Αρκετοί δηλώνουν έκπληκτοι από το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας (συνέντευξη στην Όλγα Τρέμη-newsbomb.gr) δήλωσε με αποφασιστικότητα πως οι τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να αυτοκαταργηθούν.
“Δεν αναγνωρίζω, δεν σκέφτομαι, δεν με απασχολεί η έννοια των ομάδων, των ομαδοποιήσεων και των τάσεων στον τρόπο που θα δουλέψουμε από εδώ και στο εξής. Οι τάσεις λοιπόν πρέπει να είναι ρεύματα ιδεών, πρέπει να αναδιατάσσονται, να μετασχηματίζονται, να ανασυνθέτονται.”, τόνισε.
Και συμπλήρωσε, για να γίνει ακόμα πιο σαφής:
“Εκλέχθηκα σε αυτές τις εκλογές από την κάλπη και τη συμμετοχή 150.000 ανθρώπων εκ των οποίων οι 110.000 είναι νέα μέλη. Άρα δεν καταλαβαίνω τι νόημα και τι αξία έχει κάποιοι να συγκροτούν τάση, αυτοεπονομαζόμενοι ως προεδρικοί. Οι άλλοι τι είναι λοιπόν; Το σημαντικότερο που έχουν να κάνουν όλες οι τάσεις και όλα τα ρεύματα ιδεών που λειτουργούν στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, το μεγαλύτερο καλό που έχουν να κάνουν για το κόμμα είναι είτε να ανασχηματιστούν, είτε να ανασυντεθούν, είτε να αυτοκαταργηθούν για να πάμε όλοι μαζί μπροστά την επόμενη μέρα συγκροτώντας ένα κόμμα το οποίο θα είναι το κόμμα των μελών του, στο οποίο δεν θα υπάρχουν ομάδες και φατρίες, στο οποίο θα υπάρχουν στελέχη που άξια θα αναδεικνύονται και δημοκρατικά θα επιλέγονται, με ένα στόχο πια που είναι έξω από το κόμμα και είναι η νίκη στις επόμενες εκλογές. Η προοδευτική διακυβέρνηση για να ανταποκριθούμε στις μεγάλες προσδοκίες του λαού μας.”.
Η πρώτη αντίδραση εκείνων που συγκροτούσαν μέχρι πρότινος την εσωκομματική αντιπολίτευση (Ομπρέλα) λογικά θα ήταν πως επιβεβαιώνονται όταν έλεγαν πως ο Τσίπρας επιδιώκει να μεταβάλλει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε ένα “αρχηγικό κόμμα”. Η μεγαλύτερη, όμως, έκπληξη λέγεται πως προήλθε από τους λεγόμενους “προεδρικούς”, όχι, όμως, επειδή ο ίδιος ο πρόεδρος του κόμματος έδωσε χρώμα και τόνο στο αρχηγικό του προφίλ, αλλά διότι το τελεσίγραφο αφορούσε και τους ίδιους.
Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Η πανσπερμία των τάσεων, αυτή η μικρή εσωστρεφής “Βαβέλ” συχνά αντικρουόμενων απόψεων, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επιλεκτικά από έναν πανίσχυρο -αυτή την στιγμή- αρχηγό που επιδιώκει, ορθώς, να εκπροσωπήσει το “όλον” και όχι μια πλειοψηφία που επιβάλλεται στην μειοψηφία και την σύρει ανάμεσα στα καυδιανά δίκρανα του χλευασμού και της περιθωριοποίησης.
Ο Τσίπρας γνωρίζει αυτό που ενθουσιωδώς δηλώνει και ο τελευταίος ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: την εκλογική μάχη, που εκ των πραγμάτων λαμβάνει χαρακτηριστικά “σύγκρουσης δύο κόσμων”, δεν θα την δώσει ούτε με την Ράνια Σβίγκου, ούτε με τον Παύλο Πολάκη, ούτε με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Καθένας και κάθε μια έχει ρόλο στην προετοιμασία του κόμματος για τις εκλογές, καθένας και κάθε μια θα δώσει την μάχη της προσωπικής του εκλογής, ωστόσο, στο τέλος, το δίλημμα του εκλογικού σώματος θα είναι “Μητσοτάκης ή Τσίπρας”. Ίσως ακούγεται κυνικό, ωστόσο όπως οι γαλάζιοι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν Μητσοτάκη, όπως οι του ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσουν, κυρίως, Ανδρουλάκη, θα ήταν αυτοκτονικό να περίμενε κανείς από τον Τσίπρα να βάλει στο κάδρο δίπλα του τον αψύ Σφακιανό, τον μαρξιστή Ευκλείδη, τον Φίλη, ή τον Βούτση. Κάποιοι εξ αυτών δεν έxουν ιδιαίτερη απήχηση, κάποιοι άλλοι απευθύνονται σε σκληρό και μικρό κομματικό ακροατήριο, το οποίο το έχει ούτως ή άλλως ο ίδιος ο αρχηγός.
