Ένας άντρας και μια γυναίκα θα πάρουν το φέρι μποτ. Το νησί στο οποίο θα αποβιβαστούν δεν θα κατονομαστεί ποτέ. Είναι η Κεφαλονιά δηλαδή, αλλά αυτή δεν είναι μια πληροφορία που θα πάρουμε ποτέ μέσα από το σώμα της ίδιας της ταινίας.
Για την ταινία, το πώς λέγεται ο τόπος δεν έχει σημασία. Είναι ένας άλλος τόπος από τον τόπο των ηρώων. Είναι ένα νησί. Κι είναι χειμώνας. Το αυτοκίνητο του άντρα θα μείνει και θα το βγάλουν από το φέρι μποτ σπρώχνοντας. Θα μείνει το δικό του αυτοκίνητο, μολονότι είναι είναι πιο καινούργιο απ’ το εμφανώς παλιό δικό της, με τη σχεδόν χίπστερ διχρωμία ενός σαράβαλου που θέλει να φωνάζει την παλαιότητά του σε κάθε του ανταλλακτικό. Για να ολοκληρωθεί η χιπστεριά, του έχει βγάλει και όνομα (Ζoρζ), ενώ κουβαλά πάντα στο πίσω κάθισμα μια μεγάλη πέτρα που τη βάζει όπου σταθεί, γιατί το χειρόφρενο δεν πιάνει. Είναι βράδυ κι η γυναίκα προθυμοποιείται να βοηθήσει τον άντρα και να τον πάρει μαζί της απ’ το λιμάνι.
Αν και με μια περιέργεια και μαζί ελπίδα να δω αν θα μπορέσω να συντονιστώ με όλα τα καλά λόγια που διάβαζα για τα «Μαγνητικά Πεδία», πήγα στο σινεμά εντελώς αρνητικά προκατειλημμένος από το τρέιλερ. Όλα σχεδόν στο τρέιλερ με τσίτωναν αρνητικά. Δεν μπορώ άλλες ιστορίες ανθρώπων που είναι προσχήματα για αισθητικές αναζητήσεις. Δεν μπορώ άλλους ανθρώπους που είτε δεν είναι ανθρώπινοι άνθρωποι, είτε, ακόμα και να είναι, δεν θα καταδεχτούν ποτέ να βάλουν τα όποια θέματά τους πάνω από την αισθητικίλα του εγχειρήματος, παραμένοντας πεισματικά κλεισμένοι στη φάση τους. Και ειδικά στο ελληνικό σινεμά. Έχει αρκετό χάσιμο η ζωή, ώστε να μεταφέρεται έτσι αυτούσιο στο σινεμά. Στο σινεμά και γενικά στις τέχνες προτιμώ την προσπάθεια για φυγή από το χάσιμο και για αναζήτηση κάποιου νοήματος και κάποιας συγκίνησης.
Τα «Μαγνητικά Πεδία» λοιπόν δεν γλιτώνουν απλά απ’ τη συγκεκριμένη παγίδα, αλλά αντίθετα είναι μια ταινία που όσα λέγονται, δείχνονται, υπονοούνται και από τον ένα ήρωα και από την άλλη ηρωίδα, αρκούν και περισσεύουν για να στήσουν χαρακτήρες, για να αιτιολογήσουν συμπεριφορές, για να ξέρουμε με ποιους ανθρώπους έχουμε να κάνουμε. Δεν είναι προσχήματα η Έλενα κι ο Αντώνης για να γυρίσει την πρώτη του ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους ο Γιώργος Γούσης με απειροελάχιστο μπάτζετ και να πούμε ω, τι ταλέντο και προοπτικές που έχει, ω, μπόρεσε κι έκανε σινεμά με ψίχουλα. Ευτυχώς η Έλενα και ο Αντώνης υπάρχουν. Και ευτυχώς τα τρέιλερ δεν προλαβαίνουν να μεταδώσουν πάντα την αλήθεια μιας ταινίας, ευτυχώς μερικές αλήθειες μπορούν να χωρέσουν, να αναπτυχθούν και να αναπνεύσουν μόνο μέσα στις ίδιες τις ταινίες.
