Οι συμβολισμοί της εκλογής της Ράνιας Σβίγκου ως νέας γραμματέως του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και οι εσωτερικές αντιδράσεις για την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα “απορρόφησαν” μία αποστροφή της ομιλίας του προέδρου του κόμματος, η οποία σηματοδοτεί πιθανώς μία στροφή ως προς τον εκλογικό στόχο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε ότι η νίκη πρέπει να είναι «τόσο καθαρή ώστε να μην αφήνει κανενός είδους περιθώρια για αμφισβητήσεις, υπονομεύσεις και παρασκήνιο, ως προς τη λαϊκή βούληση για τη πολιτική αλλαγή και τη προοδευτική διακυβέρνηση». Υπογράμμισε ότι μια προοδευτική κυβέρνηση θα ανοίξει ορίζοντες προόδου, με στόχο την αξιοπρέπεια της εργασίας, την προοπτική των νέων, τη στήριξη της μεσαίας τάξης που στραγγαλίζεται «από τις κρατικοδίαιτες προνομιούχες ελίτ».
Μία ανάγνωση πίσω από τις γραμμές δημιουργεί εύλογα την αίσθηση πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αντιλαμβάνεται πως ο στόχος περί προοδευτικής διακυβέρνησης δεν μπορεί να υπονομεύει το μείζον διακύβευμα που δεν είναι άλλο από την “καθαρή νίκη”. Όχι, την “νίκη έστω και με μία ψήφο”, όπως έλεγε μέχρι πρότινος ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά μία νίκη που “να μην αφήνει κανενός είδους περιθώρια για αμφισβητήσεις, υπονομεύσεις και παρασκήνιο”.
Σε αυτή τη φράση μπορεί να υποθέσει κανείς πως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ περιλαμβάνει κάποιες “υποθέσεις εργασίας” που μπορεί να συμβούν στο διάστημα από την βραδιά της πρώτης αναμέτρησης με απλή αναλογική μέχρι και την επόμενη μέρα της δεύτερης αναμέτρησης με το νέο εκλογικό νόμο της Ν.Δ.
Μία τέτοια υπόθεση αφορά την πιθανότητα ο Νίκος Ανδρουλάκης να εννοεί όσα λέει και να μην δεχθεί να συνεργαστεί σε οιαδήποτε κυβερνητική σύμπραξη και απλώς νε περιμένει τον χρόνο του. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην πρώτη κάλπη θα συρρικνωθεί σημαντικά στην δεύτερη υπό το βάρος της σκληρής σύγκρουσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.
Μία άλλη υπόθεση θα ήταν να δράσουν εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες για κυβερνητικά σχήματα έκτακτης ανάγκης. Οι συνθήκες στην οικονομία και στα εθνικά θέματα (ελληνοτουρκικά) ίσως ευνοήσουν κάποιους σεναριογράφους που θα επιχειρήσουν να ωθήσουν τα πράγματα σε “ενδιάμεσες λύσεις”.
Τέτοιες λύσεις δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο να ενεργοποιηθούν εφόσον τα ελληνοτουρκικά φθάσουν σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο (ανάφλεξης) που θα κριθεί αναγκαία μία πορεία διαβουλεύσεων με υπαρκτό τον παράγοντα του συμβιβασμού. Ας μην ξεχνούμε πως μέσα στον επόμενο ένα χρόνο θα έχουμε εκλογές στην Ελλάδα, την Τουρκία, και την Κύπρο! Ο νοών νοείτο.
Μία τρίτη υπόθεση θα ήταν να εκδηλωθεί εσωτερική αντίδραση στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το 2022, ή το 2023, βεβαίως, δεν είναι 2015, ούτε η χώρα τελεί υπό την δαμόκλειο σπάθη του μνημονίου, όπως τότε, πάντοτε, όμως, μπορεί να υπάρξουν “πρόθυμοι”…
Το ζητούμενο της “καθαρής νίκης” θα είναι, ως φαίνεται, το αντίβαρο στο δίλημμα της αυτοδυναμίας που θέτει (μετά την ανάπαυλα της σύγχυσης που προκάλεσε η δήλωση περί συνεργασιών) ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Για τον τελευταίο η αυτοδυναμία είναι μονόδρομος, το γεγονός, δε, πως άρχισαν πάλι οι φραστικές επιθέσεις προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την τακτική ίσων αποστάσεων που τηρεί, επιβεβαιώνει πως μέχρι τις εκλογές ο ομφάλιος λώρος θα κοπεί εντελώς.
Ενώ ο πρωθυπουργός παίζει, ωστόσο, για ένα αποτέλεσμα (αυτοδυναμία), ο Αλέξης Τσίπρας παίζει και για τα τρία (1Χ2) με διαφορετικό τρόπο. Η νίκη φαίνεται δημοσκοπικά ένα ακραίο σενάριο, στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ελπίζουν,όμως, στο κοινωνικό κλίμα που είναι εν βρασμώ. Εάν την επιτύχει, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σημάνει για τον ίδιο και το κόμμα του. Μία ισοπαλία –ήτοι μία ήττα στην κάλπη της απλής αναλογικής με μικρή και σχετικά διαχειρίσιμη διαφορά– είναι ένα καλό αποτέλεσμα που θα του δώσει τη δυνατότητα να ποντάρει τα ρέστα του στην δεύτερη κάλπη χωρίς μεγάλο άγχος για την επόμενη μέρα.
Ακόμα και μία καθαρή ήττα για τον Αλέξη Τσίπρα θα τύχει ανάγνωσης σε συνδυασμό με την αυτοδυναμία που θα αποκτήσει η Ν.Δ. Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρεθεί για δεύτερη φορά στο Μέγαρο Μαξίμου με μία οριακή αυτοδυναμία 151-153 βουλευτών, είναι μάλλον δεδομένο πως θα εισέλθει σε μία πολιτικά ασταθή περίοδο, κατά την οποία θα πρέπει να διαχειριστεί μεγάλες πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες, ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων, και, κυρίως, από βουλευτές που θα κινούνται απαιτητικά και με σχεδιασμό “επόμενης ημέρας”.