Είναι καιρός, οι ελληνικές κυβερνήσεις να αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο, μαζί με τα προβλήματά του, ως αυτό που πραγματικά είναι.
Θανάσης Καλογερέσης
Το τελευταίο διάστημα, έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες μιας ακόμη προσπάθειας προώθησης μιας εκ βάθρων μεταρρύθμισης του ελληνικού πανεπιστημίου. Τις προηγούμενες μέρες, το Υπουργείο Παιδείας ανάρτησε στη διαύγεια ένα σχέδιο νόμου που επιδιώκει τη δραστική μεταβολή μιας σειράς χαρακτηριστικών του πανεπιστημίου. Το σχέδιο θα παραμείνει σε διαβούλευση για δύο εβδομάδες και η έκτασή του είναι 400 σελίδες!!! [σημ.: τελικά δόθηκε μία ακόμη εβδομάδα “διαβούλευσης”. Από 200 σελίδες/εβδομάδα πήγαμε στις 130. Πρόοδος…]
Ο χρόνος της παρέμβασης αυτής ίσως είναι ιδανικός για την κυβέρνηση, μιας και η κοινή γνώμη της χώρας είναι πλέον πεπεισμένη πως το ελληνικό πανεπιστήμιο πρέπει να αλλάξει. Γιατί; αν κάνουμε αυτή την ερώτηση στην “μέση Ελληνίδα” και τον “μέσο Έλληνα” είναι βέβαιο πως θα πάρουμε τις ίδιες γενικόλογες (αν και όχι απαραίτητα αστήρικτες) απαντήσεις που αναπαράγουν τα μέσα: εγκληματικότητα, παραβατικότητα, μπαχαλάκηδες, νεποτισμός, αδιαφάνεια, διαφθορά κλπ.
Αν όντως αυτό είναι το Ελληνικό πανεπιστήμιο, τότε -λογικά – θα είναι ένα πολύ κακό πανεπιστήμιο. Σωστά; Αποφεύγοντας τον πειρασμό της προσωπικής γνώμης (καθώς έχω διανύσει σχεδόν το σύνολο της επαγγελματικής μου ζωής μέσα στο πανεπιστήμιο, θα είμαι μεροληπτικός) θα επιχειρήσω να ρίξω λίγο φως στο πόσο κακό είναι επιτέλους το ελληνικό πανεπιστήμιο. Δηλαδή κατά πόσο όσα του καταμαρτυρούν έχουν ως αποτέλεσμα ένα μη παραγωγικό και μη ανταγωνιστικό πανεπιστήμιο. Για όποιον βαριέται να διαβάσει τη συνέχεια του αρκετά εκτενούς αυτού κειμένου, θα του γλυτώσω χρόνο γράφοντας πως το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι από πολλές απόψεις ένα από τα καλύτερα του κόσμου. Εδώ στηρίζω το επιχείρημα αυτό σε δύο βασικούς λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο καταφέρνει να δώσει ίσως την μεγαλύτερη αξία σε κάθε ευρώ που η ελληνική κοινωνία ξοδεύει σε αυτό. Πως το πετυχαίνει αυτό; Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ η ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι η δεύτερη πιο υποχρημαδοτημένη μεταξύ των χωρών-μελών του (Γράφημα 1). Αυτό μεταφράζεται σε δαπάνη 3.503 δολαρίων ανά φοιτητή (στοιχεία 2018 ή μεταγενέστερα). Η διαφορά μας με την τελευταία Κολομβία είναι πολύ μικρή (2.863 δολάρια), όμως είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χώρα, το Μεξικό, που δαπάνησε ποσό υπερδιπλάσιο από αυτό της Ελλάδας (7.907 δολάρια). Η περίπου ίδιου επιπέδου ανάπτυξης Πορτογαλία δαπάνησε 11.779 δολάρια ανά φοιτητή· 3,3 φορές περισσότερο από την Ελλάδα!
Εικόνα 1. Δαπάνη/φοιτητή και κατά κεφαλήν δημοσιεύεις στις χώρες του ΟΟΣΑ (2018 και μεταγενέστερα)
ΠΗΓΕΣ: (Α) ΔΑΠΑΝΗ/ΦΟΙΤΗΤΗ: ΟΟΣΑ (HTTPS://DATA.OECD.ORG/EDURESOURCE/EDUCATION-SPENDING.HTM#INDICATOR-CHART), (Β) ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ: SCIMAGO JOURNAL AND COUNTRY RANK (HTTPS://WWW.SCIMAGOJR.COM/COUNTRYRANK.PHP?ORDER=ITP&ORD=DESC&YEAR=2020)
Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί κάποιος στις πιο πλούσιες χώρες, καθώς μόνο θλίψη μπορούν να προκαλέσουν οι σχετικές συγκρίσεις. Η εικόνα είναι ακριβώς ίδια αν κάποιος χρησιμοποιήσει το μέγεθος της δαπάνης για την 3βάθμια εκπαίδευση ως % του ΑΕΠ (δηλαδή από το σύνολο του πλούτου ή των εισοδημάτων της χώρας το τμήμα που δαπανάται για την τριτοβάθμια εκπαίδευση).
