Πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο «βλέπει» ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του ΠΑΜΑΚ Νίκος Μαραντζίδης μιλώντας στο ethnos.gr με αφορμή τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της χώρας.
«Δεν θα το απέκλεια, να οδηγηθούμε το φθινόπωρο σε πρόωρες εκλογές- με πρόφαση την κρίση και τις δυσκολίες σε διεθνές επίπεδο-και άρα η κυβέρνηση να εκμεταλλευθεί ένα καλό καλοκαίρι που στην Ελλάδα είναι καλύτερο οικονομικά τόσο λόγω τουρισμού, όσο και λόγω του κόστους διαβίωσης, γιατί τα πράγματα με την επιστροφή στο φθινόπωρο και μετά θα χειροτερέψουν σε όλα τα επίπεδα».
Όπως εξηγεί ο κ. Μαραντζίδης, παραδοσιακά οι εντάσεις, οι εθνικές κρίσεις ευνοούν την κυβέρνηση που είναι στα «πράγματα» και για ευνόητους λόγους, οι άνθρωποι στοιχίζονται «πίσω από την σημαία», όπως λένε. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν είναι μια εθνική κρίση αυτή που ζούμε. Δεν είναι μια ενιαία τυπική κρίση στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, αλλά είναι μια πολύπλοκη κρίση που το κομμάτι της οικονομίας παίζει καθοριστικό ρόλο.
«Είναι προφανές ότι αν τα πράγματα συνεχιστούν προς αυτήν την κατεύθυνση σε επίπεδο οικονομίας (δηλ. της ακρίβειας), νομίζω ότι η κυβέρνηση θα δει πάρα πολύ δυσάρεστα φαινόμενα. Ήδη παρατηρείται μια δυσαρέσκεια. Ακόμη, όμως, η δυσαρέσκεια δεν απηχεί στο ρόλο της αλλαγής συσχετισμών, αλλά μπορεί να μην την δούμε και μέχρι τις εκλογές αυυτή την αλλαγή».
«Βρισκόμαστε κοντά σε δημοσκοπικές αλλαγές»
Η πρώτη βάση, ωστόσο, όπως παρατηρεί, για να δούμε δημοσκοπικές αλλαγές είναι οπωσδήποτε η αύξηση της δυσαρέσκειας, η μείωση της εμπιστοσύνης και η έλλειψη προσδοκιών από την κοινωνία ότι τα πράγματα πάνε καλά. «Αυτά είναι τα τρία στοιχεία που τα βρίσκουμε στις έρευνες αυτήν τη στιγμή να κινούνται προς αρνητική κατεύθυνση. Και η ανησυχία των πολιτών ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά αυξάνει, ο δείκτης ανησυχίας προς την οικονομία μεγαλώνει και η αβεβαιότητα ότι τα οικονομικά τους το επόμενο διάστημα θα χειροτερεύσουν και αυτή μεγαλώνει».
Σε περίπτωση που υπάρξει κυβερνητικό αδιέξοδο μετά από δεύτερες εκλογές ο Νίκος Μαραντζίδης αποκλείει το ενδεχόμενο συνεργασίας ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν θεωρεί καθόλου απίθανο να υπάρξει συμπόρευση Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη. «Είναι μια πολύ σοβαρή περίπτωση, ειδικά, αν δεν προκύπτει καμιά άλλη δικομματικού χαρακτήρα κυβέρνηση. Δηλ. αν έχουμε μια κατάσταση όπου οι μόνες πιθανές συνεργασίες είναι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ–ΚΙΝΑΛ ή ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ για να βγαίνουν οι αριθμοί, ναι το βρίσκω αρκετά πιθανό από το να οδηγηθούμε σε τρίτες εκλογές. Και κατά τη γνώμη μου θα το επιλέξει ο Ανδρουλάκης και για ένα ακόμη λόγο, για να μην διαλυθεί το κόμμα του. Γιατί είμαι σίγουρος ότι αρκετοί βουλευτές του θα πιεστούν πάρα πολύ και θα πιέσουν πάρα πολύ για μια κυβερνητική συνεργασία. Υπάρχει μια τάση στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που προφανώς θα πει στον αρχηγό του ότι ήρθε η ώρα για μια συνεργασία».
