Κβαντ, Πόρσε, Φλικ: αυτά τα ονόματα πιθανότατα δεν σημαίνουν τίποτα για εσάς. Ωστόσο, όλα αυτά τα επώνυμα έχουν δύο κοινά σημεία: πρώτον, ανήκουν στις πλουσιότερες οικογένειες στη Γερμανία. Δεύτερον, ο πλούτος τους δημιουργήθηκε χάρη στο ναζιστικό καθεστώς και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Αυτό δεν είναι ακριβώς ένα μυστικό στη σύγχρονη Γερμανία, αλλά ευτυχώς αγνοείται. Αυτοί οι τιτάνες της βιομηχανίας έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος της χώρας. Η ραχοκοκαλιά της οικονομίας της Γερμανίας σήμερα είναι η αυτοκινητοβιομηχανία», γράφουν οι New York Times.
«Δεν είναι μόνο ότι η αυτοκινητοβιομηχανία αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του ΑΕΠ, αλλά μάρκες όπως η Porsche, η Mercedes, η BMW και η Volkswagen αναγνωρίζονται σε όλο τον κόσμο ως σύμβολα της γερμανικής βιομηχανικής εφευρετικότητας και αριστείας. Αυτές οι εταιρείες μπορούν να εντοπίσουν την επιτυχία τους απευθείας στους Ναζί: Ο Φέρντιναντ Πόρσε έπεισε τον Χίτλερ να βάλει το Volkswagen στην παραγωγή. Ο γιος του, Φέρι Πόρσε, που δημιούργησε την εταιρεία, ήταν εθελοντής αξιωματικός στα SS. Ο Χέρμπερτ Κβαντ, ο οποίος δημιούργησε τη BMW σε αυτό που είναι σήμερα, διέπραξε εγκλήματα πολέμου.
Ο μεγιστάνας του χάλυβα, του άνθρακα και των όπλων Φρίντριχ Φλικ καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη για χρήση καταναγκαστικής εργασίας και δουλείας, χρηματοδότηση των SS και λεηλασία ενός εργοστασίου χάλυβα. Όμως αφέθηκε ελεύθερος το 1960 και τελικά έγινε ο βασικός μέτοχος της Daimler-Benz, τότε της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας. Η Deutsche Bank αγόρασε τον όμιλο Flick το 1985, μετατρέποντας τους απογόνους του σε δισεκατομμυριούχους.
Πρόθυμοι να βοηθήσουν τους Ναζί
«Πολλοί από τους πατριάρχες αυτών των οικογενειακών εταιρειών δεν ήταν ένθερμοι Ναζί. Ήταν, αν μη τι άλλο, χειρότεροι από τους Ναζί: ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν τους Ναζί με αντάλλαγμα το κέρδος. Πρόκειται για αδίστακτους καιροσκόπους που προσπαθούσαν να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους αυτοκρατορίες με κάθε τίμημα», λέει ο Ολλανδός δημοσιογράφος Ντέιβιντ ντε Γιονγκ, πρώην τραπεζικός συντάκτης στο Bloomberg. Ο 35χρονος δημοσιογράφος διεξήγαγε επί χρόνια μια ενδελεχή έρευνα για τους δεσμούς της γερμανικής βιομηχανίας με το ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του, ο ντε Γιόνγκ τα κατέγραψε σε ένα βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα. Τίτλος; «Nazi Billionaires: The Dark History of German’s Wealthiest Dynasties» (Ναζί δισεκατομμυριούχοι: Η σκοτεινή ιστορία των πλουσιότερων Γερμανικών δυναστειών).
Ο Ντε Γιονγκ που σήμερα ζει στο Ισραήλ, ερευνά πώς οι πλουσιότερες επιχειρηματικές δυναστείες της Γερμανίας έκαναν περιουσίες βοηθώντας το Τρίτο Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ. Τονίζει ότι η άνοδος των Ναζί αντιμετωπίστηκε αρχικά με σκεπτικισμό και περιφρόνηση από πολλούς Γερμανούς επιχειρηματίες, αλλά ορισμένοι ανακάλυψαν ότι θα μπορούσε να είναι πολύ επικερδής.
Κοινό μυστικό
Ο Ολλανδός δημοσιογράφος εξετάζει επίσης πώς, οκτώ δεκαετίες αργότερα, εξακολουθούν να διαφεύγουν του στενού ελέγχου από ένα έθνος που έχει κάνει τόσα πολλά για να αντιμετωπίσει το καταστροφικό παρελθόν του και εξακολουθεί να υποφέρει για αυτό. «Αυτό που με εντυπωσίασε», λέει ο συγγραφέας στον Guardian, «ήταν ότι η Γερμανία είναι μια χώρα που γνωρίζει τόσο πολύ την ιστορία της από πολλές απόψεις, αλλά φαινομενικά οι πιο ισχυροί οικονομικά παράγοντες δεν ασχολούνται με αυτήν… Αυτός ήταν ο λόγος που έγραψα το βιβλίο. Είναι μια κραυγή υπέρ της ιστορικής διαφάνειας», προσθέτει ο Ολλανδός δημοσιογράφος.
Ο ντε Γιονγκ, ο οποίος σήμερα ζει στο Ισραήλ, γράφει: «Αυτές οι οικογένειες εξακολουθούν να ελέγχουν περιουσίες δισεκατομμυρίων ευρώ. Πολλές γνωστές μάρκες, των οποίων τα προϊόντα καλύπτουν όλον τον κόσμο ανήκουν σε αυτές τις οικογένειες: από τα αυτοκίνητα που οδηγούμε, τον καφέ και την μπύρα που πίνουμε, τα σπίτια που νοικιάζουμε, τη γη στην οποία ζούμε και τα ξενοδοχεία που κάνουμε κράτηση για διακοπές και επαγγελματικά ταξίδια».
