Στην Δύση, αυτές τις ημέρες έχει αρχίσει μια συζήτηση, γύρω από το ζήτημα του τερματισμού του πολέμου, στην Ουκρανία, η οποία συζήτηση γίνεται, χωρίς την συμμετοχή της, κυρίως, ενδιαφερόμενης πλευράς, η οποία κατοικοεδρεύει, στο Κρεμλίνο και δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται, για την λήξη του διεξαγόμενου πολέμου, πολύ περισσότερο, τώρα, που το ρωσικό εκστρατευτικό σώμα, αργά, αλλά και επιταχυνόμενα, προχωρεί, σε σημαντικές νίκες, επί του ουκρανικού στρατού, στο Ντονπάς, το οποίο πρόκειται, σε ένα κάποιο – όχι μακρύ – χρονικό διάστημα, να εκκαθαριστεί και να καταληφθεί, πλήρως.
Αυτή η προοπτική έχει οδηγήσει ένα κομμάτι των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ελίτ και κυρίως, των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να προτρέπουν την κυβέρνηση Ζελένσκι να προβεί σε κάποιες εδαφικές κι άλλες παραχωρήσεις, στην Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, προκειμένου να επιτευχθεί ένα είδος ειρήνευσης, με την δικαιολογία ότι η παράταση του πολέμου θα οδηγήσει την Ουκρανία, σε αδιέξοδο και σε αύξηση των απαιτήσεων της Μόσχας, κάτι το οποίο υποτίθεται ότι μπορεί να αποφευχθεί την παρούσα στιγμή, που, επίσης, υποτίθεται ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι στριμωγμένος, στον τοίχο, γεγονός, το οποίο τον καθιστά επικίνδυνο, ως προς τις αντιδράσεις του.
Έτσι, οι ελίτ αυτές και κυρίως, η ιταλική, η γαλλική, αλλά και η γερμανική κυβέρνηση, που αντιμετωπίζουν εκλογές, και κοινωνικές δυσχέρειες, θεωρούν και προτείνουν ότι θα χρειαστεί ένα επίπεδο μιας πραγματιστικής συνεργασίας με την Ρωσία, και για τον σκοπό αυτό, η λήξη του πολέμου, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μέσα από μια κατάπαυση του πυρός είναι προτιμότερη, από έναν συνεχιζόμενο πόλεμο, με αόριστο χρόνο λήξης και από ένα νέο είδος ψυχρού πολέμου, ή μια παγωμένη σύγκρουση, που θα οδηγήσουν, σε ένα εχθρικό αδιέξοδο.
Έτσι, τόσο, στην Ουκρανία, σου και στο ΝΑΤΟ, υποτίθεται ότι πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική σύνεση, που θα βοηθήσει στην κεφαλαιοποίηση των όποιων επιτυχιών του ουκρανικού στρατού, οι οποίες επιτυχίες υποτίθεται ότι έχουν περιορίσει τους αρχικούς στόχους της Μόσχας, αλλά, προς το παρόν, η Ουάσινγκτων, το Λονδίνο και οι σύμμαχοί τους, δεν έχουν αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία, με αποτέλεσμα να προκαλούν, ακόμη, περισσότερες μάχες και να διατρέχουν τον κίνδυνο να υποστούν τις συνέπειες από αυτήν την εξέλιξη, οι οποίες, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι οδυνηρές, για την Ουκρανία και θα την οδηγήσουν, τελικά στην πλήρη υποταγή και στην εκπλήρωση των ρωσικών απαιτήσεων, έτσι όπως υποτίθεται ότι αυτές εκφράστηκαν, στην αρχή του πολέμου τον Φεβρουάριο – Μάρτιο του 2022.
Ως εκ τούτου, η Ουάσινγκτων και το ΝΑΤΟ, θεωρεί αυτή η σχολή σκέψης ότι πρέπει να πιέσουν τον Βολοντιμίρ Ζελένσκι και την λοιπή ηγεσία του Κιέβου να περιορίσουν τους όποιους στρατηγικούς στόχους έχουν – αν έχουν – και οι οποίοι, προφανώς, συνοψίζονται, στην ανεδαφική λύση της πλήρους απόκρουση της ρωσικής εισβολής.
