Σήμερα είναι το πανηγύρι του χωριού μου, η εκκλησία του οποίου εορτάζει «της Αγιατριάδος». Έχω να βρεθώ στο πανηγύρι πάνω από 30 χρόνια. Δεν ξέρω αν σήμερα γίνεται καν πανηγύρι. Θυμάμαι όμως πολύ ζωηρά εικόνες του πανηγυριού από πιο παλιά – ουσιαστικά της δεκαετίας του ’70, από την αρχή μέχρι το τέλος της.
Τα πανηγύρια τότε ήταν οικογενειακή υπόθεση, την οποία πλήρωναν τα κατσίκια. Για παράδειγμα, στο πανηγύρι της Σχινόλακας (Πέτρου + Παύλου) ο παππούς Παντελής και η γιαγιά Αγγελική είχαν μουσαφιραίους παιδιά, εγγόνια, νύφες, γαμπρούς, αδέρφια και πρωτοξάδερφα – το σύνολον όχι μικρότερο από τριάντα νοματαίους. Η γιαγιά και οι τέσσερις κόρες της (όλες προκομμένες και άριστες νοικοκυρές) πηγαινοέφερναν αβέρτα τα ταψιά με τα κατσίκια με τις πατάτες στο φούρνο, στη γωνιά της αυλής με το κοκκινόχωμα, έκοβαν σαλάτες και σέρβιραν στους άντρες τους πρώτους μεζέδες, δηλαδή τις τηγανισμένες συκωταριές. Το κρασί, σπιτικό, από το βαρέλι, έρρεε άφθονο από (σχεδόν) πρωίας.
Οι άντρες απολάμβαναν την ημερήσια βασιλεία τους και τη συνάντησή τους: τρωγόπιναν και συζητούσαν, ενώ τα παιδιά αλωνίζαμε στις αυλές με τις αγκινάρες, τα κουνέλια, τις μουριές. Σε μια από αυτές κρεμόντουσαν 4-5 δέρματα από τα σφαχτά, κόκκινα και υγρά ακόμα.
Κάποια στιγμή εμφανιζόντουσαν και τα όργανα, μια ορχήστρα δυναμική από κλαρίνο και νταούλι, υπό τη διεύθυνση του μπάρμπα Γιώργη (αν θυμάμαι καλά) του Βουλωμένου. Με πάγια εντολή του παππού, η ορχήστρα έτρωγε πριν αποχωρήσει.
Μέχρι να συμβούν αυτά, η κρασοκατάνυξη είχε τα πρώτα της θύματα, τα οποία συνήθως αποχωρούσαν ειρηνικά για τα κρεβάτια στο πάνω πάτωμα ή για τις αγκινάρες, στην κατωφέρεια της αυλής. Οι πιο ανθεκτικοί δε σχολούσαν μέχρι το βράδυ, με τελευταίους τον πατέρα μου και τον Πέτρο, ένα γείτονα που ερχόταν για να τα πούνε και να τα πιούνε.
Το βράδυ είχε πλατεία, όπου τα όργανα (όχι τα μεσημβρινά) συγκέντρωναν όλο το χωριό και τους επισκέπτες. Οι μπύρες έβγαιναν παγωμένες από τα πλαστικά βαρέλια με τον πάγο (ω ναι, ακόμα δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία στα χωριά μας) ενώ το μενού ήταν στο έπακρο μινιμαλιστικό: γουρνοπούλα στη λαδόκολλα, εννοείται χωρίς σαλάτες και λοιπά περιττά. Τα παιδιά, πορτοκαλάδες.
Οι χοροί ήταν οικογενειακοί. Έπαιρνες σειρά και όταν ερχόταν η ώρα σου η οικογένεια ανέβαινε στην πίστα, οι γυναίκες χόρευαν συρτά, ο νοικοκύρης τροφοδοτούσε τα όργανα με κόκκινα κατοστάρικα, ώσπου νάρθει η ώρα να ρίξει κι αυτός το τσάμικο. Κι αν η ορχήστρα ήξερε το «δικό του» και τον μεράκλωνε, είχε πιάσει την καλή.
Επωφελούμαι από το τσάμικο που παίζει η ορχήστρα για να επιστρέψω από τη Σχινόλακα στο Μεσοπόταμο, που είχε σαν σήμερα το πανηγύρι του. Χόρευε λοιπόν ο Μέγας, ένας γλυκός άνθρωπος και ανοικονόμητος γλεντζές, ήτανε και δυο τρεις τραγουδίστριες στο πάλκο, χραπ, κάνει ο δικός σου και αδειάζει το πορτοφόλι του τίγκα στα χιλιάρικα, πάνω τους, χαρτοπόλεμο. Και φεύγει, κύριος.
Μόλις πήγε στο σπίτι και τον χτύπησε κρύος αέρας, επέστρεψε και ζητούσε το ποσόν (το οποίο είχε συγκεντρώσει οργώνοντας για μήνες νυχθημερόν με το τρακτέρ) αλλά εις μάτην.
Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα άγριο μαρσάρισμα, στην άκρη της πλατείας: είχε καταφθάσει ο Μέγας με το τρακτέρ και την υδροφόρα και υπό την πειστική απειλή ότι θα τα κάνει όλα μούσκεμα πήρε πίσω κάποια από χαμένα χιλιάρικα.
Κατά τα λοιπά, όποιος καφετζής αποφάσιζε να κάνει πανηγύρι γύριζε με το σκαπτικό, «την Άγκρια» (και την καρότσα) στα γύρω χωριά και μάζευε από τα άλλα καφενεία καρέκλες και τσίγκινα τραπέζια. Φρόντιζε νάχει αρκετά πλαστικά βαρέλια (υπό φυσιολογικές συνθήκες τα χρησιμοποιούσαν στο ράντισμα της σταφίδας) και τις ανάλογες παγοκολώνες. Ως βοηθοί επιστρατεύονταν μικροί μεγάλοι του σπιτιού και όποιοι στενοί συγγενείς ήταν διαθέσιμοι.
Σημειωτέον ότι τα γερόντια δεν έπιναν μπύρα. Ένα γερόντιο εξηγούσε «μου βγάνει καντήλες, παιδάκι μ’» και έδειχνε το χέρι του από τον αγκώνα και κάτω, εννοώντας ότι η μπύρα είναι πολύ ακριβή.
Το θρησκευτικόν μέρος του πράγματος αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες (όχι όλες και σίγουρα όχι τις νέες νοικοκυρές) και τους πολύ γέρους. Ωστόσο, η εκκλησία του χωριού, η Αγιατριάδα, πλημμύριζε από κόσμο. Στην πραγματικότητα το μόνο που ενδιέφερε τους χωρικούς ήταν το πανηγύρι – το οποίο όμως χρειαζόταν, αταβιστικά, το άλλοθί του.
Οι επισκέψεις στα σπίτια από τα γειτονικά χωριά δεν αναγγέλλονταν, απλά γινόντουσαν. Απαραιτήτως από τους συγγενείς (μέχρι τριακοστού τετάρτου βαθμού) και τους κουμπάρους, κατά βούληση από τους φίλους και γνωστούς. Συνήθως ο επισκέπτης πήγαινε στου συγγενή του και μετά έσμιγε τους άλλους χωρικούς στα καφενεία, όπου γινόντουσαν πάμπολλοι γουστόζικοι καυγάδες με αντικείμενο «όχι, ‘γω θα πλερώσω, δεν ακώ τίποτα, κουμπάρε!», τις δώδεκα και σαράντα που έφτανε ο λογαριασμός με τους καφέδες, τις πορτοκαλάδες και τα γλυκά του κουταλιού.
(Ένας μπάρμπα Γιάννης από διπλανό χωριό δεν παρέλειπε να κερνάει ένα λουκουμάκι το γάιδαρό του. Μια φορά, μεθυσμένος στην πλατεία της Πύλου είχε φωνάξει «χέζω μες το Γέρο τον αφαιρεμένο» και τον βούτηξαν οι χωροφύλακες, για προσβολή του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Την άλλη μέρα στο αυτόφωρο είπε με αμίμητο ύφος «ε, είπα, κύριε Πρόεδρε, είπα… αλλά δεν έκαμα κιόλας!» και αθωώθηκε «λόγω βλακείας»)
Οι γυναίκες είχαν το δικό τους τρόπο να συνευρίσκονται στις αυλές μπροστά από τους φούρνους, φουρνίζοντας κατσίκια και φρέσκο ψωμί και γαλόπιτες (γαλατόπιτες) Τα παιδιά, μιλιούνια από δαύτα, αλώνιζαν τα δρομάκια και την πλατεία του χωριού, μαζευόντουσαν όμως σαν τις μύγες μπροστά στους γυρολόγους που άπλωναν τα παιχνιδάκια και τα μπιχλιμπίδια ή τα παγωτά λαχταριστά μπροστά στα παιδικά μάτια. «Δωμ’ ένα φράγκο!» απαιτούσε ο πιτσιρικάς από τη μάνα του και το έπαιρνε για να απολαύσει παγωτό και καραμέλες και στραγάλια. Κατά τη διάρκεια της μέρας θα έπαιρνε πολύ περισσότερα από μπαρμπάδες και παππούδες και νονούς.
Αλλά η κορύφωση ήταν πάντα τα «όργανα». Δυστυχώς, δεν έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου τον ήχο που έβγαζαν εκείνες οι ορχήστρες. Λίγο αργότερα, στη δεκαετία του ’80 που θυμάμαι καλά, επρόκειτο περί πραγματικής τραγωδίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος γλεντούσε με την ψυχή του. Και την άλλη μέρα επέστρεφαν όλοι στις σταφίδες, στα περιβόλια και στα ζωντανά.