Το ακραίο Κέντρο δεν αφορά την κοινωνική ή την οικονομική ατζέντα αλλά τη θεσμική και ιδεολογική αντιμετώπιση μιας Αριστεράς που έχει με τον καιρό γίνει αντιδραστική δύναμη. Άρθρο παρέμβασης από τον καθηγητή Νικόλα Σεβαστάκη.
To «δηλητηριώδες» ακραίο Κέντρο
Kάτι έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό: οι όροι ακραίο Κέντρο και «ακρο-κεντρώος», από περιορισμένης χρήσης αρνητικοί προσδιορισμοί με προέλευση αριστερούς σχολιαστές και δημόσιους διανοούμενους, τείνουν να γίνουν μέρος της συμβατικής δημόσιας αντιπαράθεσης. Κάποιοι πλέον νιώθουν την ανάγκη να αποδεχτούν, ή μάλλον να επωμιστούν, την ευθύνη αυτής της ταυτότητας, να αναγνωριστούν ως ακρο-κεντρώοι[1]. Ακόμα, ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις[2], ο χαρακτηρισμός εμφανίζεται περισσότερο στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής πολεμικών ανακοινωθέντων με στόχο «δολοφονία χαρακτήρων» σε social media και πρόχειρες αναρτήσεις. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση πως ο προσδιορισμός λειτουργεί στην αρένα ως συνώνυμο (για μυημένους, όμως) ενός καταχρηστικά πολυχρησιμοποιημένου όρου: του νεοφιλελευθερισμού. Σύμφωνα με τους κατά καιρούς χρήστες της έκφρασης, το ακραίο Κέντρο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ο νεοφιλελευθερισμός/νεοσυντηρητισμός στη σφαίρα της πολιτικής. Θα το συνδέσουν, επίσης, με μια άλλη ιδιάζουσα τροπή του δημόσιου λόγου – ιδίως στην ελληνική σφαίρα– που είναι μια «θεωρία των δύο άκρων». Αυτή η μανιέρα του λόγου περί «θεωρίας των δύο άκρων» επιδιώκει να καταστήσει μη νόμιμη ή να απαξιώσει σαν κάτι δαιμονικό την κριτική σε παραδόσεις και πρακτικές του αριστερού ριζοσπαστισμού και της κομμουνιστικής μυθολογίας. Πολλοί ριζοσπάστες μάλιστα, θέλοντας να σαρώσουν την ιδέα ότι υπάρχει και ένα αντιδημοκρατικό αριστερό άκρο, έχουν προσαρμόσει τη σοφιστική τους σε μια δική τους εκδοχή περί δύο άκρων. Πώς έχει αυτή η εκδοχή; Διατείνονται πως υφίστανται, όντως, δο άκρα: το ένα είναι ο νεοφασισμός (η ευρύτερη άκρα Δεξιά) και το άλλο είναι το «ακραίο Κέντρο». Το τελευταίο χρεώνεται με την κατηγορία πως παράγει ουσιαστικά την Ακροδεξιά και τον νεοφασισμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, στη συμβατική ρητορική «κατά του ακραίου Κέντρου», η συλλογιστική ανιχνεύει μονότονα την εξής κίνηση: μια όξυνση αντιλαϊκότητας και ελιτισμού (νεοφιλελεύθερο ακραίο Κέντρο) ενισχύει μέσα στα φτωχά και μεσαία στρώματα τον ακροδεξιό λαϊκισμό, τον τραμπισμό, τον λεπενισμό κ.λπ. Το επιχείρημα απλώνεται και στην αντίστοιχη γαλλική συζήτηση που βλέπει στο «δηλητήριο του ακραίου Κέντρου» μια κανονικοποίηση θεμάτων της αντιδραστικής Ακροδεξιάς.