Όλο αυτό το αυτοσχεδιαστικό που διάβασα σε συνεντεύξεις του σκηνοθέτη, όλο αυτό το πάμε να γυρίσουμε στην Κεφαλονιά έχοντας ένα γενικό πλαίσιο πλοκής και θα τους βρούμε στην πορεία τους διαλόγους, θα μπορούσε να είναι η ιδανική συνταγή για την απόλυτη δηθενιά. Κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει όμως. Και είναι σχεδόν σοκαριστικό το πόσο φυσικοί ακούγονται τελικά όλοι οι διάλογοι. Είναι δηλαδή σοκαριστικό αν όντως ισχύει (και δεν έχω κανένα λόγο να αμφιβάλλω ότι ισχύει) πως φτιάχνονταν περίπου εκείνη την ώρα, καθώς ο Γούσης συνυπογράφει το σενάριο με τους δυο πρωταγωνιστές του, τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο και την Έλενα Τοπαλίδου. Δεν εννοώ ότι ήταν επιφοιτήσεις ή ό,τι δεν ήξεραν περίπου για τι θα μιλήσουν και τι θα πουν σε κάθε σκηνή, αλλά μιλάω για τη διαφορά ανάμεσα σε διαλόγους γραμμένους σε σενάριο και διαλόγους ημισχηματισμένους στο κεφάλι του καθενός.
Στη δεύτερη περίπτωση, δεν έχεις μάθει πια τα λόγια που λες, έχεις μια γενική ιδέα για το τι θα πεις και μετά αρχίζεις και μιλάς όπως σου βγαίνει. Και σου βγαίνει κάτι που ακούγεται ρέον και αυθεντικό, μέσα στην θραυσματικότητα του, στις προτάσεις που μένουν ημιτελείς ή μοιάζουν ασύντακτες. Αν κάθε σενάριο είναι γραπτός λόγος που προσπαθεί να αποτυπώσει με αυθεντικότητα έναν προφορικό, ο απευθείας προφορικός λόγος ακούγεται ως όντως προφορικός, ως προφορικός που δεν χρειάστηκε να κάνει όλη τη διαδρομή απ’ το κεφάλι του σεναριογράφου στο χαρτί κι απ’ το χαρτί στο στόμα των ηθοποιών, δεν χρειάστηκε να κάνει όλη τη διαδρομή απ’ τον γραπτό λόγο που θέλει να μοιάζει με προφορικό στον όντως προφορικό.
Σε μια στιγμή των «Μαγνητικών Πεδίων» θα ακουστούν ειρωνικά και φευγαλέα από μια τηλεόραση οι αρχικοί στίχοι του τραγουδιού της εκπομπής “Happy Traveler”: «Πού είσαι; Πού είσαι;». Η Έλενα και ο Αντώνης δεν έχουν έρθει στο νησί ως χάπι τράβελερς. Πού είναι λοιπόν; Τι τους έφερε εδώ; Θα μπορούσε να πει κανείς δύο θείες. Η θεία ως χρέος κοινωνικό για τον ένα, η θεία ως τρόμος εικόνας για την άλλη. Η θεία ίσως ως συνέχεια μια πορείας ζωής για τον ένα, η θεία σίγουρα ως συναγερμός για μια πορεία ζωής για την άλλη. Τον Αντώνη τον φέρνει εδώ μια θεία κυριολεκτική αλλά νεκρή, την Έλενα μια θεία μεταφορική που απειλεί να καταλάβει με την παρουσία της τη ζωή της. Ας τα πάρουμε ένα – ένα όμως.
