Η Γερμανία βασιζόταν μέχρι πρόσφατα στη Ρωσία για να εξασφαλίζει το ένα τρίτο του πετρελαίου που καταναλώνει.
Δηλώνει παρόλα αυτά αποφασισμένη να μηδενίσει τις εισαγωγές της από τις ρωσικές εταιρίες το αργότερο έως το τέλος του έτους – ανεξαρτήτως του ευρωπαϊκού εμπάργκο. Ευσεβής πόθος; Ακριβό ρίσκο; Οι εκτιμήσεις διχάζονται, η κυβέρνηση ωστόσο έχει στηρίξει σε αυτή την απεξάρτηση μεγάλο μέρος της πολιτικής της απέναντι στη Μόσχα, παρά το συνεπαγόμενο οικονομικό κόστος.
«Ντρέπομαι που εξακολουθούμε να αγοράζουμε ενέργεια από τη Ρωσία», είπε προχθές ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, επιδιδόμενος εκ νέου σε άσκηση αυτοκριτικής, όπως αυτές που συνηθίζουν το τελευταίο διάστημα οι «πράσινοι» της κυβέρνησης. Ο ίδιος έσπευσε πάντως κατόπιν να δηλώσει ότι η γερμανική κοινωνία και η γερμανική οικονομία στηρίζουν καθημερινά τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας – πληρώνοντας την ενέργεια πιο ακριβά.
Πριν από μερικές εβδομάδες, η Γερμανία ανήκε στο μπλοκ των επιφυλακτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι φοβούνταν ότι η απαγόρευση εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου θα πυροδοτούσε επικίνδυνο σπιράλ με απρόβλεπτες συνέπειες στην οικονομία και θα ερμηνευόταν ως σοβαρή πρόκληση από την πλευρά του Κρεμλίνου. «Δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε ούτε έναν μήνα χωρίς ρωσικό πετρέλαιο», έλεγε η υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ στην αρχή του πολέμου.
Η επιδείνωση της κατάστασης στην Ουκρανία όμως ώθησε το Βερολίνο να αναζητήσει λύσεις ακόμη και για το ενδεχόμενο εμπάργκο και η περιοδεία του κ. Χάμπεκ σε άλλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες έφερε αποτελέσματα.
Σήμερα, το βασικότερο πρόβλημα συνοψίζεται στην τοπωνύμιο Σβεντ: μερικά χιλιόμετρα μακριά από το Βερολίνο, στα σύνορα με την Πολωνία, το διυλιστήριο της περιοχής ανήκει στην Rosneft. Είναι συνδεδεμένο απευθείας με τον αγωγό «Φιλία», μέσω του οποίου παραλαμβάνει ετησίως 12 εκατομμύρια τόνους αργού πετρελαίου.
Προμηθεύει με καύσιμα την ευρύτερη περιοχή της βορειοανατολικής Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένου του Βερολίνου, καθώς και την ανατολική Πολωνία, ενώ απασχολεί 1.200 εργαζόμενους. Τα κρατίδια της περιοχής ζητούν βοήθεια, εναλλακτικές διαδρομές και φυσικά οικονομική ενίσχυση, για την περίπτωση που η μεταφορά πετρελαίου από το λιμάνι του Ροστόκ και με τάνκερ επηρεάσει το περιβάλλον και βεβαίως την τουριστική κίνηση στην περιοχή. Κυρίως όμως, ζητούν εγγυήσεις για τους εργαζόμενους στην εγκατάσταση.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατέβαλε κάθε προσπάθεια προκειμένου να εξασφαλίσει εναλλακτικούς προμηθευτές και, όπως φαίνεται, έφθασε στο σημείο ασφάλειας που της επιτρέπει να στηρίξει το ευρωπαϊκό εμπάργκο στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου – με την κρυφή ελπίδα ωστόσο ότι μέχρι να επιβληθεί στην πράξη, ίσως να μην υπάρχει λόγος εφαρμογής του.
Πολιτικά, και σε επίπεδο κοινής γνώμης, στο εσωτερικό της Γερμανίας διαπιστώνεται ευρεία στήριξη της συγκεκριμένης κύρωσης. Μόνο η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και η Αριστερά έχουν διαφωνήσει με το ευρωπαϊκό εμπάργκο.
Η συζήτηση όμως για τις πιθανές συνέπειες έχει μάλλον υποβαθμιστεί. Το υπουργείο Οικονομίας παρουσίασε σε αδρές γραμμές σχέδιο αντιμετώπισης της διακοπής εισαγωγής ρωσικού πετρελαίου από τη βιομηχανία.