Η πιο πάνω οπτική βρίσκεται πίσω από σχεδόν όλες τις προσεγγίσεις του ακραίου Κέντρου. Το ακραίο Κέντρο καταχωρίζεται, εντέλει, σε έναν ελιτίστικο ορθολογισμό ο οποίος είτε αγνοεί είτε περιφρονεί βαθιά την «κοινωνία». Επειδή μάλιστα (ισχυρίζονται πάντα οι επικριτές του) στηρίζεται σε μια αγνόηση ή παραγνώριση κοινωνικών αναγκών και λαϊκών επιθυμιών, αυτές οι επιθυμίες επιστρέφουν τώρα με τη μορφή απωθημένου ως ακροδεξιές και ρατσιστικές φαντασιώσεις. Με άλλα λόγια, αληθινός υπαίτιος ή «χορηγός» και για τις νέες μορφές ριζοσπαστικής Δεξιάς είναι το ακραίο Κέντρο. Κάπως έτσι, εντέλει, ο συλλογισμός ολοκληρώνεται με άρτιο πολεμικό τρόπο. Άλλοτε με τη ριζική απόρριψη κάθε Κέντρου (ως μεταμφιεσμένης Δεξιάς) και άλλοτε με την προσπάθεια να διαχωριστεί μια πιο υγιής, δημοκρατική σοσιαλδημοκρατία και Κεντροαριστερά από το σκοτεινό ακραίο Κέντρο. Το κάλεσμα όσων τοποθετούν τον εαυτό τους στη προοδευτική και χειραφετητική σκέψη φροντίζει λοιπόν να κατακεραυνώνει τον «ακροκεντρώο» ως εκδοχή του σύγχρονου δεξιού που απλώς δεν θέλει να παραδεχτεί τη νεοσυντηρητική του ταυτότητα. Το ακραίο Κέντρο ανάγεται σε μια πολιτισμικά διαφοροποιημένη, εκσυγχρονισμένη (νεο)Δεξιά η οποία επιδιώκει να ενσαρκώσει την καπιταλιστική τεχνοκρατική λογική της παγκοσμιοποίησης εις βάρος των κοινωνικών αναγκών και της εξισωτικής δημοκρατίας.
Συμπερασματικά: το ακραίο Κέντρο παρουσιάζεται σαν πεδίο πολιτικής και πολιτισμικής αντεπίθεσης των «ελίτ κατά του λαού», της ολιγαρχίας κατά της δημοκρατίας, της εξειδικευμένης πολιτικής κατά της πολιτικής των μαζών και της δημιουργικής επινοητικότητας όσων παραμένουν ανυπότακτοι. Ορισμένες πιο σοφιστικέ αναλύσεις του βλέπουν το παιχνίδι ανάμεσα σε «προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό» και αυταρχική βιοπολιτική όπως παγιώνεται στις μεταδημοκρατίες της εποχής. Έτσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το λεγόμενο ακραίο Κέντρο έχει γίνει ο νόμιμος και περίπου αποκλειστικός στόχος πολλών επιθέσεων σε πρόσωπα και ιδέες που θεωρούνται πως εκφράζουν τις αντιλήψεις, τα σχέδιά του ή απλώς το στυλ του.
