέβη σε αεροπλανα της Αιρ Φράνς- και εκεί η μίξη των ήχων διέφερε αισθητά από το κλασικό «χαμόγελο της Τζοκόντα» που διεθετε απλοχερα η τότε «Ολυμπιακή».
Επιστρέφοντας στην γενέτειρα, καθώς το ραδιόφωνο περιείχε πειρατές, αλλα κυριαρχουσε το κρατικό για δεκατρία, δεκατέσσερα χρόνια ακόμη ,πρόσεξα μια τομή από τις πιο σημαντικες στην μεταπολιτευση: οι φυλες των τραγουδιών,κρατουσαν την ισχύ τους και την κραταιά εκπομπή των φυλετικών απόψεών τους, αλλα κάτι ράγιζε και κατι κόχλαζε στα σύνοράτους.
Πρώτο σύμπτωμα, η ολοκληρωτική παράδοση σε νέους επαγγελματίες, του ρεμπέτικου. Εως τότε γνωρίζαμε όλους σχεδόν που γούσταραν το ρεμπέτικο έως και τα οικογενειακά τους. Τώρα, μια δίνη παρέσυρε τους πάντες προς την λατρεία του. Επαιξε έναν ρόλο η συνεχής ενασχόληση του Ηλια Πετρόπουλου με το Ρεμπέτικο, που ολοκληρώθηκε με την έκδοση των Ρεμπέτικων τραγουδιών περι το 1979, αλλα και η «εκδίκηση της γυφτιάς», ο δίσκος των Ξυδάκη-Ρασούλη με έναν «νέο» Νίκο Παπάζογλου σε παραγωγή Σαββόπουλου.
Μπορεί να μη πιστεύετε λεξη, αλλά οι στίχοι του Ρασούλη αγαπήθηκαν από τους ροκαδες και τους ρεμπετολαγνους ως παρωδίες τραγουδιών.Και υπήρξε μεγάλη επιτυχία της εποχής, αλλα μήπως δεν ήταν επιτυχία σε όλην την δεκαετία του 1970 οι δουλειές του Κηλαηδόνη; Καθώς ο Λουκιανός είχε σχέση με το «Θεσσαλικό», με τα παιδιά που έπαιζαν στο άλσος Παγκρατίου και αργότερα έγιναν όλα πρωταγωνιστές, με την κήρυξη του «Μαγεμένου Αυλού» ως φέουδου του Μάνου Χατζιδάκι, κι ενώ ο Κώστας Καφάσης («γέλα κυρία μου») μάζευε απίστευτη χαρτούρα ,τα poetry sleeves του Χρηστάκη επι χούντας («έμαθα πως είσαι μάγκας») είχαν ετοιμάσει μια βασιλική οδό για μια σειρά δημιουργών που τους χαρακτήριζε ένας εσωτερικός τραυλισμός, μια σμηνοσειρά επιτυχιών που ισορροπούσαν ανάμεσα στην απέραντη σαχλαμάρα και στην απρόσμενη και άδολη χαρά των ακροατών και θεατών τους. Πρώτος στην παράταξη των περίπου ήταν ο Γιώργος Κοινούσης, που με τον «δεν καταλαβαίνω τίποτα» οργάνωσε συντάγματα γλεντζέδων που τον λατρεψαν επειδή είχε μόνον ένα ταλεντο παραπάνω από τα χούγια των θαυμαστών του: δεν είχε μέτρο. Πολύ σημαντική ήταν η συμβολή του Τόλη Βοσκόπουλου, με την εσωτερικα πνιγμένη φωνή, την αφύσικα ένρινη που την μιμήθηκαν πολλοί με πρώτον τον Λευτέρη Πανταζή.Ο Βοσκόπουλος έμοιαζε να κυριαρχείται από ολική ερωτική θρησκοληψία. Απευθυνόταν σε άγνωστες γυναίκες στον ενικό, κατηγορώντας τες για ένα σωρό αμαρτήματα («τσιγάρο με βαρύ χαρμάνι και ποιος να το φουμάρισε»)ενώ λέγοντας την λεξη «ξανθή» και δη «αγαπημένη» και δη «Παναγιά» κατάφερνε όλες τις ξανθες της χώρας να τις καταστήσει αποδέκτριες «του τραγουδιού τους»