Η Ουάσινγκτων, μέχρι στιγμής, όπως και το Λονδίνο ανήκουν στους επικριτές αυτής της άποψης και υποστηρίζουν ότι οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα, εκτός από την πλήρη ήττα της Ρωσίας, στην Ουκρανία, θα ενθαρρύνει τον Βλαντιμίρ Πούτιν και θα του επιτρέψει να θεωρήσει ότι νίκησε, με την διατήρηση έστω και ένα μικρό ενός μικρού τμήματος των ουκρανικών εδαφών και φυσικά θα ότι θα ενθάρρυνε την επόμενη σύγκρουση με άλλους εδαφικού στόχους, ενώ η Κίνα θα θεωρούσε ότι οποιαδήποτε νίκη του Πούτιν, στην Ουκρανία, θα της ανοίξει τον δρόμο, για μια ανάλογη κινέζικη εισβολή, στην Ταϊβάν.
Από τη δική του την πλευρά, το Κρεμλίνο δεν φαίνεται να το απασχολούν αυτού του είδους οι προβληματισμοί, αφού δεν έχεις σκοπό να τερματίσει τον πόλεμο, στην Ουκρανία, χωρίς να επιτύχει τους αντικειμενικούς σκοπούς του, οι οποίοι, προφανώς, δεν πρέπει να περιορίζονται, στο Ντονπάς και στην νότια Ουκρανία.
Εννοείται ότι ο βασικός τακτικός στρατιωτικός στόχος της Μόσχας είναι η κατάληψη όλης της περιοχής του Ντονπάς και της νότιας Ουκρανίας, μέχρι την Οδησσό και τα σύνορα, με την Υπερδνειστερία, αλλά, η, προφανώς και υποκινούμενη εμμονή της ηγεσίας του Κιέβου να επιμένει να συνεχίσει τον πόλεμο και μετά την απώλεια αυτών των περιοχών, οδηγεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την ρωσική στρατιωτική ηγεσία, στο ουσιαστικό πρόβλημα, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει και το οποίο είναι ζήτημα των στρατηγικών στόχων, που έχει και αφορά το μικρό μέγεθος και την ανεπάρκεια του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος να αντεπεξέλθει, στην διεξαγωγή ενός τέτοιου μεγάλου όγκου και μεγέθους στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Έτσι, η ηγεσία του Κρεμλίνου αντιμετωπίζει πρόβλημα στρατηγικών στόχων, στον πόλεμο της Ουκρανίας, αφού, για να μπορέσει να νικήσει τον υπέρτερο, σε αριθμούς, ουκρανικό στρατό, θα πρέπει να επαναφέρει τους αρχικούς του στόχους και να καταλάβει εκτεταμένα ή όλα τα ουκρανικά εδάφη, προκειμένου να μπορέσει να προχωρήσει, στην λεγόμενη αποστρατιωτικοποίηση της χώρας αυτής.
Αλλά, αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να επιτευχθούν, με το τωρινό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο, για να μπορέσει να επιτύχει αυτούς τους στρατηγικούς σκοπούς και στόχους, πρέπει να ενισχυθεί, σε ικανοποιητικό, έως μεγάλο βαθμό.
Και αυτό είναι, ή, τουλάχιστον, πρέπει να είναι γνωστό, στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Μόσχας.
Αυτό σημαίνει ότι, σε κάποια στιγμή του πολέμου και εφόσον η ουκρανική ηγεσία εξακολουθεί να επιμένει στην διεξαγωγή των μαχών, η αναγκαστική διεύρυνση του πεδίου των μαχών, στα υπόλοιπα ουκρανικά εδάφη, με εξαίρεση, ίσως, το κομμάτι της δυτικής Ουκρανίας, θα πρέπει να οδηγήσει την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία του Κρεμλίνου, στην αποφασιστική ενίσχυση των στρατιωτικών του δυνάμεων, στην Ουκρανία, προκειμένου να καταλάβει, όσο το δυνατόν, περισσότερα εδάφη και να φθάσει, ίσως, μέχρι το Κίεβο, το οποίο, εκ των πραγμάτων, εάν επιχειρήσει να προχωρήσει, στην κατάληψη του, θα χρειαστεί, οπωσδήποτε, μεγάλος αριθμός στρατιωτών και θα αναγκαστεί να προβεί, σε κάποιου είδους γενική επιστράτευση.
