Η υπόθεση Novartis είναι κατά κοινή παραδοχή το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Κι αν υπάρχει μία διαφωνία αυτή είναι στο αν πρόκειται μόνο για οικονομικό σκάνδαλο που κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν για να στήσουν μία σκευωρία, όπως υποστηρίζουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ή αν είναι εξ’ αρχής ένα πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι δικαστικές και διωκτικές αρχές των ΗΠΑ.
Κατά κοινή παραδοχή επίσης ο χειρισμός της υπόθεσης τόσο από κυβερνητικά στελέχη όσο και από παράγοντες της ελληνικής δικαιοσύνης υπήρξε μέχρι σήμερα επιεικώς απαράδεκτος τόσο από την πλευρά εκείνων που ήθελαν να αποκαλύψουν όσο, βεβαίως και από εκείνους που έκαναν τα πάντα για να συγκαλυφθούν στοιχεία και πρόσωπα της υπόθεσης.
Το αποτέλεσμα είναι οι ένοχοι του πραγματικού σκανδάλου να κυκλοφορούν ελεύθεροι και οι κατηγορούμενοι για πολιτική σκευωρία, δύο πρώην ανώτεροι δικαστικοί, ο πρώην υπουργός και εισαγγελέας Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και η πρώην εισαγγελέας Ελένη Τουλουπάκη, να παραπέμπονται στο Ειδικό Δικαστήριο. Ενώ απαλλάσσονται των κατηγοριών της σκευωρίας πέντε δημοσιογράφοι που είχαν χαρακτηριστεί “εγκληματική συμμορία” από τον πρωθυπουργό.
Σε κάθε περίπτωση και μέχρι να υπάρξει δικαστική διαλεύκανση του σκανδάλου Novartis, όσο αυτό “σέρνεται” και εργαλειοποιείται πολιτικά τόσο θα δηλητηριάζει την πολιτική ζωή του τόπου.
Η παραπομπή σε Ειδικά Δικαστήρια των Παπαγγελόπουλου και Τουλουπάκη αλλά και του Νίκου Παππά για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, τινάζει στον αέρα το κλίμα ελάχιστης συναίνεσης και συνοχής θα έπρεπε να επιδεικνύει ο πολιτικός κόσμος απέναντι στις απειλές της Τουρκίας αλλά και της οικονομικής και ενεργειακής κρίσης και μάλιστα σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο.
Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η χώρα είναι η τοξικότητα και η ακραία πόλωση που θα δημιουργηθεί εξ’ αιτίας αυτών των δικαστικών αποφάσεων για τις παραπομπές σε δίκη με βάση το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής που δεν αφορούσε καν τον πυρήνα του υπαρκτού σκανδάλου Novartis.
Το βέβαιο είναι ότι οι παραπομπές, πέρα από το αδύναμο κατηγορητήριο, είναι ένα “δώρο” της κυβερνητικής παράταξης στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και τον Αλέξη Τσίπρα καθώς συσπειρώνει τη βάση του κόμματος απέναντι στις “πολιτικές διώξεις” στελεχών του.
Ταυτόχρονα “κόβει” και κάθε γέφυρα εθνικής συνεννόησης και τερματίζει τα όποια σενάρια υπήρχαν -άσχετα πόσο ρεαλιστικά ή όχι ήταν- για οικουμενική κυβέρνηση.
Από την άλλη πλευρά, η ενδεχόμενη αθώωση όσων σήμερα παραπέμπονται θα σκορπίσει την απογοήτευση και θα φέρει κλυδωνισμούς και εντός της συντηρητικής παράταξης στελέχη της οποία ήταν βέβαια για τη “σκευωρία”.
Το χειρότερο όμως δεν είναι οι αντιδράσεις της κομματικής βάσης των δύο μεγάλων κομμάτων όσο εκείνες στην ευρύτερη κοινή γνώμη που δυσπιστεί ήδη τόσο για το ρόλο των εξεταστικών επιτροπών της βουλής όσο και για την κατάσταση συνολικά της Δικαιοσύνης.
Ο πολιτικός κόσμος για μία ακόμη φορά πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται ολόκληρη η κοινωνία συγκαλύπτοντας ή εργαλειοποιώντας υπαρκτά σκάνδαλα όπως αυτό τη Novartis. Και οι μόνοι που τρίβουν τα χέρια τους είναι όσοι προσδοκούν την κατάρρευση, συνολικά της Δημοκρατίας αλλά και όσοι, εκτός συνόρων, θέλουν να δουν μια Ελλάδα να βουλιάζει για μία ακόμη φορά, όπως και πριν 100 χρόνια, στο διχασμό.
Μία τοξική προεκλογική περίοδος με Ειδικά Δικαστήρια μπορεί να σημάνει μία νέα καταστροφή ασύλληπτου μεγέθους.