Ο Ολλανδός δημοσιογράφος ερεύνησε μεταξύ άλλων, την ιστορία της οικογένειας Κβαντ ,που ελέγχει την αυτοκινητοβιομηχανία BMW, την Mini και την Rolls-Royce και θεωρείται σήμερα η πλουσιότερη της Γερμανίας. Οι κληρονόμοι της, διαθέτουν περιουσία περίπου 38 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Ο Γκίντερ Κβαντ απέκτησε εταιρείες από Εβραίους που αναγκάστηκαν να ξεπουλήσουν τις επιχειρήσεις τους και από άλλους οι περιουσίες των οποίων κατασχέθηκαν μετά την κατάληψη των χωρών τους από τη ναζιστική Γερμανία», γράφει ο Ντε Γιονγκ στους New York Times.
Οι στενοί τους δεσμοί με τον ναζισμό είχαν ήδη καταγγελθεί από πολλούς ιστορικούς ενώ αποτέλεσαν και το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ. Αλλωστε ο Γκίντερ Κβαντ είχε συλληφθεί το 1946 ως ύποπτος συνεργασίας με τους Ναζί, ωστόσο απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας πως αναγκάστηκε να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα από τον Γιόζεφ Γκέμπελς, τον Υπουργό Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Χέρμπερτ Κβαντ κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία από τον πατέρα του και έσωσε τη BMW από τη χρεοκοπία, ω ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας.
Στη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου πολέμου είχε την ευθύνη για τα εργοστάσια μπαταριών στο Βερολίνο όπου εργάστηκαν καταναγκαστικά χιλιάδες σκλάβοι εργάτες, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων γυναικών από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Χέρμπερτ Κβαντ-γράφει ο ντε Γιονγκ -απέκτησε εταιρείες που είχαν κλαπεί από Εβραίους στη Γαλλία και χρησιμοποίησε αιχμαλώτους πολέμου.Κατασκεύασε μάλιστα και ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κατεχόμενη από τους Ναζί ,Πολωνία.
Το αυτοκίνητο του Χίτλερ
Ο Φέρντιναντ Πόρσε, πατριάρχης της εταιρείας με τα θρυλικά αυτοκίνητα σήμερα, ευχαριστούσε τους Ναζί κατά το ντεμπούτο του «αυτοκίνητου του λαού» -του Volkswagen: Ο Πόρσε παρέδωσε το πρώτο Volkswagen στον Χίτλερ στα γενέθλιά του το 1939 και ο ντε Γιονγκ σημειώνει: «Το «αυτοκίνητο του λαού» στην πραγματικότητα δεν παραδόθηκε στους πολίτες. Μόνο 630 από αυτά κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ και όλα πήγαν στη ναζιστική ελίτ», λέει ο ντε Γιονκγ. Οταν ο Πόρσε προκάλεσε ζήτηση για τα αυτοκίνητά του το 1939, χρειαζόταν ένα εργοστάσιο για να τα παράγει μαζικά.
Και όπως όλοι οι άλλοι πρωταγωνιστές στις σελίδες του βιβλίου του ντε Γιονγκ, ήταν πρόθυμος να κάνει μια συμφωνία και με τον Διάβολο για να το πετύχει: «Επειδή οι περισσότεροι Γερμανοί είχαν κληθεί στο στρατό σε στρατιωτική θητεία, δεν υπήρχαν πολλοί διαθέσιμοι εργάτες και τον σκληρό χειμώνα του 1939, οι κύριες αίθουσες του εργοστασίου της Volkswagen παρέμεναν χωρίς θέρμανση και από τα κλιμακοστάσια έλειπαν τα τζάμια των παραθύρων. Χρειάστηκαν πολλοί περισσότεροι εργάτες για να τελειώσει η δουλειά και να κρατηθεί ο χώρος σε λειτουργία. Ο Φέρντιναντ Πόρσε δεν τον ένοιαζε αν οι εργάτες που έφτασαν στο εργοστάσιό του , πήγαν οικειοθελώς ή με το ζόρι», γράφει ο ντε Γιονγκ.
Ο Γερμανικός λαός, που υπέφερε από τον Ναζισμό, τιμά με σεβασμό εδώ και δεκαετίες τη μνήμη των θυμάτων της θηριωδίας του Χίτλερ. Σε πόλεις και χωριά της Γερμανίας, υπάρχουν σε πλατείες τα Stolpersteine – τα μνημεία με τα ονόματα και τις ημερομηνίες των θυμάτων των Ναζί.
«Ωστόσο, αυτό το κίνημα μνήμης , παρακάμπτει κατά κάποιο τρόπο πολλούς από τους πιο σεβαστούς μεγιστάνες της Γερμανίας και τις σκοτεινές ιστορίες τους.», λέει ο ντε Γιόνγκ και διερωτάται στους New York Times: «Μήπως η χώρα ανήκει σε μερικούς δισεκατομμυριούχους και τις παγκόσμιες εταιρείες τους που νοιάζονται περισσότερο για την προστασία της φήμης τους – και της περιουσίας τους – παρά για την αντιμετώπιση του παρελθόντος;
Πηγή: Η Ναυτεμπορική