Ο Αντώνης ήρθε στο νησί με σκοπό να βάλει τα κόκαλα της θείας του στο οστεοφυλάκιο του χωριού καταγωγής της. Τα κουβαλά μαζί του σε ένα μεταλλικό δοχείο. Όχι, δεν ήταν ένας πολύ κοντινός του άνθρωπος, για την ακρίβεια μια ελάχιστη ανάμνηση έχει κρατήσει από εκείνη, οπότε είναι εδώ γιατί κάνει αυτό που πρέπει. Κάνει αυτό που του είπαν, κάνει το σωστό. Δεν ξέρετε τέτοιους ανθρώπους; Που κάνουν το σωστό; Που η απουσία προσωπικής ζωής τους, σε συνδυασμό με μια αίσθηση γενικότερου καθήκοντος, τους κάνει να αφιερώνονται σε μεγαλύτερους (ανθρώπους ή σκοπούς); Ο Αντώνης σίγουρα θα γηροκομήσει τη μαμά του με την οποία μιλάει στο τηλέφωνο. Κι αν τυχόν ζει κι ο μπαμπάς του, κι αυτόν. Και ίσως και αν ζει και κάποια πιο κοντινή του θεία, κι εκείνη. Για όσο χρειαστεί, ανεξαρτήτως προσωπικού κόστους.
Ο Αντώνης είναι ευγενικός, είναι χαμηλών τόνων, είναι ένας άνθρωπος που δυσκολεύεσαι να τον φανταστείς να έχει πατήσει ποτέ επί κανενός πτώματος ή να είναι τοξικός στις σχέσεις του. Ο Αντώνης επίσης δεν θέλει με τίποτα να ξαναπονέσει ερωτικά. Του συνέβη κάποτε – αρκεί. Ο Αντώνης φοβάται τον πόνο. Αλλά δεν κλείνεται στον εαυτό του με έναν τρόπο γεμάτο ματαίωση και χολή, είναι οκ με το σύμπαν και τον εαυτό του και είναι με τον τρόπο του αν όχι καλά, πάντως όχι κακά. Ο Αντώνης δουλεύει σε μια εταιρία. Δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς κάνει, αλλά το πιθανότερο είναι ότι δεν θα πέφταμε έξω αν υποθέταμε ότι δεν κάνει και κάτι εντελώς σημαντικό με τα κριτήρια της κοινωνίας. Ο Αντώνης δεν μοιάζει περίπλοκος. Ο Αντώνης μοιάζει εντάξει, αλλά δεν μοιάζει βαθύς.
Η Έλενα μοιάζει όμως. Άραγε θα του έδινε σημασία αν τον συναντούσε στην Αθήνα ή θα τον σνόμπαρε; Άραγε αυτή η τόση ανοικτότητα που δείχνει τώρα πάει πακέτο με τη φυγή της; Δεν το ξέρω. Ξέρω και ξέρουμε όμως τον λόγο για τον οποίο απομακρύνθηκε τρέχοντας από τις υποχρεώσεις της, τη ρουτίνα της, την καθημερινότητά της. Πανικοβλήθηκε. Περπατούσε στην πόλη, είδε αφηρημένη σε μια βιτρίνα την αντανάκλαση της εικόνας της και δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει αυτό που έβλεπε. Στη θέση της είδε μια «θεία». Και τρόμαξε. Και δεν ήξερε πώς να χωρέσει σε αυτήν την εικόνα. Δεν ήξερε ποια είναι αυτή η άγνωστη.