Την ώρα που ήταν ευδιάκριτη η μελλοντικη πορεία της ελαφράς μουσικής (ελαχιστα λαϊκή, αλλα δημοτελης, υποχείριο ατζέντηδων πεπεισμένων πως «ο τουρισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία», παιχνίδια των εταιρειών δίσκων που μυθοποιούσαν τους ακριβους τους αποκλειστικους τραγουδιστές)αρκετοί μορφωμένοι και επιδραστικοί πολιτιστικοί παράγοντες, εμφανίζονται ελαφρώς σκασμένοι από την άλλη όχθη, που περιέχει τις ταινίες του Αγγελόπουλου, βυτία νέου ελληνικου κινηματογράφου και κηρύσσουν ένα είναι «αντεπανάστασης της σαχλαμπίχλας». Στην Θεσσαλονίκη, το Βαρδάρι και τα εναπομείναντα καμπαρέ της πόλης γίνονται χώροι επίσκεψης και κεφιού των ευπόρων πολιτών που έχουν ιδρύσει μουσεία, κερδίζουν χρήματα από σοφιστικέ στέκια με προχώ μουσική, αλλα τα σπάζουνε σε τριτοκλασάτα ξενυχτάδικα, ενίοτε με πρόγραμμα που δεν διαφέρει από της δεκαετίας του 50. Λίγο παραέξω γίνεται ο κακός χαμός με το «Υπάρχω» που τραγουδά ο Καζαντζίδης, αλλα και με την έκρηξη των μπαρ ,που απλωνονται στο κεντρο από το 1975/76 και θα ζήσουν παραπάνω από δεκαετία.
Οι πόλεις ραγίζουν καθώς υπάρχει μεταπολιτευση, ο πολιτισμός ερμηνεύεται ως μεταφορά αρχαιολογικών εκθέσεων στο εξωτερικό και ως Europalia ,το νέο ρεμπέτικο ,ο Κοινούσης, το στρατευμένο τραγούδι και οι νέοι, μαζικοί χώροι μουσικής διασκέδασης των χιλίων ατόμων και βάλε, που ένας ξεκουδουνος βαφτίζει «μπουάτ» επιβιώνει εν μέρει επειδή κυριολεκτικά όλος ο κόσμος είναι στον δρόμο! Αυτό θα κρατήσει ακμαίο έως το 1985, με γήπεδα ποδοσφαίρου κατάμεστα από θεατές –ακροατές. Το 1978 ξεκινάει άλλη μόδα: ελληνικα γλεντζέδικα τραγουδια αποκτούν χάρη στα αδέλφια Περράκη και δίγλωσσο περιεχόμενο. Το σουξέ του καλοκαιριού είναι το “play bouzouki gia mena”. H χούντα έχασε το πολιτικό παιχνίδι ,αλλα στέριωσε στο πολιτιστικό.
Εως τότε υπήρχε ένας υποτυπώδης «ποιοτικός» ορισμός της διασκεδασης ενώ τα «σκυλάδικα» και τα «βρώμια» επινοήθηκαν από τους ευπόρους αστούς που ήρθε η ώρα να το παίξουν μπλαζέ και υπεράνω .Αλλα το 1979, ο Μάνος Χατζιδάκις, βρίσκεται στο κέντρο όπου τραγουδάει ο Φλωρινιωτης. Τον χαρακτηρίζει Μουλουτζί της Ελλαδας, τον ηχογραφεί, ετοιμάζει μαζί του μια συνεργασία, κανένας δεν θυμάται αν ευτύχησε ,αλλα ο κύβος ερρίφθη και μάλιστα έξω από την τσόχα: ο Χατζιδάκις εγκρίνει και βρίσκει ποιότητες στους λούμπεν ελαφρόμυαλους που το παίζουν ντίβες.
Το «κρακ» που ακούγεται, ακόμη δεν έχει σβήσει τελείως η ηχώ του, καθώς συνέπεσε με την πραγματική Αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό. Πολύ πριν το πολιτικό ή το κοινωνικο ΠΑΣΟΚ ,το μουσικο ΠΑΣΟΚ ξεκινά τον ανάπλου του στον Βόλγα της χώρας.
ΥΓ. Ακόμη και δικό μου στιχηρό, τον “Γιαγκο Νουλα” ερμήνευσε γαλλιστί ο Μουλουτζί…