Η αντιολοκληρωτική Αριστερά, πραγματική μήτρα του «ακραίου Κέντρου»
Μπορεί κανείς να υποδείξει μια «ακροκεντρώα» πολιτική στάση ανασκευάζοντας σε μεγάλο βαθμό αρκετά από τα παραπάνω; Υπάρχει δυνατότητα για μια διαφορετική και πιο θετική προσέγγιση στην επίδραση ενός ακραίου Κέντρου; Θέλω να προτείνω εδώ ένα άλλο κριτήριο για τη γενεαλογία του πολιτικού αυτού τόπου από το συμβατικό, το οποίο συνδέει την προβληματική αυτή με το περίφημο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα και την πολλαπλώς σχολιασμένη διείσδυσή του στη δυτική Κεντροαριστερά κατά τη δεκαετία του 1990. Μιλώ, αντιθέτως, για εκείνες τις μορφές σοσιαλδημοκρατικής και αριστερής φιλελεύθερης σκέψης και πράξης που, τις μεταπολεμικές δεκαετίες, δεν συμπορεύτηκαν με την κομμουνιστική Αριστερά. Από μια άποψη, μπορούμε να πούμε πως ο πραγματικός γενέθλιος τόπος του ακραίου Κέντρου της σύγχρονης εποχής είναι ο πολιτικός και πνευματικός χώρος των προοδευτικών που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιτάχθηκαν στη γοητεία των δημοκρατικών / ψευδοφιλειρηνικών μετώπων τα οποία εκπορεύονταν από την κομμουνιστική (σταλινική και μετασταλινική) Αριστερά. Με άλλα λόγια, ο αληθινός πολιτικός πρόγονος του ακραίου Κέντρου είναι μια μειοψηφική αντιολοκληρωτική δημοκρατική Αριστερά που κατανόησε τον εαυτό της ως μέρος της δυτικής ταυτότητας. Με άλλους όρους, είναι όσοι-ες από το Κέντρο και την αντισταλινική Αριστερά των χρόνων εκείνων συμμάχησαν με τους cold war liberals (τους φιλελεύθερους του ψυχρού πολέμου) και όχι με το «προοδευτικό στρατόπεδο» που είχε συγκροτηθεί με τις ευλογίες της Μόσχας. Αυτό σημαίνει πως, σε χώρες με έντονη παρουσία της κομμουνιστικής Αριστεράς και της αντίστοιχης «αντιφασιστικής» κουλτούρας (της θεμελιωμένης στην πίστη στον ειρηνοποιό και ωφέλιμο για το παγκόσμιο κίνημα χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης και των σοσιαλιστικών χωρών), τα χνάρια του ακραίου Κέντρου είναι πολιτικοί, διανοούμενοι και κοινωνικές δυνάμεις που αντιστάθηκαν στον πειρασμό της ευθυγράμμισης και της μετατροπής τους σε δορυφόρους των κομμουνιστικών κομμάτων και των μετωπικών τους οργανώσεων. Αντιθέτως, όσοι ακολούθησαν την εκδοχή μιας πιο φιλοσοβιετικής και πιο φιλοκομμουνιστικής Κεντροαριστεράς, ακόμα και αν εξέφρασαν μια μεταρρυθμιστική και απολύτως κοινοβουλευτική Αριστερά, θα ιδρύσουν μια άλλη παράδοση. Αυτή η άλλη παράδοση οδηγεί στην ιδέα ότι η σοσιαλδημοκρατία ανήκει πολιτικά και πολιτισμικά στον ίδιο πάνω-κάτω χώρο με τη ριζοσπαστική Αριστερά. Στα χρόνια του ψυχρού πολέμου, η συγκεκριμένη επιλογή έφτιαξε διάφορες συμμαχίες και μια κοινή γλώσσα που μοιραζόταν το αντιδεξιό πάθος και τον άκριτο θαυμασμό για όλες τις διεθνείς προσωπικότητες και τις δυνάμεις που αντιπάλευαν τους Αμερικανούς και τη Δύση. Κατάληξη αυτής της παράδοσης είναι το μοτίβο της συμμαχίας των προοδευτικών δυνάμεων, όπου προοδευτικοί θεωρούνται όλοι όσοι πολιτικά ισχυρίζονται πως είναι αντίπαλοι της νεοφιλελεύθερης ή της νεοαντιδραστικής Δεξιάς. Συχνά, μάλιστα, προοδευτικοί ηγέτες και κινήματα θεωρήθηκαν ακόμα και αυταρχικά και απεχθή καθεστώτα όπως αυτά της Συρίας και της Λιβύης ή ακόμα τομείς και οργανώσεις εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που δεν απείχαν από τρομοκρατικούς στρατούς.
