Να αντιμετωπίσουν πιο «ολιστικά» τη ζωή τους, πέρα από τα λεφτά, (προ)κάλεσε τους νέους και τις νέες ο πρωθυπουργός, σε μια δήλωση πολύ μακριά από την πραγματικότητα.
Της Δανάης Κολτσίδα
Η απουσία των αναγκαίων πόρων για την αυτόνομη ενήλικη διαβίωση είναι με διαφορά το κύριο πρόβλημα των νέων στην Ελλάδα. Αντικειμενικά, η υψηλή ανεργία, που παραμένει πέριξ του 30% και μας φέρνει κάθε μήνα σε μία από τις δύο πρώτες θέσεις στην Ε.Ε. (Eurostat), το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο των μισθών, η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και η επισφάλεια –που πλήττει κατεξοχήν τη νεότερη γενιά– θέτουν το πλαίσιο.
Και υποκειμενικά, όμως, με όποιον τρόπο και αν έχει τεθεί το ερώτημα, οι νέοι και οι νέες ζητούν το ίδιο: καλύτερους όρους ζωής έξω από το παιδικό τους δωμάτιο. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την Prorata (Απρίλιος 2022), το 41% των νέων 17-34 ετών ζουν με τους γονείς τους και το 72% λαμβάνει σταθερά ή περιστασιακά οικονομική βοήθεια. Το φαινόμενο αφορά και όσους/όσες εργάζονται (32% και 60% αντίστοιχα), στοιχείο ενδεικτικό της κατάστασης. Εύλογα λοιπόν η υπ’ αριθμόν ένα ανησυχία των νέων για το μέλλον είναι οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας (63%), ενώ ως βασική προτεραιότητα στις πολιτικές για τη νεολαία καταγράφεται η αύξηση του κατώτατου μισθού (42%).
Εξάλλου, το «μεσογειακό μοντέλο» κοινωνικής οργάνωσης, που επικαλέστηκε εμμέσως ο πρωθυπουργός αναφερόμενος στη στήριξη από την οικογένεια, δέχεται μεγάλες πιέσεις. Φαινόμενα όπως η αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση στα αστικά κέντρα προς αναζήτηση εργασίας και τα πολύ χαμηλά επίπεδα των συντάξεων (η μέση σύνταξη γήρατος προ φόρων τον Μάρτιο του 2022 ανήλθε, σύμφωνα με την έκθεση «Ηλιος», σε 910 ευρώ) καθιστούν την –έμπρακτη ή οικονομική– βοήθεια από την οικογένεια όλο και δυσχερέστερη. Την ίδια στιγμή, όχι μόνο δεν υπάρχει ένα σύγχρονο ισχυρό κοινωνικό κράτος να πάρει τη θέση της, αλλά και το υφιστάμενο πλέγμα κοινωνικής προστασίας απαξιώνεται, διαλύεται ή ιδιωτικοποιείται.
Ακόμα και αν κανείς προσπαθήσει να δει τη συνολική εικόνα, ακολουθώντας την προτροπή του πρωθυπουργού, και πάλι τα στοιχεία είναι εκκωφαντικά. Στην προαναφερθείσα έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, μέσα σε δύο χρόνια καταγράφηκε ραγδαία μείωση (10 μονάδων) των νέων που δήλωσαν ικανοποιημένοι/ες από τη ζωή τους, ενώ τα συναισθήματα που τους προκαλεί η οικονομική και πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι κατά συντριπτική πλειονότητα (84%) αρνητικά, με έναν στους τρεις μάλιστα να δηλώνει ότι αισθάνεται απελπισία. Και αυτό, πράγματι, δεν σχετίζεται (μόνο) με την οικονομική και εργασιακή τους κατάσταση.
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα άδικη για τους πολίτες της», δήλωσαν τον περασμένο Φεβρουάριο τρεις στους τέσσερις στην έρευνα του Ινστιτούτου Eteron και της About People – ποσοστό συγκριτικά μεγαλύτερο στις νεότερες και ενδιάμεσες ηλικίες. Αντίστοιχα, στην περιοδική έρευνα του διαΝΕΟσις και της Marc, τον Απρίλιο του 2022, πρώτη φορά από το 2015 η πλειονότητα απάντησε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα από τα παρακάτω στοιχεία: προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ελευθερίες που χαρακτηρίζουν μια δημοκρατία, ασφάλεια, ισότητα έναντι του νόμου, αξιοκρατία.
Στην Ελλάδα του 2022 σχεδόν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την ποιότητα ζωής –από τα πιο χειροπιαστά και υλικά μέχρι τα πλέον συναισθηματικά και ηθικά– είναι άγνωστα για τους νέους. Και, ναι μεν, οι πάνω από 2.500 ώρες ηλιοφάνειας κατ’ έτος είναι τύχη για τους κατοίκους της χώρας αυτής, αλλά στις παραπάνω συνθήκες ένας πρωθυπουργός θα έπρεπε να μιλάει για κάτι περισσότερο από τον καιρό.
Βέβαια, η κυβέρνηση έχει μιλήσει με τα έργα της. Από τους φραγμούς στην εκπαίδευση και την πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων μέχρι την καταστολή και την προκλητική ευνοιοκρατία, έχει «συμβάλει» τα μέγιστα στην εξαφάνιση κάθε αξιοπρέπειας, ασφάλειας και προοπτικής για τη νέα γενιά. Γι’ αυτό και στις δηλώσεις του ο πρωθυπουργός θα περιορίζεται στην καλύτερη περίπτωση σε αυτοσχέδια μαθήματα «θετικής ψυχολογίας», όπως το προχθεσινό, στη χειρότερη σε μεγάλες δόσεις ενοχοποίησης και «ατομικής ευθύνης» όσων δεν τα καταφέρνουν. Μόνο που δεν υπολόγισε ότι η γενιά αυτή είναι περισσότερο ανοιχτή από ποτέ στον «έξω κόσμο», με άμεση πρόσβαση σε αδιαμεσολάβητη από τα κυρίαρχα ΜΜΕ ενημέρωση και με την εμπειρία της διαρκούς κρίσης. Γι’ αυτό καταλαβαίνει και αντιδρά. Με τους δικούς της όρους, συλλογικά.
* Διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Πρώτη δημοσίευση στην Εφ.Συν.