Ο κ. Μαραντζίδης εκτιμά, ότι δεν θα είναι καθόλου ευτυχής με αυτήν την εξέλιξη τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Νίκος Ανδρουλάκης. Πιο δυσαρεστημένος, όμως, θα είναι ο Ανδρουλάκης γιατί ανησυχεί ότι μπορεί να αφομοιωθεί από τη ΝΔ. Από την άλλη και ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ- που είναι μειοψηφικό- θα «κλωτσήσει», θα φύγει προς τα αριστερά-πολύ περισσότερο αν επιβεβαιωθούν οι κακές προγνώσεις ότι από το 2023 θα έχουμε δημοσιονομική προσαρμογή, η κατάσταση, τότε, θα ζορίσει και άρα αυτό σημαίνει ότι θα κληθεί η νέα κυβέρνηση να πάρει πιο δύσκολα μέτρα.
Σε ό,τι αφορά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα θεωρεί ότι αυτό έχει υποχωρήσει εδώ και καιρό. «’Λειτούργησε’ όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση ή απειλούσε να γίνει κυβέρνηση. Από το 2019 όταν και είχαμε κυβερνητική αλλαγή και καθώς περνάει ο καιρός, ουσιαστικά, μια κυβέρνηση και τα πολιτικά πράγματα κρίνονται με βάση τα πεπραγμένα της κυβέρνησης και όχι με τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης. Αυτό όσο προχωράει, θα εμπεδώνεται ότι το αντι-Σύριζα ρεύμα δεν είναι ένα εκλογικό εργαλείο. Δεν είναι ένα αξιόπιστο εργαλείο για την κυβέρνηση, για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στο οποίο μπορούν να επενδύσουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί στην προεκλογική καμπάνια». Σε κάθε περίπτωση όπως λέει, ένα κομμάτι δυσαρεστημένων της ΝΔ θα επιχειρηθεί να συσπειρωθούν στη βάση του μπαμπούλα του ΣΥΡΙΖΑ. ‘Δεν τα κάναμε τόσο καλά εμείς στη ΝΔ, αλλά τι θέλετε να ρθουν αυτοί;΄ Αυτό συνέβαινε πάντα. Θυμηθείτε την ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου: ΠΑΣΟΚ ή δεξιά και κέρδιζε ψήφους από τα αριστερά».
Όπως εξηγεί ο Νίκος Μαραντζίδης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα «σηκώσει» τα θέματα της ακρίβειας, της καθημερινότητας και τα προβλήματα στην αγορά. Παράλληλα, θα επενδύσει πάρα πολύ στην εικόνα του Τσίπρα και στο χάρισμα που έχει να επικοινωνεί με τον καθημερινό άνθρωπο, με τον απλό κόσμο, να περπατάει στους δρόμους, να τον αγγίζει και να τον αγκαλιάζει. Έχει ένα επικοινωνιακό χάρισμα στον κόσμο της καθημερινότητας και θα προσπαθήσει να το εκμεταλλευθεί.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον καθηγητή του ΠΑΜΑΚ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επενδύσει σε αυτό που ονομάζουμε statesmen, ως ο πρωθυπουργός των μεγάλων αποφάσεων. «Θα ‘παίξει’ το χαρτί, ότι συνομιλεί με τους μεγάλους ηγέτες, πήγε στο Κογκρέσο κ.α. Μαζί με αυτό θα ‘παίξει’ και το χαρτί της σταθερότητας ότι το διεθνές περιβάλλον είναι αρκετά αβέβαιο και επικίνδυνο και ‘εγώ είμαι ένας ηγέτης που κρατάω σταθερό το τιμόνι. Η κυβέρνηση μου ακόμη και αν έκανε λάθη, δεν πήγε την χώρα στο γκρεμό. Συμμετέχουμε σε όλες τις συμμαχίες, είμαστε η κυβέρνηση της ασφάλειας, της σταθερότητας που στους επικίνδυνους καιρούς πρέπει να αναζητήσει κάποιος’. Αυτό θα είναι το αφήγημά του».
Δύσκολη η συγκυρία για να προσελκύσει ψηφοφόρους το ΚΙΝΑΛ
Σε ότι αφορά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, εκτιμά ότι τα πράγματα δυσκολεύουν, γιατί σε συνθήκες όπου τα ζητήματα είναι σκληρά (ακρίβεια, πόλεμος, διεθνής αναστάτωση) οι άνθρωποι συσπειρώνονται γύρω από μεγάλους πόλους υπό την έννοια ότι κάποιοι που είναι δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση θα σκεφτούν ότι ‘δεν είμαστε για περιπέτειες’. Θα μείνουν στη ΝΔ άνθρωποι κεντρώοι, μετριοπαθείς που θα σκεφτόταν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως εναλλακτική λύση. Ή από την άλλη πλευρά άνθρωποι πολύ θυμωμένοι που περνάνε πάρα πολύ δύσκολα, που δεν τους φτάνει ο μισθός, η σύνταξη, αυτοί θα θελήσουν να εκδηλώσουν με σαφή τρόπο την αντίθεση τους, την διαμαρτυρία τους, την διάθεση τους να καταψηφίσουν την κυβέρνηση. Κατά τη γνώμη μου σε αυτό το περιβάλλον οι δύο μεγάλοι θα βγουν ενισχυμένοι.