Με κάποιον τρόπο, η σημερινή έκφραση της παλαιάς, κεντροαριστερής υποτακτικότητας στο σοβιετικό παράδειγμα και στο κομμουνιστικό κίνημα είναι εκ νέου η ιδέα της συμμαχίας των «προοδευτικών δυνάμεων» υπό την αριθμητική και πολιτική κυριαρχία των κομμάτων μιας ριζοσπαστικής-λαϊκιστικής Αριστεράς. Η πρόσφατη εξέλιξη στη Γαλλία, με την απόφαση σοσιαλιστών και οικολόγων να γίνουν μέρος της καμπάνιας του τροτσκογενούς Ζαν-Λυκ Μελανσόν, δείχνει αυτή την τάση. Όταν δυνάμεις και πρόσωπα με αναφορά στη σοσιαλδημοκρατία ή στην πολιτική οικολογία μπορούν να συμβιώσουν, και μάλιστα να συμπαραταχθούν πολιτικά με κουλτούρες της περιφρόνησης για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, αφυπνίζεται ο παλιός μύθος ενός κοινού αντιφασιστικού, δημοκρατικού χώρου.
Πολιτικο-πνευματικό ρήγμα
Είναι λοιπόν λάθος να βλέπει κανείς το ακραίο Κέντρο ως την παρέκκλιση κεντροαριστερών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων προς τις πολιτικές της «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης» των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Διότι η υιοθέτηση από διαφόρους προοδευτικούς, προσωπικότητες ή κόμματα, στοιχείων μιας δημοσιονομικής και οικονομικής ορθοδοξίας είναι ένα γεγονός που χαρακτήρισε μια ευρύτερη ιστορική συγκυρία. Η στροφή, όμως, της κυβέρνησης Μιτεράν προς τη «λιτότητα» ή αντίστοιχες αλλαγές οικονομικής πολιτικής άλλων σοσιαλιστών (του Ανδρέα Παπανδρέου συμπεριλαμβανομένου, ήδη από το 1985-6), δεν μετατρέπουν αυτές τις φυσιογνωμίες σε εκπροσώπους του ακραίου Κέντρου. Ακόμα και η στιγμή Μπλαιρ και η σοσιαλφιλελεύθερη αναζήτηση της σύνθεσης πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς (έτσι όπως δοκιμάστηκε κυρίως τη δεκαετία του 1990 σε Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία και αλλού) δεν αντιπροσωπεύει παρά εξαιρετικά ατελώς μια λογική ακραίου Κέντρου. Το ότι έγινε κάποτε λόγος για radical centrism, για ένα ριζοσπαστικό Κέντρο[3], συνιστά απλώς ένδειξη κάποιας σχέσης με το ζήτημα που θέτουμε εδώ: με το ζήτημα της πολιτικής και πνευματικής αυτονομίας ενός τμήματος της Αριστεράς και του Κέντρου από κάποιες ισχυρές (και διεισδυτικές) παραδόσεις των αριστερών κινημάτων και κομμάτων του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Σε αυτό το σημείο νομίζω πως διαμορφώνεται μια λογική ακραίου Κέντρου, λογική που δεν έχει ευθύγραμμη σχέση ούτε με τον νεοφιλελευθερισμό, ούτε με τη «δεξιοποίηση» της κοινωνίας, αλλά δείχνει μια ρήξη στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας. Το ακραίο Κέντρο αποκτά νόημα και λόγο ύπαρξης σε συγκεκριμένες, μεγάλες, καθοριστικές επιλογές που το διαχωρίζουν από άλλες ποικιλίες «μετριοπαθούς», ρεφορμιστικής και προοδευτικής πολιτικής. Το ακραίο Κέντρο αντιστέκεται με πάθος στη διανοητική χειραγώγηση και στο ηθικό μπούλινγκ της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε μια σειρά από θέματα: κινήματα και πολιτική βία, δυτική ταυτότητα και συμμαχίες, επιλεκτικός αντι-ιμπεριαλισμός. Και σήμερα, όπως καταλαβαίνουμε καλά, ένα από τα βασικά σημεία διάκρισης