Είναι ζήτημα ηλικιακό; Είναι ζήτημα βαλτώματος; Και ναι αλλά και όχι. Το θέμα δεν είναι ούτε απλά ότι μεγαλώνει, ούτε ειδικά ότι κάτι δεν πάει καλά στη ζωή της. Το σοκ που κουβαλάει φεύγοντας πανικόβλητη απ΄την πόλη και καταλήγοντας στην τύχη στο νησί δεν έχει απαραίτητα να κάνει με ιδιαιτερότητες της δικής της ζωής. Κουβαλάει μαζί της μια απελπισία και μια ανάγκη για αναθεώρηση και ξανακοίταγμα του εαυτού της και της ζωής της, τα οποία είναι δείγματα ψυχικής και υπαρξιακής υγείας. Δεν έχει φύγει για να μη γυρίσει ποτέ. Δεν έχει φύγει για να ρίξει μαύρη πέτρα. Αλλά δεν προκύπτει κι από κάπου ότι έχει φύγει για τόσο όσο και εκ του ασφαλούς. Η αντίδρασή της είναι ενστικτώδης και όχι προμελετημένη. Η Έλενα παίρνει μια απόσταση από τον εαυτό της και τη ζωή της και θέλει να δει τι διάολο συνέβη. Ποια ήταν η θεία που είδε στη θέση της; Εκείνη πότε έφυγε; Πού πήγε; Θα γυρίσει ή η θεία ήρθε για να εγκατασταθεί;
Η Έλενα είναι μπαλαρίνα. Λέει ότι δεν αντέχει άλλο τον χορό, της είναι αφόρητος. Λέει αλήθεια; Πιθανότατα μόνο την αλήθεια της συγκεκριμένης στιγμής, την κούραση που σωρεύτηκε με τα χρόνια, όχι ένα αναδρομικό γαμώτο για τον δρόμο που πήρε. Και στα προσωπικά, τον γιο της τον αγαπάει πολύ, τον άντρα της τον είχε ερωτευτεί λέει παράφορα. Η Έλενα δεν ξέρει τι θέλει να κάνει αυτή τη στιγμή, το μόνο που θέλει να κάνει τώρα και που της αρέσει να κάνει είναι να τραγουδάει τραγούδια. Παίρνει τον άντρα της τηλέφωνο να του τραγουδήσει. Ο άντρας της δεν μπορεί να την ακούσει, ή δεν θέλει να την ακούσει, ή απλά δεν έχει χρόνο να την ακούσει, ή ίσως δεν έχει διάθεση να την ακούσει. Είναι κάτι προσωρινό; Είναι κάτι μόνιμο; Δεν την ακούει πια; Ακόμα και να μην είναι προσωρινό, δεν είναι πάντως αυτό το κύριο πρόβλημά της.
Ξανά: δεν φεύγει γιατί έχει προβλήματα σπίτι της, δεν φεύγει γιατί δεν αντέχει τη δουλειά της, φεύγει γιατί είδε αντί για εκείνην ξαφνικά μια θεία. Που δεν την ξέρει. Που την τρομάζει. Που ακόμα κι αν είναι ο καιρός της να γίνει, τόσο ηλικιακά όσο και από πλευρά διάθεσης, θα πρέπει πρώτα να συμφιλιωθεί μαζί της και να συζητήσουν τους όρους της τυχόν συνύπαρξής τους. Έτσι, ώστε όποια κι αν είναι η εξωτερική της εμφάνιση κι όποια κι αν είναι η εσωτερική της διάθεση, εκείνη να βρει τρόπο να είναι καλά. Γιατί πρέπει από καιρό σε καιρό να επανεξετάζουμε τόσο την εικόνα που περνάμε προς τα έξω, όσο και την εικόνα που έχουμε μέσα μας για μας. Γιατί όταν παραιτηθούμε από τις δύο αυτές εικόνες, το παιχνίδι πια χάθηκε. Αν ο Αντώνης φοβάται τον πόνο, η Έλενα φοβάται το να μη νιώθει.
Γυρισμένη με ελάχιστα χρήματα, η ταινία του Γιώργου Γούση παίρνει απρόσμενα σημεία του νησιού και τα εκμεταλλεύεται στο έπακρο για να φτιάξει τις εικόνες του. Μια γκρεμισμένη γέφυρα κι ένας δρόμος που σταματάει στα μισά του, ο Αντώνης και η Έλενα κάτω από ανεμογεννήτριες, ο Αντώνης και η Έλενα κάτω από τεράστια ραντάρ λες και αλλάξαμε σκηνικό ταινίας και θα κατεβούν από το πουθενά εξωγήινοι ή θα έρθει να τους χαιρετήσει η Τζόντι Φόστερ απ’ το “Contact”, ο Αντώνης και η Έλενα να συζητάνε στο αυτοκίνητο κι εμείς μόνο να τους ακούμε, με τον διάλογο να εξελίσσεται και το αυτοκίνητο να το βλέπουμε τραβηγμένο από ύψος να διασχίζει το νησί, σαν να συζητάνε το αυτοκίνητο με το νησί, φάροι το σούρουπο, γκρεμοί το απόγευμα, αλλά δεν είναι μόνο οι εξωτερικοί χώροι που αξιοποιεί ευρηματικά ο Γούσης, είναι σε μικρότερο βαθμό και οι εσωτερικοί, ο Αντώνης και η Έλενα μέσα σε καθρέφτες, η Έλενα μπροστά σε έναν τρίπτυχο καθρέφτη να αντικρίζει τα είδωλά της.
