Πολλά έχουν γραφτεί και πολλά περισσότερα θα μπορούσαν ακόμη να ειπωθούν για τον Δάκη που έφυγε από κοντά μας αυτυές τις ημέρες! Όμως τα έγραψε ΟΛΑ ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στην LIFO.
“Τώρα που μάλλον κλείνει ο κύκλος της αλητείας και μαζευόμαστε σιγά σιγά στο πατάρι του 8½ , εκεί που παρόπλιζε ο Φελίνι τα κορίτσια τα οποία δεν είχαν πια σάρκα ελαστική,
Τώρα που φτάσαμε σε αυτό εδώ το ακρογιάλι που είναι σαν πόστερ με ηλιοβασίλεμα στη ψησταριά του Μίντζελου,
κι αφού εδώ που φτάσαμε, τι νόημα έχει πια αν είμαστε κιτς ή διανοούμενοι,
ΕΔΩ ΛΟΙΠΟΝ,
κάθώς σπάει το κύμα κοντρ λιμιέρ και νοτίζει τη κάμερα που ιριδίζει όπως στα φιλμ ενηλικίωσης των σέβεντις με την υπόκωφη λαγνεία,
εδώ και τώρα,
ας τιμήσουμε ένα τραγουδιστή ήσυχο και γλυκό και ευγενικό – που δεν διεκδίκησε ποτέ τον έπαινο ούτε των σοφιστών ούτε του Δήμου,
δεν είπε ποτέ χοντράδες (αντιθέτως, όταν αρρώστησε και παραδέχθηκε δημόσια ότι έχει καρκίνο, μιλησε για το νόημα της ζωής με στωική γαλήνη που θα ταίριαζε σε φιλοσόφους),
ας τιμήσουμε τον Δάκη, που το πραγματικό του όνομα είναι Βρασίδας, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που στα δικά μου μάτια ήταν και παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια ένας μοναχικός ταξιδιώτης, ένας μοναχικός επισκέπτης στην Ελλάδα, δίχως στέγη, δίχως νόμο, ένας αστροναύτης όπως θα τον έλεγε ο Χατζιδάκις άν ζούσε κι είχε ακόμη όρεξη για διακειμενικότητες.
Δεν με ξερει, δεν τον ξέρω, μια φορά μόνο έκανα μια απρέπεια απέναντί του. Οταν είχα το symbol, που μέτραγε πολύ, πριν την έκρηξη του ίντερνετ, κάποιος μου πρότεινε να του κάνει ένα κομμάτι.
Ήταν στα κάτω του, κανείς δεν τον θυμόταν – μιλάμε για εκείνο το διάστημα αμνησίας και σιωπής που μεσολαβεί μέχρι οι παλιές αγαπες να γίνουν καλτ και να ξαναεπιστρέψουν με άλλο νόημα—
είπα λοιπον για να το αποφύγω
«Μόνο αν ντυθεί με κελεμπίες και φωτογραφηθεί στην Ακρόπολη!»
Και ο υπέροχος Δάκης, χωρίς εγωισμό, σαν απερχόμενος αυτοκράτορας σε ποίημα του Καβάφη, ντύθηκε με κελεμπία, φωτογραφήθηκε στην Ακρόπολη και ήταν η κελεμπία του κοντή και φαινόταν τα μαύρα του σεμπάγκο από κάτω.
Και ντράπηκα όταν μου φέραν τις φωτογραφίες.
Κι είπα ότι μια μέρα θα του ζητήσω συγγνώμη.
Και του ζητάω συγγνώμη σήμερα.