του ακραίου δημοκρατικού Κέντρου από διάφορες εκδοχές της υπό χειραγώγηση φιλελεύθερης Κεντροαριστεράς είναι η διαυγής επίγνωση των απειλών που εκλύονται από τον ριζοσπαστικό αναθεωρητισμό και τους ιμπεριαλισμούς, με προέλευση ανελεύθερες καθεστωτικές δομές. Ακραίο Κέντρο είναι πλέον όσοι/ες δεν θεωρούν πως η σοσιαλδημοκρατική κουλτούρα εξαντλείται σε αναδιανεμητικά ζητήματα ή έστω σε μια χρήσιμη ατζέντα ήπιας πολιτικής οικολογίας. Όσοι και όσες (πολίτες και πολιτικοί χώροι) καλούνται να αντιμετωπίσουν το πολιτικό και στρατηγικό ζήτημα της ανανέωσης της Δύσης και της ενίσχυσης έννομης διεθνούς τάξης απέναντι σε αλητο-τυχοδιωκτικές συμπεριφορές κυβερνήσεων ή άλλων οργανισμών ισχύος. Η ανάσχεση και η αποτροπή των νέων αυταρχικών ηγεμονισμών είναι έτσι θέμα υψηλής προτεραιότητας, όχι με όρους κρατικού ρεαλισμού ή ευρωπαϊκής τάξης, αλλά με όρους βασικών κοινωνικών-πολιτικών όρων για να έχει και νόημα η έννοια της προόδου στην Ευρώπη και στο παγκόσμιο σύστημα.
Στην ελληνική δημόσια σφαίρα, μπορούμε να πούμε πως το ακραίο Κέντρο επερωτά κριτικά το είδος των δημοκρατικών μετώπων και των «χειραφετήσεων» που υποτιμούν τις αντιδημοκρατικές ιδεολογίες με αριστερή προέλευση. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται μια αναμφισβήτητη ένταση ανάμεσα στην ακρο-κεντρώα λογική (και στα δημόσια συναισθήματα που τη στηρίζουν) και στη γραμμή εκείνη που έβλεπε και συνεχίζει να ονειρεύεται μια ενιαία ή συγκλίνουσα προοδευτική παράταξη. Τι σημαίνει αυτό; Απλά πως, από τη σκοπιά της θεσμικής και πολιτικής κουλτούρας, δεν υφίσταται ενότητα ανάμεσα στους «προοδευτικούς» ή στους δημοκράτες κεντροαριστερούς και στην «άλλη Αριστερά». Αυτή είναι η εμπειρία που γεννάει τον ακρο-κεντρώο πολιτικό λόγο και όχι η φτηνή φιλολογία περι φιλοδεξιών ή αντιδεξιών συσπειρώσεων.
Υπάρχουν φυσικά διαφορετικά σχέδια ως προς τα λεπτά θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης ή ως προς την κριτική σε πλευρές του υπερκαπιταλισμού διεθνώς ή των μορφών επιχειρηματικής ανομίας στο εσωτερικό της χώρας. Η Κεντροδεξιά της τεχνοκρατικής μεταρρύθμισης και μια σοσιαλδημοκρατική Αριστερά που επιδιώκει πιο εκτεταμένες αλλαγές για μια λιγότερο ταξική κοινωνία συνεχίζουν να έχουν νόημα ως διακριτές πολιτικές και αξιακές μεταφράσεις και, εν πολλοίς και προφανώς, ως εκλογικοί ανταγωνιστές. Μπορεί, εξάλλου, να διαφωνεί κανείς πολύ με επιμέρους πτυχές των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικών μοντέλων και συγχρόνως να έχει συνείδηση της θεμελιώδους υπεράσπισης των δυτικών πολιτικών και αξιακών κεκτημένων απέναντι στους νέους αντιδραστικούς: στο ανελεύθερο πολιτικό Ισλάμ, στις ακροδεξιές συνωμοσιολογικές ατζέντες, στους αντιδυτικούς διαύλους υπονόμευσης της δημοκρατίας με εκπόρευση το Κρεμλίνο ή το Πεκίνο. Όλα αυτά τα πολύτιμα στοιχεία δέσμευσης απουσιάζουν από την Αριστερά αλλά, δυστυχώς, και από εκείνα τα τμήματα της Κεντροαριστεράς που είναι πρόθυμα για συμμαχίες με τη ριζοσπαστική Αριστερά, παραβλέποντας σημαντικές όψεις της θεσμικής και ιδεολογικής της αντιδραστικότητας.