Οι Δυτικοί ελπίζουν, όπως και η ουκρανική ηγεσία, ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν πρόκειται να προχωρήσει, σε αυτά τα μέτρα και γι’ αυτό επιμένουν, στον διαρκή πόλεμο φθοράς του μικρού ρωσικού εκστρατευτικού σώματος, στην Ουκρανία, με την παράταση του πολέμου και την παράδοση μεγάλων ποσοτήτων οπλικών συστημάτων, στον ουκρανικό στρατό, ο οποίος, όμως, αν και υπέρτερος, σε αριθμούς, από τον ρωσικό στρατό, δεν έχει επιτύχει τον απαιτούμενο βαθμό επιστράτευσης, προκειμένου, μέχρι στιγμής, να αντιμετωπίσει τους εισβολείς.
Το ερώτημα είναι εάν οι Δυτικοί και ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι υπολογίζουν, βάσιμα, σε μια πιθανότητα κατάρρευσης – που, αν γίνει, θα γίνει ξαφνικά – του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος και στην γοργή ανακατάληψη των απωλεσθέντων, μέχρι εκείνη την στιγμή, ουκρανικών εδαφών.
Το σενάριο αυτό φαίνεται απίθανο, διότι είναι προφανές ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, που έχει, στην διάθεσή του – και φυσικά έχει πολλά μέσα -, για να επιτύχει τους αντικειμενικούς του στόχους., αλλά όσο δεν προχωρεί, στην στρατιωτική ενίσχυση του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος, στην Ουκρανία, η αλήθεια είναι ότι η παράταση του πολέμου και των μαχών είναι πιθανό, σε ένα βάθος χρόνου, να οδηγήσει το ρωσικό εκστρατευτικό σώμα, στην ήττα, όπως συνέβη 100 χρόνια πριν, δηλαδή το 1922, με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, στην Μικρά Ασία και την κατάρρευση του μετώπου, όταν αυτό το σώμα υπερεπεκτάθηκε και αποδυναμώθηκε, όσον αφορά τον αριθμό των εδαφών, που είχε καταλάβει, με αποτέλεσμα, στο τέλος της διαδικασίας, να βρεθεί αντιμέτωπο, με την καταστροφή.
Αλλά αυτός ο κίνδυνος, στον παρόντα ρωσοουκρανικό πόλεμο είναι μακρινός και δεν φαίνεται πιθανός, διότι η ρωσική στρατιωτική ηγεσία έχει την δυνατότητα να ενισχύσει, αποφασιστικά, το ρωσικό εκστρατευτικό σώμα και να επιτύχει τους στόχους της, επί του εδάφους, γεγονός το οποίο καθιστά την ουκρανική αντίσταση αιματηρή, αντιπαραγωγική και ουσιαστικά, μάταιη.
Ως εκ τούτου, λογικό είναι κάποια στιγμή ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι και η λοιπή πολιτικοστρατιωτική ηγεσία του Κιέβου να οδηγηθούν, στο να παρακαλούν, για την ειρήνευση. Αλλά αυτό θα ισοδυναμεί, με μια ντροπιαστική συνθηκολόγηση και την ουσιαστική παράδοση, στις ρωσικές απαιτήσεις, με τους όρους, που η Μόσχα επιθυμεί.
Αυτό, μάλλον, θα αργήσουμε να το δούμε, αλλά, λογικά, είναι κάτι, που πρέπει να το αναμένουμε.
Και κάποια στιγμή θα το δούμε.
Αναδημοσίευση από : tassosanastassopoulos.blogspot.com.