Έπινα πάντα, από τον καιρό που ήμουνα πρωτοετής, εδώ και μια ντουζίνα χρόνια περίπου. Ωστόσο υπάρχουν ορισμένες λεπτές διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα της σχέσης μου με το αλκοόλ.
Τότε έπινα μόνο με παρέα, συνήθως φτηνό κρασί, κονιάκ, ούζο και μπύρες, ακούγοντας Καζαντζίδη σε λαϊκά ταβερνεία και ατημέλητα φοιτητικά σπίτια. Το πιοτό συνοδευόταν από ατελείωτες συζητήσεις επί παντός επιστητού: Γυναίκες, πολιτική, μεταφυσικά, γυναίκες, ποδόσφαιρο, κινηματογράφος, τσόντες και γυναίκες. Όλα στις χαμηλότερες δυνατές τιμές αγοράς, με δανεικά αν αυτό ήταν εφικτό.
Στους παρόντες χρόνους βρίσκομαι σπάνια με παρέα κι έτσι συνήθισα να πίνω μόνος μου. Έμαθα πια να ξεχωρίζω τις ποικιλίες των κόκκινων κρασιών, τα μαλτ ουίσκι, τις ανεπαίσθητες διαφορές στις βότκες και ό,τι διαφοροποιεί τις ελληνικές από τις τσέχικες μπύρες. Σημειώνω ότι μπορώ πλέον να πληρώνω αυτά τα ακριβά ποτά και να συνοδεύω την κατανάλωσή τους με Τσάρλυ Πάρκερ, Τελόνιους Μονκ και Βασίλη Τσιτσάνη. Ενίοτε, με Μαρία Κάλλας – ταιριάζει θαυμάσια με το καλό αλκοόλ.
Το πρόβλημα είναι πως όταν δεν έχει κανείς καλή παρέα για ποτό και κουβέντα οδηγείται στη βαρεμάρα ή το γράψιμο…
πίνοντας. Η μετάπτωση από τη μια κατάσταση στην άλλη γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα με τα υπό διαπραγμάτευση θέματα ελαφρώς διαφοροποιημένα: Γυναίκες, ελληνισμός και Ορθοδοξία, γυναίκες, τραγούδια, ποδόσφαιρο, κινηματογράφος, κόμικς, γυναίκες, μπάσκετ, οικολογία, πληροφορική και γυναίκες. Δε γνωρίζω αν η αντικατάσταση της γοητείας της Φόρμουλα – 1 από τη γοητεία της Ιστορίας συνιστά θετική πνευματική εξέλιξη, στο κάτω κάτω δεν αποτιμώ, καταγράφω.
*
Είχαμε ακόμα χειμώνα, αρχές Μαρτίου. Χτύπησε το κουδούνι και πήγα ξαφνιασμένος ν’ ανοίξω, γιατί δεν περίμενα κανέναν εκείνο το βράδυ. Στην πόρτα χαμογελούσε βρεγμένη μέχρι το κόκαλο η Αριάδνη, τουλάχιστον σαράντα μήνες μετά τον ιστορικό αποχαιρετισμό μας (διάβαζε: την απόλυσή μου – από την καρδιά και τα υπόλοιπά της) δίπλα στην Αχειροποίητο. Ξαφνιάστηκα, ένοιωσα ένα μούδιασμα στην πλάτη και χάρηκα, χτυπημένα στο σέηκερ με απορία και αστραπιαίες, αστήρικτες υποθέσεις.
Τσάι με ρούμι για κείνην, να ζεσταθεί και να συνέλθει. Προς τιμήν της, στο πικάπ οι Μπλουζ Μπράδερς. Συμμάζεψα στοιχειωδώς τη γραφομηχανή μου και τις σκόρπιες σελίδες του υπό κατασκευήν αριστουργήματος μου και την παρακολουθούσα να βολεύεται χαμογελώντας, με άνεση και χάρη, στο διθέσιο καναπέ.
Παρένθεση, όσο αυτή τακτοποιείται: Η Αριάδνη υπήρξε ό,τι πιο εντυπωσιακό μου έχει συμβεί ποτέ. Ωστόσο πριν σαράντα μήνες ήμουν ακόμα πολύ φτωχός και πολύ ξεροκέφαλος για να μπορέσω να την κρατήσω.