Μια απλή μαθηματική άσκηση θα ήταν, για παράδειγμα, να “τρέξουν” μια δημοσκόπηση σχετικά με το ποσοστό που θα μπορούσε να συγκεντρώσει το κόμμα εάν είχε για αρχηγό τον Τσακαλώτο, τον Πολάκη, την Αχτσιόγλου ή οιονδήποτε άλλο/άλλη. Και να θυμηθούν χάρη σε ποιανού το πολιτικό απόθεμα (σε μια συγκυρία σχεδόν καταστροφική) κατόρθωσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να εκτοξευθεί από το χείλος του γκρεμού του αποτελέσματος των ευρωεκλογών (2019) στο 31,5% εκείνου των εθνικών εκλογών και να αποτραπεί έτσι η ολοσχερής και πιθανώς μη ανατάξιμη ήττα.
Μελλοντικά, μπορεί τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά και να ανατείλει κάποιο νέο “αστέρι”. Μέχρι τότε, όμως, ακόμα και μέσα από τις ήττες του έχει αποκτήσει μία αδιαμεσολάβητη σχέση με τον κόσμο που έχει δημιουργήσει την τάση “ψηφίζω Τσίπρα” και όχι, απαραίτητα, “ψηφίζω ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ”.
Το ερώτημα είναι εάν αυτό που κάνει τώρα, έπρεπε να το κάνει εδώ και καιρό. Η αλήθεια είναι πως ίσως θα έπρεπε, αλλά μάλλον δεν μπορούσε. Όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και διότι ο ίδιος χρειάστηκε χρόνο για να μετακινηθεί από τη λογική της (κομματικής) παρέας, όπου σχεδόν τα πάντα μπορούσαν να συγχωρηθούν, και η εσωστρέφεια βαφτιζόταν εποικοδομητικός διάλογος, πλουραλισμός, και εσωκομματική δημοκρατία. Φέρει ευθύνη γι αυτό.
Τι του απομένει;
Πρώτον, αφήγημα (νέας) διακυβέρνησης που να απαντά πειστικά στο “γιατί ο Τσίπρας και όχι ο Μητσοτάκης”. Μία προγραμματική πρόταση, δηλαδή, στην οποία να μπορούν να συγκλίνουν λογικά και συναισθηματικά ευρύτερα τμήματα του εκλογικού σώματος. Μία πρόταση που να μπορεί να αποτελεί καμβά συνεργασιών στον χώρο της κεντροαριστεράς και να δυσκολεύει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στο να μετακομίσει προς μία συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ μετά τις δεύτερες κάλπες. Έτσι, εάν, τελικώς, το πράξει, να φανεί πολιτικά ανεξήγητο. Τα δύσκολα, άλλωστε, σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ο οποίος μπορεί να περιμένει λίγο περισσότερο ως αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι σε μία κυβέρνηση στην οποία ο Νίκος Ανδρουλάκης θα είναι μειοψηφικός εταίρος.
Δεύτερον, να κάνει γρήγορα το επόμενο βήμα σχετικά με την σύνθεση μιας πιθανής (νέας) κυβέρνησης. Το να ζητά να αυτοκαταργηθούν οι τάσεις πρέπει να σηματοδοτήσει ότι δεν θα υπάρξουν ποσοστώσεις και εκπροσώπηση τους σε μία τέτοια κυβέρνηση. Ζητούμενο πρέπει να είναι μία κεντροαριστερή τεχνοκρατία, με καλά βιογραφικά, εμπειρία αγοράς και διάθεση προσφοράς.
Τι να κάνουμε: σε μία τέτοια κυβέρνηση, πρέπει να καταστεί σαφές πως οι “ομαδάρχες” και οι επαιρόμενοι πως εκπροσωπούν “αυθεντικές” απόψεις δεν θα έχουν θέση. Έχει γίνει, άλλωστε, αρκετά σαφές ποιοί και ποιές κατόρθωσαν να αδράξουν πραγματικά την ευκαιρία της “πρώτης φοράς” και να μετεξελιχθούν πολιτικά. Πέραν αυτών, όμως -που δεν είναι και…αμέτρητοι-, πρέπει σύντομα να αναδείξει τα νέα πρόσωπα. Στο “θαμμένο” think tank υπάρχουν αρκετά τέτοια, καλό θα ήταν σύντομα, όμως, να υπάρξουν και κάποιες εκπλήξεις από τον χώρο της αγοράς, της παραγωγής, των επιστημών, της εξωστρέφειας και του διεθνούς στερεώματος.