Η μόνη χώρα που δαπανά λιγότερο από την Ελλάδα (Διάγραμμα 2) είναι το Λουξεμβούργο (η πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης· τόσο πλούσια, που ενώ δαπανά τα λιγότερα από όλες ως % του ΑΕΠ, καταφέρνει να δαπανήσει τα περισσότερα ανά φοιτητή στον κόσμο!) Τι σημαίνει αυτό; πως χώρες φτωχότερες (ή και πολύ φτωχότερες) από την Ελλάδα δαπανούν αναλογικά πολύ περισσότερα από εμάς. Για παράδειγμα η Τουρκία δαπανά το 1,7% του ΑΕΠ της, όταν το αντίστοιχο ποσοστό της Ελλάδας είναι περίπου 0,9%. Γιατί όμως το κάνουν; μα γιατί θέλουν να αναπτυχθούν και να γίνουν πιο πλούσιες. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.
Εικόνα 2. Δαπάνη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως %ΑΕΠ
ΠΗΓΗ: ΟΟΣΑ (HTTPS://DATA.OECD.ORG/EDURESOURCE/EDUCATION-SPENDING.HTM#INDICATOR-CHART)
Ποιο είναι το αντίκρισμα της Ελλάδας από αυτή την – πενιχρή – επένδυση; Αξιοποιώντας τα στοιχεία του Scimago Journal and Country Rank για το 2020, η ελληνική ερευνητική κοινότητα (είναι σημαντικό εδώ να αναφερθεί πως οι επιστημονικές δημοσιεύσεις δεν παράγονται μόνο από τα πανεπιστήμια, αλλά και από τα ερευνητικά κέντρα) “παρήγαγε” 1.884 δημοσιεύεις ανά εκατομμύριο κατοίκων1.
Η επίδοση αυτή έφερε την Ελλάδα από την 36η θέση της χρηματοδότησης στην 22η θέση της κατάταξης της παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Με άλλα λόγια, ενώ η ελληνική κοινωνία επενδύει πολύ λίγα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατορθώνει να βρεθεί λίγο κάτω από τη μέση της κατάταξης όσον αφορά στο τι παράγεται από αυτή την επένδυση.
Ωστόσο, τα παραπάνω μεγέθη από μόνα τους λένε μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Το πιο κρίσιμο ερώτημα είναι πόσα δαπανάει η χώρα για κάθε μια δημοσίευση. Θεωρητικά, αν δύο χώρες δαπανούν το ίδιο ποσό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μια από τις δύο παράγει τις διπλάσιες δημοσιεύεις αυτό θα σημαίνει πως είναι δύο φορές πιο παραγωγική από την άλλη χώρα, και πως η κάθε μια δημοσίευση θα έχει απαιτήσει τη μισή χρηματοδότηση.
Πόσο, λοιπόν, “κοστίζει” μια δημοσίευση στην Ελλάδα, και πώς συγκρίνεται το ποσό αυτό με το αντίστοιχο μέγεθος των υπόλοιπων χωρών του ΟΟΣΑ; Αν και τα στοιχεία δεν επιτρέπουν μια ακριβή εκτίμηση (καθώς οι παρονομαστές των δύο μεγεθών που θα συνδυάζω είναι διαφορετικοί), δίνουν, ωστόσο μια αρκετά καλή εικόνα· μια εικόνα που αν και είμαι βέβαιος πως δεν εκπλήσσει τα μέλη της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας, δεν νομίζω πως θα αναφερθούν ποτέ στην επιχειρηματολογία του Υπουργείου.
Η Ελλάδα είναι η πιο αποδοτική χώρα μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ, καθώς ο λόγος των δύο μεγεθών (δαπάνη ανά φοιτητή προς αριθμό δημοσιεύσεων ανά κάτοικο) που παραπέμπει στο μέγεθος της δαπάνης ανά δημοσίευση είναι για την Ελλάδα (όπως φαίνεται από τις κόκκινες τελείες στο γράφημα) ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ!
Προφανώς αξίζει να αναζητήσει κάποιος τα στοιχεία αυτά που θα επιτρέψουν μια ακριβέστερη εικόνα· είναι, ωστόσο αρκετά βέβαιο πως δεν θα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που περιέγραψα.
Ασφαλώς, είμαι ο τελευταίος που θα στηριχθεί αποκλειστικά σε τέτοια δεδομένα για να μιλήσει για το Πανεπιστήμιο. Δεν δίνουν καμία πληροφορία για την ποιότητα των περιοδικών, ούτε και για την απήχηση των δημοσιεύσεων. Ωστόσο, είναι πολύ πιο αξιόπιστα από το μύθευμα του αντιπαραγωγικού και κακού πανεπιστημίου που προβάλλεται διαχρονικά από την πλειοψηφία των ελληνικών κυβερνήσεων.