Το σχέδιο προβλέπει περαιτέρω δάνεια και εγγυήσεις για τη δημιουργία εταιριών ενέργειας και τη στήριξή τους ενόψει της αύξησης των τιμών, ενώ η κυβέρνηση επιφυλάσσεται να αναλάβει τον έλεγχο διυλιστηρίων, όπως το Σβεντ, προκειμένου να διασφαλίσει την όσο το δυνατόν πιο ομαλή τροφοδοσία. Άλλωστε, η Rosneft έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρεται να διαχειρίζεται το διυλιστήριο, εάν αυτό δεν επεξεργάζεται αποκλειστικά ρωσικό πετρέλαιο.
Το γερμανικό κράτος θα μπορούσε επίσης να αποκτήσει μετοχές εταιριών, όπως έκανε το 2018, όταν η κρατική τράπεζα επενδύσεων KfW αγόρασε το 20% του διαχειριστή του ενεργειακού δικτύου 50Hertz προκειμένου να τον προστατεύσει από κινεζική επιθετική εξαγορά, ενώ πριν από λίγο καιρό ενίσχυσε τον εισαγωγέα φυσικού αερίου Uniper για να αντιμετωπίσει την ρευστή κατάσταση στην αγορά ενέργειας. Το τελικό πακέτο της «έκτακτης ανάγκης» δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί.
Αλλά ο μεγάλος πονοκέφαλος φαίνεται ότι αφορά κυρίως το ενδεχόμενο οι ρωσικές εταιρίες ενέργειας να κλείσουν ξαφνικά τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου, από το οποίο η γερμανική εξάρτηση είναι πολύ σημαντικότερη και δεν αναμένεται να μηδενιστεί πριν από τα μέσα του 2024.
Πριν από λίγες ημέρες, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς, επικαλούμενο τέσσερις αξιωματούχους, μετέδωσε ότι η Γερμανία έχει φθάσει στο όριο των κυρώσεων που μπορεί να υποστηρίξει χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την οικονομία – και την κοινωνία – της και θα ήθελε σύντομα να τραβήξει «κόκκινη γραμμή».
Η κυβέρνηση δέχεται ταυτόχρονα πιέσεις από τη βιομηχανία, κυρίως από εταιρίες με ισχυρές σχέσεις με τη Ρωσία, να μην προχωρήσει σε εμπάργκο και στο φυσικό αέριο. Εάν η Μόσχα διέκοπτε άμεσα την παροχή φυσικού αερίου, ή η ΕΕ επέβαλλε εμπάργκο, οι συνέπειες για τη γερμανική οικονομία θα ήταν συγκρίσιμες με αυτές της οικονομικής κρίσης του 2008 και της πανδημίας του κορονοϊού· και οι κοινωνικές συνέπειες θα ήταν ακόμη σοβαρότερες, εκτιμά το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Έρευνας του Ανταγωνισμού του Ιδρύματος Χανς Μπέκλερ και προειδοποιεί ότι υπάρχει περίπτωση η ρωσική οικονομία τελικά να μην τρωθεί ιδιαίτερα, καθώς τα ρωσικά προϊόντα ενέργειας θα πωλούνται σε συγκρίσιμες ή υψηλότερες τιμές εκτός Ευρώπης.
Το πετρελαϊκό εμπάργκο όμως είναι πολύ διαφορετικό και θεωρείται πρακτικά περισσότερο διαχειρίσιμο για τη Γερμανία. Σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, o Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) δήλωσε ότι στηρίζει την κυβέρνηση και την ΕΕ στην απόφασή τους για αποκλεισμό του ρωσικού πετρελαίου.
«Οι γερμανοί βιομήχανοι είναι προετοιμασμένοι», διαβεβαίωσε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ, τονίζοντας ότι «απέναντι στην παράνομη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, απαιτούνται σαφείς, στοχευμένες και βιώσιμες κυρώσεις, οι οποίες τιμωρούν τον επιτιθέμενο πιο αυστηρά από ό,τι εμάς τους ίδιους». Με τη συμφωνία της για απαγόρευση των εισαγωγών πετρελαίου από τη Ρωσία, η ΕΕ στέλνει «σαφές μήνυμα ενότητας στον ρώσο επιτιθέμενο». Το κλειδί ωστόσο, προειδοποιεί ο κ. Ρούσβουρμ, είναι να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εντός ΕΕ κατά τον σχεδιασμό του εμπάργκο.