Δεν είναι ένα περιβάλλον στο οποίο ευνοείται ο κατακερματισμός. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έχει χώρο το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να δελεάσει ψηφοφόρους. Έχει, αλλά οι συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από ότι ήταν εννιά μήνες ή ένα χρόνο πριν όταν βγαίναμε από την πανδημία που ήταν πιο αισιόδοξη η κατάσταση και ο κόσμος έλεγε ‘ωραία να αρχίσουμε σιγά-σιγά να ζούμε σαν άνθρωποι. Και κάπου εκεί έβλεπε σε πολιτικό επίπεδο το ΚΙΝΑΛ σαν μια εναλλακτική λύση και έναν νέο ηγέτη, τον Νίκο Ανδρουλάκη, πιστεύοντας ότι θα πρέπει να έχει τη δικιά του ευκαιρία. Όταν, όμως, σκληραίνουν τα πράγματα γενικότερα, ζορίζουν για τα μικρά κόμματα».
Η στρατηγική της ΝΔ για να περιορίσει το αντιδεξιό ρεύμα
Σύμφωνα με τον Νίκο Μαραντζίδη, είμαστε μακριά από την δημιουργία ενός αντιδεξιού αντικυβερνητικού ρεύματος. Όπως εξηγεί, ένα κομμάτι των ψηφοφόρων- που είτε μετακινήθηκαν προς τη ΝΔ το 2019, είτε για μα σειρά λόγους δεν μετακινήθηκαν, αλλά είδαν με φιλικό τρόπο την κυβερνητική αλλαγή του 2019 δηλ. ήταν στην γραμμή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο για μια σειρά από μεγάλα ή μικρότερα θέματα (π.χ. Πρέσπες, Ορθοδοξία κ.α.) αυτό το κομμάτι- που οπωσδήποτε ήταν την προηγούμενη περίοδο το προνομιακό κομμάτι της άκρας δεξιάς, της Χρυσής Αυγής- σήμερα είναι ενοχλημένο, θυμωμένο και δεν βρίσκει πολλά κοινά με την εικόνα του πρωθυπουργού. Είναι ένα λαϊκό κομμάτι της δεξιάς όπως και γενικότερα το ακροδεξιό κομμάτι στην Ελλάδα. Από την άλλη, η εικόνα του πρωθυπουργού- η φιλελεύθερη κοσμοπολίτικη ελίτ- που μιλάει στα αμερικάνικα πανεπιστήμια-δεν ενθουσιάζει -αυτό το κομμάτι του εκλογικού σώματος και το θεωρεί ενοχλητικό. Αυτοί δεν πρόκειται να τον ψηφίσουν.
Το ερώτημα είναι πόσοι είναι και τι θα κάνουν (πολλοί π.χ μπορεί να μην πάνε να ψηφίσουν). Το ενδιαφέρον της ΝΔ για αυτό το ακροατήριο είναι φυσικά να το περιορίσει όσο μπορεί, αλλά αν δεν μπορεί να το περιορίσει να το κατακερματίσει.
Να στείλει μια μονάδα στο πατριωτικό κόμμα του Πρόδρομου Εμφιεμτζόγλου, αν μπορεί, γιατί δεν είναι εύκολο να το κάνει και γιατί δεν είναι και στο χέρι της. Εύχεται να κατακερματιστεί αυτό το σώμα σε αρκετά κόμματα-σχήματα στα δεξιά ώστε ακόμη και αν αθροίσει κάτι σημαντικό αυτό να μην αποτυπώνεται στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών εδρών. Να αποτυπώνεται μόνο με το κόμμα του Βελόπουλου, με ένα από τα τέσσερα δηλ. σχήματα που υπάρχουν.
Όπως λέει είναι οι ίδιοι που τις κρίνουν κάθε φορά. Ειδικά σε τέτοια κατάσταση, δηλ. όταν ζητάει το κυβερνών κόμμα δεύτερη θητεία, παραδοσιακά, υπήρχε ένα ισοζύγιο που ήταν από την μια μεριά πόσοι είναι δυσαρεστημένοι από την πρώτη θητεία- οι οποίοι αποφάσισαν να μετακινηθούν ή το σκεφτόταν πολύ σοβαρά- και από την άλλη πλευρά αυτοί που είτε ήταν ικανοποιημένοι, είτε παραδοσιακά δεν άλλαξαν.