«Δεν περίμενα πως θα σε βρω, φανταζόμουν ότι θα είχες αλλάξει σπίτι και δεν μπορούσα να βρω το τηλέφωνό σου πουθενά. Έχεις αλλάξει τη διακόσμηση;»
Τρίχες. Πριν σαράντα μήνες δεν υπήρχε διακόσμηση και το τηλέφωνό μου ήταν γραμμένο φαρδύ πλατύ στον τηλεφωνικό κατάλογο και στο Χρυσό Οδηγό, από τότε. Δεν έκανα κανένα σχόλιο, την άφησα να μιλάει ενώ έπινε το τσάι της και άπλωνε τις θαυμάσιες γάμπες της εδώ κι εκεί. Με πληροφόρησε πως παντρεύτηκε, πως χώρισε, πως κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο, πως ετοιμάζεται να βγει στην τηλεόραση και πως την έστειλε στη Θεσσαλονίκη το περιοδικό της για κάποιο (τάχαμ – δήθεν) ρεπορτάζ. Από αυτά που κάνουν κατά καιρούς οι Αθηναίοι για την πόλη μας και τα διαβάζουμε γελώντας. Σκέφτηκε, λέει, πως θα μπορούσα εγώ να τη συνοδεύσω σε καινούρια και παλιά στέκια και, επίσης, πως θα μπορούσα να τη βοηθήσω με κάποιες ιδέες.
Ετοίμασα δυο κοκτέιλ δικής μου εμπνεύσεως, ικανά να φέρουν στο κέφι ακόμα και σεβάσμιο γέροντα μητροπολίτη και σέρβιρα, απαντώντας θετικά στο αίτημά της. Η σύνθεση λεγόταν «κάτω στο γιαλό, στην άμμο». Σχολίασε θαυμαστικά και το ρούφηξε σε λίγα λεπτά. Τη ρώτησα αν συνάντησε κανένα γνωστό και μου είπε πως είδε τη Χρυσούλα – η οποία προφανώς την πληροφόρησε σχετικά με την αφεντιά μου. Έφτιαξα τα δεύτερα και προτίμησα Έλλα Φιτζέραλντ για τη συνέχεια.
Μιλήσαμε λίγο για το ραδιόφωνο και το περιοδικό της. Άρχισε να έχει ελαφρά δυσκολία στην εκφορά των λέξεων με πάνω από τρεις συλλαβές. Κάθισα δίπλα της στον καναπέ και άπλωσα το μακρύ μου χέρι. Ανταποκρίθηκε. Όταν τελείωσε η πρώτη πλευρά, γύρισε μόνη της το δίσκο από την άλλη, έσβησε το φως, άναψε το φωτιστικό του γραφείου και άρχισε να βγάζει ένα ένα τα ρούχα της, χορεύοντας αργά, δυο μέτρα από το γαλήνιο χαμόγελό μου. Έβγαλε και τα σκουλαρίκια της, κράτησε όμως τα κολιέ, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Έστρεψε το πρόσωπό της προς τον τοίχο, ακούμπησε γερά τις παλάμες της, σαράντα εκατοστά απόσταση από κάθε αυτί και περίμενε, ενώ η πυγή της λικνιζόταν, σε τζαζ ρυθμούς.
*
Φόρεσα το παντελόνι μου και πήγα πάλι προς την κάβα – θεωρώ γελοίο να ετοιμάζει κανείς κοκτέιλ ξεβράκωτος. Αυτή τη φορά ετοίμασα τον «απολυθέντα Βαραββά» μια σύνθεση που μου πήρε πάνω από εξάμηνο για να την τελειοποιήσω. Η Αριάδνη είχε βάλει το πουκάμισό μου, ανοιχτό μπροστά και κρατούσε τα χέρια δεμένα πίσω απ’ το ξανθό της κεφάλι. Τα μάτια της κλειστά.
Άφησα τα ποτήρια και πήρα τη φωτογραφική μηχανή. Ξαφνιάστηκε, αλλά άρχισε αμέσως να ποζάρει με χάρη και ύφος αποπλανηθέντος νυμφιδίου. Όταν τελείωσε το φιλμ ήρθε κοντά μου με ανανεωμένη διάθεση για παιχνίδια.
*
Παρόλο που το βήμα μου ήταν πια ασταθές ετοίμασα μακαρονάδα κι ένα πιάτο με εύγευστα τυριά. Η Αριάδνη ήθελε ένα «Βαραββά» ακόμα, εγώ προτίμησα να αποτελειώσω το κρασί που είχα ανοίξει για το δείπνο. Στη μέση του ποτηριού τάφτυσε και δήλωσε πως ή θα κοιμηθεί ή θα πεθάνει. Τη σήκωσα ως το κρεβάτι, την ξάπλωσα σα μωρό και τη σκέπασα. Έκλεισε τα μάτια και βούτηξε αμέσως στα θολά νερά του ύπνου – λήθαργου που κάνει ο μεθυσμένος.