Αν κάποιος πιστεύει πως χρειάζεται να επανεκτιμήσουμε τον παράδοξο και πολεμικά κατασκευασμένο όρο του ακραίου Κέντρου, καλό είναι να διευκρινίσει την ουσία του. Στη σκέψη που μόλις σκιαγράφησα εδώ, η ουσία του ακρο-κεντρώου διαβήματος είναι μια πολιτική παιδεία που διεκδικεί την οικουμενικότητα, τα βασικά φεμινιστικά κεκτημένα, την απόρριψη του αντιδυτικού «αντι-ιμπεριαλισμού» και των ιδεολογιών που φιλοξενούν ανελεύθερους ριζοσπαστισμούς.
Με αυτή την έννοια, έχουμε στο νου μας περισσότερο μια διάθεση και μια πολιτική λογική παρά το ένα ή το άλλο συγκεκριμένο κομματικό εγχείρημα και πολιτικό υποκείμενο. Η βάναυση εισβολή στην Ουκρανία, η μάχη με τους ανορθολογισμούς και τις νέες αντιεπιστημονικές δημαγωγίες, η ευαισθησία για αλλαγές στο λογισμικό της αναπτυξιακής πορείας και της ίδιας της ασφάλειας χωρών που απειλούνται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, όλα αυτά δημιουργούν ένα χώρο όπου πολίτες με ποικίλες διαδρομές και πολιτικά οδοιπορικά αναγνωρίζουν μια γλώσσα βασικών δεσμεύσεων. Με αυτή την έννοια, το ακραίο Κέντρο είναι μια κίνηση πνευμάτων και σχεδιασμών που δημιουργείται από την όξυνση και την αλληλοτροφοδότηση κρίσεων εθνικών και πλανητικών. Είναι μια δημοκρατική ταυτότητα με αίσθηση του τραγικού, με επιμονή στη σημασία των ιδεών και με απόκρουση της ψευτορεαλιστικής πολιτικής των συμφερόντων ή των στρατηγικών υποχωρήσεων στις νέες και παλιές ολοκληρωτικές δυνάμεις. Από εκεί και πέρα, μπορούμε να διαφωνούμε για το πώς θα ελεγχθεί η ακρίβεια ή πώς θα δημιουργηθεί μια κουλτούρα αληθινών ευκαιριών για τους νέους που έχουν πέσει στις μαύρες τρύπες των κρίσεων.
Το ακραίο Κέντρο δεν αφορά την κοινωνική ή την οικονομική ατζέντα αλλά τη θεσμική και ιδεολογική αντιμετώπιση μιας Αριστεράς που έχει με τον καιρό γίνει αντιδραστική δύναμη.
[1] Βλ. Ηλίας Μαγκλίνης, «Ακραίο Κέντρο», Καθημερινή, 11/5/2022. Το κείμενο του Μαγκλίνη αρχίζει με τη φράση: «Είμαι ακραίο Κέντρο. Ας το παραδεχτώ επιτέλους. Δεν έχει νόημα να το κρύβω άλλο, κυρίως από τον εαυτό μου. Ας το δω λίγο και σαν μια μορφή ψυχοθεραπείας […]».