Οι ψηφοφόροι της δεύτερης ευκαιρίας
Υπάρχει και μια τρίτη πιο κρίσιμη κατηγορία που λέει ας δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτή η τρίτη κατηγορία της ΄δεύτερης ευκαιρίας΄ πάντα έκρινε αν θα καταφέρει μια κυβέρνηση στην μεταπολίτευση να επανεκλεγεί δεύτερη φορά, υπενθυμίζοντας την περίπτωση των διπλών εκλογών του 2015 και τη νίκη ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ίδιο συνέβη και το 2007 με την κυβέρνηση Καραμανλή και την επανεκκλογή της.
Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Όπως λέει ο κ. Μαραντζίδης παρατηρείται ένα προβάδισμα της ΝΔ που δεν της δίνει αυτοδυναμία, έχουμε μια δεύτερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ με μονοψήφια διαφορά που μπορεί να πει κανείς ότι είναι μισοάδειο-μισογεμάτο ποτήρι παρά τις όποιες ανησυχίες που μπορεί να υπήρχαν στο ΣΥΡΙΖΑ ή τις προσδοκίες από άλλα κόμματα, κυρίως στη ΝΔ ότι η αλλαγή της ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα έφερνε δραματικές εξελίξεις στις δημοσκοπικές σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. «Αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεύτερο κόμμα αλλά δεν ανατρέπει τους εκλογικούς συσχετισμούς-προς το παρόν-και αυτά είναι τα κακά νέα για το ΣΥΡΙΖΑ.
Σε ότι αφορά το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και δω μπορεί να πει κανείς ότι είναι μισοάδειο-μισογεμάτο το ποτήρι. Δείχνει ότι έχει μια άνοδο σε σχέση με το 8,1% που είχε πάρει η Φώφη Γεννηματά στις εκλογές του 2019. Όμως δεν είναι κάποια άνοδος που καταλαβαίνω ότι δημιουργεί κάποιο κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού. Θα περίμεναν κάτι παραπάνω. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις όταν εκλέχθηκε ο νέος πρόεδρος έδειχναν υψηλά ποσοστά. Αυτό σταδιακά ‘κάθησε΄ σε πιο λογικά ποσοστά και άρα αποτυπώνεται μια εικόνα που την βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις: μπροστά η ΝΔ, πίσω ο ΣΥΡΙΖΑ με μονοψήφια διαφορά, πάνω από το 10% αλλά όχι πολύ πάνω το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ».
Σχολιάζοντας, τέλος, την ένταση που έχει δημιουργηθεί, τελευταία, στο ΑΠΘ τονίζει ότι την ευθύνη έχει η κυβέρνηση, η αστυνομία και οι πολιτικές που ουσιαστικά βάζουν λάδι στη φωτιά. «Δεν ξέρω τους χειρισμούς της πρυτανείας. Νομίζω, όμως, ότι ήταν ένα δευτερεύον θέμα που έγινε πρωτεύον. Θα συμβεί κανένα κακό και στο τέλος θα τρέχουμε όλοι. Ούτε μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με ΜΑΤ και δακρυγόνα τα πράγματα αυτά. Έζησα από κοντά πώς αντιμετωπίζει η Αστυνομία τους πολίτες-γιατί ήμουν στον τελικό κυπέλλου ΠΑΟΚ-ΠΑΟ- και τον τρόπο με τον οποίο η ΕΛΑΣ χρησιμοποιεί ακατάσχετα εναντίον δικαίων και αδίκων τα δακρυγόνα. Ήμασταν στις εξέδρες, δεν έχουμε σχέση με χούλιγκαν και ταραξίες και κάποιοι δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν και έφευγαν σε κατάσταση κρίσης. Αφού το έκαναν σε 20.000 ανθρώπους με μία ευκολία που πραγματικά με συγκλόνισε, θεωρώ ότι εκεί που έχουν το άλλοθι (ΑΠΘ), ότι είναι ταραξίες δεν έχω καθόλου εμπιστοσύνη ότι το αντιμετωπίζουν με νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Δεν μπορεί το ελληνικό κράτος και η ελληνική αστυνομία να αντιμετωπίζει σαν βεντέτα την ζωή στο πανεπιστήμιο και να βλέπω αυτό το αποκρουστικό θέαμα με διμοιρίες των ΜΑΤ στο κάμπους λες και είναι κατεχόμενο έδαφος. Θεωρώ ότι την ευθύνη την έχει αποκλειστικά η κυβέρνηση. Εργαλειοποιείται ένα ελάσσων θέμα για να βελτιώνεται η εικόνα της κυβέρνησης και συγκεκριμένων υπουργών. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είναι όλα επικοινωνία» κατέληξε.