Στο ερώτημα αν οι γερμανικές εταιρίες μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτή την εξέλιξη, ο επικεφαλής του BDI διαβεβαιώνει ότι οι βιομηχανίες προετοιμάζονται για αυτό εδώ και εβδομάδες, παραδεχόμενος ταυτόχρονα ότι ακόμη κι έτσι, αυτή η κύρωση παραμένει ιδιαίτερα δραστικό βήμα. Ταυτόχρονα, προβλέπει ότι το εμπάργκο πετρελαίου θα πλήξει οπωσδήποτε βαρύτατα τη Ρωσία, καθώς η πώληση πετρελαίου αποτελεί βασικότατη πηγή εισοδήματος για τη χώρα.
Σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά της Γερμανίας, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ προσπαθεί εδώ και εβδομάδες να προετοιμάσει τους πολίτες για τον κίνδυνο καθυστερήσεων στην προμήθεια, αλλά κυρίως για το ρεαλιστικό ενδεχόμενο περαιτέρω εκτόξευσης των τιμών. Ειδικά στις ανατολικές περιοχές της χώρας, οι οποίες εξυπηρετούνται από το διυλιστήριο του Σβεντ, το πρόβλημα θα είναι σοβαρότερο, είπε ο υπουργός Οικονομίας, αλλά δήλωσε αισιόδοξος, καθώς οι γερμανικές εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου έχουν μειωθεί αυτές τις μέρες από 35% σε 12%.
«Δημιουργήσαμε μια κατάσταση στην οποία η Γερμανία μπορεί να υποστηρίξει το εμπάργκο πετρελαίου», διαβεβαίωσε ο κ. Χάμπεκ και απέδωσε τις υψηλότερες τιμές στα πρατήρια καυσίμων στο γεγονός ότι οι μεγάλες εταιρίες (BP, Shell), έχουν ούτως ή άλλως από μόνες τους αποσυρθεί από τη Ρωσία. «Εάν επιβληθεί το εμπάργκο του πετρελαίου, αρχικά οι τιμές θα αυξηθούν περισσότερο», παραδέχθηκε.
Για τους καταναλωτές, αυτό σημαίνει ακριβότερη μετακίνηση με το αυτοκίνητο, ακριβότερη θέρμανση και ακριβότερα αγαθά που χρειάζονται ενέργεια για να παραχθούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση εφαρμόζει ήδη μέτρα ελάφρυνσης: Από την 1η Ιουνίου το μηνιαίο εισιτήριο για όλα τα ΜΜΜ σε όλη τη χώρα κοστίζει 9 ευρώ (όταν π.χ. μια απλή διαδρομή με το μετρό στο Βερολίνο κοστίζει κανονικά 3 ευρώ), ενώ ο φόρος στα καύσιμα μειώθηκε κατά 35 λεπτά για τη βενζίνη και κατά 15 για το πετρέλαιο. Τα συγκεκριμένα μέτρα ισχύουν έως την 31η Αυγούστου, αλλά μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο παράτασης ή αναπροσαρμογής τους.
«Η αγορά στην αρχή θα πιεστεί, αλλά στη συνέχεια θα ηρεμήσει σχετικά γρήγορα», εκτίμησε ο αναλυτής της Commerzbank Ούλριχ Λόιχτμαν σε συνέντευξή του στην Wirtschaftswoche. «Η αγορά πετρελαίου είναι παγκόσμια, επομένως το πετρέλαιο μπορεί να αντικατασταθεί σχετικά γρήγορα. Και δεδομένου ότι οι μεγάλοι καταναλωτές, όπως η Κίνα και η Ινδία, θα συνεχίσουν να αγοράζουν από τη Ρωσία ακόμη και σε περίπτωση εμπάργκο της ΕΕ, η διεθνής τιμή σύντομα θα μειωθεί και πάλι», εξηγεί ο οικονομολόγος. Όμως το εμπάργκο στο φυσικό αέριο θα ήταν πολύ πιο δυσβάσταχτο, ειδικά αν δεν έχουν στο μεταξύ δημιουργηθεί τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) που σχεδιάζονται στη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα. Αρκεί να υπενθυμιστεί ότι το ένα στα δυο γερμανικά νοικοκυριά χρησιμοποιεί ρωσικό φυσικό αέριο.
Σε κάθε περίπτωση, η γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να εκτελέσει μια ιδιαίτερα απαιτητική άσκηση ισορροπίας: από τη μία πλευρά η πολιτική και στρατηγική ανάγκη «τιμωρίας» της Μόσχας και ο ηγετικός ρόλος που περιμένουν από τη Γερμανία οι εταίροι της και η Ουκρανία, από την άλλη οι αυξημένες απαιτήσεις της οικονομίας της, από την οποία εξαρτάται βέβαια και η κοινωνική ισορροπία. Στο βάθος μένουν τα σχέδια για ισχυρή στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βασικός στόχος του κυβερνητικού συνασπισμού με «πράσινο» πρόσημο.