«Άσπρα βότσαλα στον ήλιο και στη θάλασσα» και “You’d better stop ” και «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» η Έλενα τραγουδάει, κι όταν δεν τραγουδάει η ίδια έρχεται το πάρα πολύ γλυκό και εντελώς λειτουργικό κινηματογραφικά μουσικό θέμα και πέφτει πάνω στις εικόνες σαν χάδι, το μοντάζ δένει την ταινία εξαιρετικά στα μόλις 78 λεπτά της διάρκειάς της, τώρα για τον τύπο της κάμερας με τον οποίο γυρίστηκαν τα «Μαγνητικά Πεδία» ούτε ξέρω να μιλήσω, ούτε ενδιαφέρθηκα ποτέ να μάθω για φακούς, μπορεί να μην ξέρω να μιλάω στα αλήθεια για την ουσία του σινεμά, μπορεί να αντιμετωπίζω τις ταινίες τόσα χρόνια με εντελώς λάθος τρόπο, ωσάν να μην αφηγούνται μια ιστορία ακριβώς με τους φακούς και τα κάδρα και τις αναλογίες κι όλα αυτά τα τεχνικά της εικόνας, μπορεί να ασχολούμαι με εντελώς λάθος τρόπο με τη συγκεκριμένη μορφή αφήγησης μπερδεύοντάς την με άλλες, αλλά δεν πειράζει ίσως, ό,τι καταλαβαίνει και ό,τι νιώθει ο καθένας ίσως, με απασχολούσαν πάντα πολύ περισσότερο οι ιστορίες των ανθρώπων στις ταινίες, παρά οι φακοί μέσα από τους οποίους περνούσαν οι συγκεκριμένες ιστορίες.
Επίλογος. Όταν μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα ανάβουν οθόνες κινητών, δεν είναι μόνο ό,τι πιο εκνευριστικό και μαζί αποπροσανατολιστικό για το μάτι των υπόλοιπων θεατών, αλλά ταυτόχρονα το φως που εκπέμπουν αντιτίθεται ευθέως στο φως της μεγάλης οθόνης, το φως που εκπέμπουν ανοίγει έναν κόσμο διαφορετικό από τον κόσμο της μεγάλης οθόνης, ο οποίος είναι σαν να υπάρχει πλέον αν όχι ερήμην τους, πάντως σίγουρα χωρίς να έχει κερδίσει την πλήρη προσοχή τους. Όταν όμως στη μεγάλη οθόνη οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι μανιώδεις καπνιστές και ανάβουν συνέχεια τσιγάρα, και στην αίθουσα του θερινού σινεμά που παρακολουθώ τα «Μαγνητικά Πεδία» το σκοτάδι φωτίζεται από μικρές κάφτρες τσιγάρων θεατών οι οποίοι τα ανάβουν σχεδόν ταυτόχρονα με τους πρωταγωνιστές, τότε έχουμε να κάνουμε με ένα εντελώς άλλης τάξης φως, έχουμε να κάνουμε με έναν και μόνο κόσμο και μια και μόνη ιστορία, τον κόσμο και την ιστορία της μεγάλης οθόνης, τον οποίο οι θεατές παρακολουθούν αφοσιωμένα, σαν να λένε ότι αυτός ο κόσμος και αυτή η ιστορία μας αφορούν πολύ κι εμάς.
Κείμενο: Old Boy
Για το elculture.gr