Σε πρώτη ανάγνωση το «μπαρούτι» στα ελληνοτουρκικά θα μπορούσε να είναι υπόθεση win-win για τον Ταγίπ Ερντογάν και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην Τουρκία η λίρα καταρρέει, ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει το 73% και η Standard & Poor’ s προειδοποιεί ότι τα capital controls είναι απλώς θέμα χρόνου. Ενώπιον της οικονομικής διάλυσης και με τον χρόνο έως τις εκλογές του 2023 να κυλά αντίστροφα, ο Ταγίπ Ερντογάν «πουλάει» επίδειξη ισχύος προς την Δύση και αναθεωρητισμού στο Αιγαίο: Μπλοκάρει την διεύρυνση του ΝΑΤΟ, εμφανίζει την Ελλάδα ως επιθετική δύναμη, βάζει τον Τσαβούσογλου να αμφισβητήσει ανοιχτά την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και σπεύδει, σήμερα, στην Σμύρνη μαζί με τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί για να παρακολουθήσει τουρκική άσκηση απόβασης στα νησιά.
Στην Ελλάδα ο πληθωρισμός χτυπάει το 12%, η τιμή της βενζίνης πιάνει τα 2,5 ευρώ το λίτρο κι ένα από τα υψηλότερα επίπεδα σε όλη την Ευρώπη και η κρίση της ακρίβειας παραπέμπει σε εποχές ίσως χειρότερες και από εκείνες των Μνημονίων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει όπλα και τεθωρακισμένα στην Ουκρανία, επενδύει στην «σωστή πλευρά της ιστορίας», και απαντά στον Ερντογάν ότι η Ελλάδα θα δώσει «συντριπτική απάντηση» σε ενδεχόμενη αμφισβήτηση της κυριαρχίας της.
Το εσωτερικό πολιτικό όφελος και για τις δύο πλευρές είναι προφανές. Οι εθνικές κρίσεις, ή έστω οι εθνικές εντάσεις, φέρνουν συσπείρωση γύρω από την σημαία και, αντανακλαστικά, γύρω από τις κυβερνήσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να επιχαίρει ήδη για την, μικρή έστω, δημοσκοπική ανάκαμψη της ΝΔ ως ο πρωθυπουργός που δόνησε το αμερικανικό Κογκρέσο και ο Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να κάνει προεκλογική ρελάνς στους κεμαλιστές, τον Εκρέμ Ιμάμογλου και τον Μανσούρ Γιαβάς ως ο ηγέτης που έκανε ξανά την Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Οι τούρκοι μπορεί, κυριολεκτικά, να μην έχουν ψωμί να φάνε, έχουν όμως τον χάρτη και το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Στην πραγματικότητα, το πολιτικό όφελος είναι τόσο προφανές που κάποιοι και από τις δύο πλευρές μπορεί να μπουν – ή και να μπαίνουν ήδη – στον πειρασμό να ανατροφοδοτήσουν και να μεγιστοποιήσουν την ένταση. Αυτή είναι η πρώτη παγίδα σε ένα ήδη ναρκοθετημένο καλοκαίρι. Η δεύτερη είναι η ανάγνωση, και διαχείριση, μιας γεωπολιτικής συγκυρίας τεκτονικών μεταβολών με όρους εσωτερικού, μικροπολιτικού οφέλους. Είναι η πλέον ασφαλής οδός για τον εθνικό αιφνιδιασμό και το εθνικό ατύχημα.
Για τους διπλωμάτες που δεν μετρούν κέρδη και ζημιές στην εξωτερική πολιτική με βάση τις δημοσκοπήσεις, η υψηλή φόρτιση στα ελληνοτουρκικά στην συγκεκριμένη συγκυρία δεν είναι απλώς και μόνον επιχείρησης εξαγωγής έντασης προς εσωτερική κατανάλωση. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει σχέδιο και στόχο, βλέπει «παράθυρο ευκαιρίας» στο γεωπολιτικό μπρα ντε φερ Δύσης-Μόσχας και στον αναθεωρητισμό του Πούτιν, και χτίζει εντός και εκτός συνόρων την εικόνα μιας επιθετικής Ελλάδας που απειλεί την τουρκική ασφάλεια. Οι υπερπτήσεις στην Αλεξανδρούπολη ήταν το πρώτο βήμα αναβάθμισης αυτού του αφηγήματος και το χθεσινό ερώτημα Ερντογάν προς την Δύση για το «ποιον ακριβώς έχουν ως στόχο οι αμερικανικές βάσεις που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια» ήταν το υστερόγραφο για όσους δεν κατάλαβαν – το μήνυμα ότι η Ελλάδα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την Τουρκία.
Η τακτική αυτή δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ο Ταγίπ Ερντογάν σχεδιάζει θερμό επεισόδιο. Δεν σημαίνουν όμως και ότι δεν θα δοκιμασει τα όρια και της Αθήνας και του ΝΑΤΟ εάν κρίνει πως τον ευνοούν οι συγκυρίες και οι συσχετισμοί.
Κι εδώ το ερώτημα που θέτουν έμπειροι διπλωματικοί παράγοντες είναι πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κυβέρνηση να απαντήσει σε έναν όχι επιχειρησιακό αλλά πολιτικό και νατοϊκό αιφνιδιασμό: Σε μια πιθανή πρωτοβουλία της Δύσης να «τα βρουν» Αθήνα και Αγκυρα δια της ενεργειακής συμμαχίας ή, ακόμη, περισσότερο δια της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο.
Οι πιο ανήσυχοι θυμίζουν ότι οι πιο πιεστικές και προωθημένες διπλωματικές πρωτοβουλίες έρχονται κατόπιν εθνικών επεισοδίων (τύπου Ιμίων). Ακόμη όμως κι εάν δεν υπάρξουν νέα Ιμια, ενίοτε αρκεί και μόνον η κλιμάκωση της απειλής για να μπουν στο τραπέζι «μη ευχάριστες» λύσεις και αποφάσεις, όπως θα έλεγε και ο Κώστας Σημίτης.
Επ’ αυτής της προοπτικής, η σημερινή επίσκεψη του γερμανού καγκελάριου Ολαφ Σολτς στην Ελλάδα και την Θεσσαλονίκη μπορεί να αποτελεί και βαρόμετρο. Είτε ως αναγνωριστική επιχείρηση μιας νέας ελληνοτουρκικής προσέγγισης, είτε και ως συνέχεια της μυστικής διπλωματίας Μέρκελ και του «πρωτοκόλλου του Βερολίνου»…