Λοιπόν, κορίτσια και αγόρια που δεν ξέρετε την ύπαρξη αυτού του τραγουδιστή, διότι ο κόσμος θέλει σε δουλειά να βρίσκεται,
και η Μπίλι Άιλις— η κάθε Μπίλι Άιλις— σπρώχνει τους πρωινούς να φεύγουν,
όπως αύριο θα είναι και αυτή φευγάτη,
όπως αύριο θα είστε κι εσείς φευγάτοι
(σας διαβεβαιώ!),
ο Δάκης ήταν ένας τραγουδιστής περαστικός για περαστικούς ανθρώπους. Κι αυτό είναι μεγαλειώδες, τρόπον τινά, διότι θέλει πολλά κιλά κουράγιο για να παραδεχτείς ότι δεν σμιλεύεις στο μάρμαρο το έργο σου, και ότι στην τελική ποιός χέστηκε για τις φιλοδοξίες σου, τα λαμπρά σου έργα, την αγωνία σου να αφήσεις ΕΡΓΟ.
Κάθε τραγούδι του Δάκη εξατμιζόταν μόλις το ακούγαμε – σαν τα κύμματα που στα σέβεντις τα φωτογραφίζανε με βαζελίνη για να είναι θαμπά
(τύπου Όνειρο, ονειρικά),
ήταν ο τέλειος φίλος που έδινε, έδινε, δίχως να ζητάει τίποτα πίσω, ο φίλος που δεν ζήλευε όταν στο πάρτυ με το βερμούτ και τα παντελόνια καμπάνα, εσύ είχες τα τυχερά σου κι αυτός όχι,
αυτός που όταν εσύ θα τρελαινόσουν αργότερα, και θα ‘βρισκες τοίχο με τις μεγαλομανίες σου και τις ληγμένες αυταπάτες, αυτός θα ήταν κουλ,
γιατί ήταν ένα απλό της ποιήσεως παιδί, εργατικό, που δροσιζόταν στα μπάνια το πρωί…
Αν θέλει κανείς να κάνει μια γενίκευση, ας την κάνει: όλη η ποπ εκείνης της εποχής, η βαλκάνια και εργατική, είτε την έφτιαχναν μικροαστοί γιεγιέδες είτε συνθέτες όπως ο Πλέσσας, ο Σπανός κι ο Λαβράνος, είχε κάτι από αυτό το σκόρπισμα, το σπατάλημα που προείπαμε.
Κάτι σαν τσιχλόφουσκα, που μοναδικός σκοπός και μοίρα της είναι απλώς να σπάσει.
Ακριβώς απέναντι, από το χρέος και τους στόχους των εντέχνων, που δεν τους βρίζουμε, αλλά παραήταν βαριοί για τα ελαφριά μας νιάτα.
Ήμουν παιδί τότε, μπερδεμένος έφηβος. Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις δεν ήταν και για χόρταση. Δεν συμπεριελάμβαναν τις κάψες μου, τη λαχτάρα μου να φύγω από την επαρχία, τα καυλόσπυρα κάτω από τον ήλιο. Αυτά εκφραζότανε από ένα χυλό ποπίλας, τις επιπολαιότητες της ποπ κουλτούρας, ανάκατα με τις τουριστικές καμπάνιες της χούντας, τις σουηδέζες στα Μάταλα, το soft porn του Ευστρατιάδη με λεσβίες σε ακρογιάλια και καυτές κροκάλες – ή την μελαγχολική κομψότητα της Έλενας Ναθαναήλ στις καμπάνες του Αστέρα και του Επιχείρησις Απόλλων, τα Κορίτσια στον ήλιο-
ανάθεμα και ξέραμε τι μάς γίνεται μέχρι να επέλθει η πρώτη ρεύση στα πρώτα εύκαιρα μπούτια.