[2] Στη Γαλλία, οι μελέτες του Pierre Serna επιχειρούν να διαβάσουν το ακραίο Κέντρο ως μια πολιτική ανωμαλία που προέκυψε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και διαμόρφωσε μια δηλητηριώδη Δημοκρατία της Πιρουέτας και αργότερα ένα αυταρχικών κλίσεων Κέντρο. Βλ. Pierre Serna, La République des Girouettes. Une anomalie politique. La France de l’ extrême centre, 1789-1815 et au-delá, Παρίσι, Champ Malon, 2015· και του ιδίου μια συνολική «εποπτεία» του ακραίου Κέντρου, L’ extrême Centre ou le poison francais, 1789-2019, Champ Vallon, 2019. O Serna βλέπει στο ακραίο Κέντρο την πηγή του «στιγματισμού» της Αριστεράς και των ριζοσπαστικών κινημάτων σε όλο το μήκος της γαλλικής πολιτικής ιστορίας. Στον αγγλόφωνο χώρο, η πρωτοκαθεδρία του λόγου περί ακραίου Κέντρου (ταυτίζοντάς το με την μπλαιρική και γενικά τη νεοκεντρώα σοσιαλφιλελεύθερη γραμμή) ανήκει στον τροτσκιστή διανοούμενο Tαρίκ Αλί, στο The extreme Centre. A warning, Λονδίνο, Verso (που επανήλθε και με μια «δεύτερη προειδοποίηση»). Στην ελληνική συζήτηση είναι πολλά τα κείμενα που αναλύουν την τελευταία τριετία (ιδίως την κυβέρνηση Μητσοτάκη) ως συμμαχία «Ακροδεξιάς» και «ακραίου Κέντρου» ή αναπαράγουν την ιδέα του ακραίου Κέντρου ως αμιγούς τόπου της επίθεσης των πλουσίων κατά των φτωχών, των ελίτ κατά του λαού. Βλ. για παράδειγμα, Χρήστος Λάσκος, «Παθητική επανάσταση», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 8/01/2019, Τάσος Παππάς, «Ακραίο κέντρο και λαϊκή δεξιά, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12/5/2022, Nίκος Σμυρναίος, «Ο Μακρόν και το αδιέξοδο του ακραίου κέντρου», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 17/8/2020 και επίσης το άρθρο του Παντελή Κυπριανού, «Φαντασιακές αντιμαχίες στο “κέντρο”», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 29/10/2020 (που διαχωρίζει μια πραγματιστική, μετριοπαθή διάσταση της πολιτικής από το ακραίο Κέντρο)
[3] Στην ατμόσφαιρα των αρχών του 2000, που χαρακτηριζόταν από την ορμή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το βιβλίο των Ted Halstead και Michael Lind, The radical center: the future of American politics, Anchor, 2001, προανήγγειλε και κωδικοποίησε ορισμένες κεντρώες πολιτικές της εποχής Ομπάμα. Προφανώς, όμως, αυτό δεν αφορά τη δική μας συζήτηση. Η περί ριζοσπαστικού Κέντρου συζήτηση στη Βρετανία και στις ΗΠΑ εκείνης της συγκυρίας έχει διαφορετικό πλαίσιο και απαντά σε άλλα ζητήματα από τη σημερινή απορία περί ακροκεντρώων πολιτικών λογικών και συναισθημάτων.
*Αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ποιητής, και συγγραφέας. Βιβλία του: Φιλόξενος μηδενισμός, Μια σπουδή στον homo democraticus (2008), Αυτό το πνεύμα που παραδίδει το πνεύμα (2009), Δοκιμές και αναγνώσεις (2011), Η τυραννία του αυτονόητου (2012), Φαντάσματα του καιρού μας (2017). Κυκλοφορούν ακόμα οι συλλογές διηγημάτων του, Γυναίκα με ποδήλατο (2014), Άνδρας που πέφτει (2015) και το μυθιστόρημα Άνθρωπος στη σκιά (2019).