Ήταν γοητευτική, σαν ξεπεσμένος άγγελος. Πήρα το φωτιστικό και έπαιξα λίγο με τις σκιές και τις λαμπερές εκτάσεις που έφτιαχνε το φως στο πρόσωπό της, στο μέτωπο και τα κλειστά της μάτια. Η καλώς εννοούμενη αξιοπρέπεια δεν μου επέτρεπε να πανηγυρίσω για την επιστροφή της ασώτου, ομολογώ όμως πως αισθανόμουν τη γλυκιά αίσθηση της δικαίωσης να κατεβαίνει και να χαϊδεύει τα κουρασμένα νεφρά μου. Σκεφτόμουν τη βέλτιστη σκηνοθεσία με την οποία θα ανταπέδιδα τα ίσα στη δεσποτική, κακομαθημένη, εγωπαθή, υστερική μοναχοκόρη που με είχε κάνει κουρέλι πριν σαράντα μήνες – και η οποία τώρα κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι μου, μεθυσμένη από το δυνατό αλκοόλ και εξαντλημένη από τις αλλεπάλληλες συνουσίες.
Δε μπόρεσα να σκεφτώ κάτι πραγματικά κακό και δυνατό, πιθανόν επειδή είμαι εκ φύσεως περισσότερο αγαθός παρά κακός, μπορεί όμως επειδή είχα κι εγώ μιαν αδιόρατη ζαλάδα, μετά από τόσο αλκοόλ. Τα παράτησα και πήγα προς τον καναπέ με δυο κουβέρτες υπό μάλης. Δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθώ στο ίδιο στρώμα μ’ αυτήν.
*
Το άλλο πρωί ήταν Σάββατο και κάθε Σάββατο στις έντεκα βρισκόμουν με τους άλλους για λίγο μπάσκετ στη ΧΑΝΘ. Την άφησα να κοιμάται και πήγα. Μετά τις χθεσινές κραιπάλες, η απόδοσή μου στο μονό ήταν για κλάματα, στο διάλειμμα όμως έμαθα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα: Ο άντρας της Χρυσούλας (φίλος, συμπότης και συμπαίχτης εδώ και άπειρα χρόνια) θεώρησε καλό να μου αναφέρει ότι «αυτή» βρισκόταν στην πόλη. Έκανα τον ανήξερο κι αυτός μου είπε πως πριν μερικές βδομάδες είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, ότι ακόμα είχε τα χάλια της και ότι ρωτούσε επίμονα τη Χρυσούλα για μένα. «Από εμφάνιση, τι λέει;» ρώτησα. «Αρίστη!» ήταν η αβίαστη απάντηση του φίλου «θα έλεγε κανείς ότι είναι καλύτερη από ποτέ, έχει κάπως ωριμάσει, σου δίνει την αίσθηση ότι… γιατί γελάς ρε;» Του εξήγησα γιατί γελούσα και γέλασε κι εκείνος.
«Όσο για την απόπειρα αυτοκτονίας, φαντάζομαι πως έγινε με πεπόνι. Μην αυταπατάσαι, αυτές οι γυναίκες δεν αυτοκτονούν στην πραγματικότητα ποτέ… αμφιβάλλω αν πεθαίνουν κιόλας, σαν εμάς τους κοινούς θνητούς!»
«Τι να σου πω, την είδα πολύ πεσμένη ψυχολογικά…»
«Πως να μην είναι; Δεν έχει βρει ακόμα το επόμενο θύμα, μετά τον πρώην άντρα της και πλήττει, η καημένη…»
«Μήπως είσαι εσύ το επόμενο θύμα;»
«Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού… άστα τώρα αυτά,
πάμε ένα – δέκα λεπτά ακόμα;»
«Καλά ρε άκαρδε, δεν τη λυπάσαι;»
«Όχι!»
*
Τη λυπήθηκε εκείνος, τα φτιάξανε, χώρισε τη Χρυσούλα και την παντρεύτηκε. Από τότε τραβάει τα μαλλιά του και όποτε μπορεί να ξεφύγει για λίγο έρχεται να με βρει, σε κακή κατάσταση. Δε λέμε πολλά, του φτιάχνω ένα δυνατό «Βαραββά» και μετά έναν ακόμα, αλλά φεύγει απαρηγόρητος και αγκιστρωμένος με το αγκίστρι της Αριάδνης, από τα σπλάχνα. Πιο πολύ από τότε που γεννήθηκε ο μπέμπης, φτυστός ο πατέρας του, ο μαζόχας (έτσι πιστεύει, εγώ που τον είδα, μου φάνηκε ίδιος με μένα!)
Του έκοψε και το σαββατιάτικο μπάσκετ.