Δεν τον ξέρω τον Δάκη, δεν με ξέρει, αλλά πριν περίπου μισό αιώνα τον παρακολούθησα σε μια καλοκαιρινή ντίσκο στη Ζάκυνθο που ήταν πανω σε ένα μικροσκοπικό νησάκι στο Λαγανά, και πηγαινες εκεί από μια εναερια γέφυρα,
πολύ πριν έρθουν οι Άγγλοι,
όταν στο Λαγανά κάναμε νυχτερινά μπάνια μετά το μεθυσι,
και νομίζαμε ότι το φωσφορικο πλαγκτόν είναι άστρα,
τον είδα τότε, στο γυμνάσιο εγω, να είναι στην ακμή του και να διασκεδάζει με τα αγόρια του νησιού,
αυτή η πασίγνωστη φιγούρα που φωτογραφιζόταν στο Ντομινό και το Φαντάζιο με τολμηρά σορτσάκια, με τo λακαρισμένο μαλλί και το χαμόγελο οδοντόκρεμας πριν την λεύκανση οδόντων,
και ειχα εκπλαγεί, γιατί από τότε διακρινόταν, ότι αυτός ο νεαρός κύριος, ανάμεσα στην καριέρα και τη ζωή είχε διαλέξει τη ζωή.
Όπως και απεδείχθη!
Μάθαινα για αυτόν. Για τα πολλά του ταξίδια στην Κύπρο, όπου και τελικά έμεινε. Τις διστακτικές του προσπάθειές να επιστρέψει. Την αρρώστια του.
Και προϊόντος του χρόνου, ολοένα τον εκτιμούσα. Ως στάση ζωής. Που ταιριάζει σε όποιον δεν είναι ψώνιο και στοιχειωδώς έχει πάρει χαμπάρι κάτι από το κρυφό νόημα της υπέροχης μπλόφας που ονομάζουμε ζωή.
Το νόημα ότι δεν υπάρχει νόημα.
Οπότε για Αλεξανδρινό ας μιλήσει Αλεξανδρινός.
Δάκη,
γλυκέ μου κύριε,
γλυκό μου αγόρι,
καθώς ο Γιάννης μου έδωσε την ηχογράφηση της συνέντευξής σου και σε άκουσα να μιλάς στη βουή της Ομόνοιας, στα 76 χρόνια σου,
μου ηρθαν, καλπάζοντας, όλα τα διαφυγόντα κέρδη της περίπτωσής σου. Όλα αυτά που δεν διεκδίκησες αλλά σου ανήκουν. Και τα θυμάμαι μόνο εγώ μέχρι ούτε εγώ να τα θυμάμαι.
Τα χιτάκια των τινέιτζερ, τις παρειές τις ρόδινες των κοριτσιών στην ανθισμένη όχθη, τον ιδρώτα στη μασχάλη του αγοριού, το σάλιο που κυλάει ενώ κοιμάται, την ηδονή τη πρόστυχη στο νοικιασμένο καμαράκι — οι ντίσκο στα νησιά, ο πυρετός στο αίμα και τα σλιπακια Ατθίς πεταμένα στην άμμο, οι καλαμιές φεύγοντας απ΄το μπαρ με το φεγγάρι, παιδάκια που έτρεμαν και δεν ήξεραν ακόμα ότι αυτό το τρέμουλο είναι έρωτας ή έστω αυτό που εντέλει μένει απ’ τον έρωτα: μια εφίδρωση.
Δάκη, αγαπημένε φίλε μου,
σε ευχαριστώ για τις μικρές, μικρούλικες συγκινήσεις που μου έδωσες, που μεγάλωσε η σκιά τους μές στα χρόνια,
ενώ τόσα μεγαλεπήβολα έργα χάθηκαν στη γραμματική και το άγχος της υστεροφημίας,
― ήταν μια εποχή δωρεάς γενικώς τότε,
τραγούδια, φιλιά σώματα – τα δίναμε χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες.
Πόσο σοβαρό και γενναίο ήταν το σκόρπισμά σου και το σκόρπισμά μας τελικά!
Πόσο σοβαρό και γενναίο είναι να δώσουμε τα χέρια, τώρα, πάνω από τα χρήματα και πάνω απ’ την αισθητική που τόσο μάς χασομέρησαν,
γιατί είμαστε παλιοί σύντροφοι εν όπλοις
στη μάχη των αδένων,
στη μάχη της κοκκινισμένης παρειάς,
στη μάχη της ζωής
και στο πικρό και αδιανόητο αντίο του πάρτυ.
Το πάρτυ τέλειωσε καλέ μου Δάκη.