Αν, ωστόσο, κάποιος δεν έχει πειστεί για την ποιότητα του ελληνικού πανεπιστημίου έτσι όπως αποτυπώνεται από τον αριθμό των δημοσιεύσεων, πρόσφατα κυκλοφόρησε, και σε κάποιους κύκλους ήδη πρόλαβε να γίνει viral, μια μελέτη στην οποία στηρίζω τον δεύτερο λόγο για τον οποίο υποστηρίζω πως το Ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Αφορά τη μελέτη του τούρκου οικονομολόγου Tolga Yuret που δημοσιεύτηκε στο Journal of Informetrics το 2017 (10.1016/j.joi.2017.02.008).
Πρόκειται για μια μελέτη που εξετάζει τα πανεπιστήμια στα οποία πραγματοποίησαν τις προπτυχιακές σπουδές τους οι καθηγητές των κορυφαίων πανεπιστημίων των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων βρίσκονται στην ένατη θέση, με λίγο περισσότερους καθηγητές από την Ιταλία και τη Γαλλία.
Ωστόσο, αν κάποιος εξετάσει το μέγεθος αυτό ως ποσοστό του πληθυσμού της χώρας προέλευσης, προκύπτει πως για κάθε εκατομμύριο Ελλήνων, περίπου 14 άτομα που σπούδασαν σε ελληνικό πανεπιστήμιο εργάζονται ως καθηγητές σε ορισμένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου2. Η μόνη χώρα με περισσότερους καθηγητές ανά εκατομμύριο κατοίκων είναι το Ισραήλ, κάτι που σημαίνει πως αν εκτός των κορυφαίων πανεπιστημίων των ΗΠΑ συμπεριλαμβάνονταν και τα κορυφαία Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια η επίδοση της χώρας μας θα ήταν ακόμη καλύτερη (δεδομένων των ιδιαίτερα στενών σχέσεων ΗΠΑ-Ισραήλ).
Εικόνα 3. Καθηγητές σε κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ με προπτυχιακές σπουδές εκτός ΗΠΑ ανά εκατομμύριο πληθυσμού χώρας προέλευσης
ΠΗΓΗ: YURET, T. (2017). AN ANALYSIS OF THE FOREIGN-EDUCATED ELITE ACADEMICS IN THE UNITED STATES. JOURNAL OF INFORMETRICS, 11(2), 358–370. HTTPS://DOI.ORG/10.1016/J.JOI.2017.02.008
Είναι προφανές πως το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει προβλήματα που χρήζουν -επείγουσας και δραστικής – θεραπείας. Γιατί, λοιπόν, δεν εντοπίζονται αυτά τα προβλήματα ώστε να αντιμετωπιστούν; και τι μπορεί να συμβεί αν το αλλάξουμε εκ βάθρων; Στην τελική ανάλυση τι είναι αυτό που φοβάται η πανεπιστημιακή κοινότητα; Εδώ, μάλλον, βρισκόμαστε στην καρδιά του ζητήματος. Κανονικά, για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα έπρεπε να γνωρίζουμε κάτι που μάλλον καμία κυβέρνηση δεν έχει επιχειρήσει να διερευνήσει που δεν είναι άλλο από την απάντηση στο ερώτημα “τι είναι αυτό που κάνει το ελληνικό πανεπιστήμιο τόσο επιτυχημένο;“ Τι είναι αυτό που μπορεί να αντισταθμίσει τις αντιξοότητες της χρόνιας υποχρηματοδότησης, τις απαρχαιωμένες υποδομές, και περιστασιακά όλα τα κακά που του καταμαρτυρούμε (βλ. παραπάνω);
Θα στενοχωρήσω τους συναδέλφους μου, αλλά η απάντηση δεν είναι η καταπληκτική ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού του Πανεπιστημίου. Όχι πως δεν είναι πραγματικά υψηλής ποιότητας, αλλά δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε πως είναι στατιστικά σημαντική η διαφορά των Ελλήνων σε σχέση με τους ξένους πανεπιστημιακούς.
Αν βγάλουμε αυτόν τον κεντρικό παράγοντα από τη συζήτηση τι μένει; Θα τολμήσω να πω πως αυτό που μένει είναι ακριβώς αυτό που το Υπουργείο επιθυμεί περισσότερο από όλα να αλλάξει με αυτή τη μεταρρύθμιση. Το πραγματικά ανεξάρτητο, ανεπηρέαστο και αυτοδιοίκητο του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Η αίσθηση του κάθε μέλους ΔΕΠ πως το πανεπιστήμιο του ανήκει, αλλά και πως ο ίδιος είναι η εικόνα του πανεπιστημίου. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι οι πανεπιστημιακοί είναι, αν όχι η μόνη, σίγουρα μια από τις λίγες επαγγελματικές ομάδες των οποίων οι απολαβές καταβαραθρώθηκαν στα χρόνια των μνημονίων και παράλληλα το έργο τους αυξήθηκε δραματικά1, χωρίς να ακουστεί σχεδόν μια κουβέντα γκρίνιας; χωρίς το γνωστό : “με τέτοιο μισθό πώς περιμένουν να δουλέψουμε;”
Αυτή η μεταρρύθμιση (αλλά και άλλες που φημολογούνται για μετά τις εκλογές) με την μετατροπή της διοίκησης εν πολλοίς σε επαγγελματική, απειλεί να μετατρέψει τους διδάσκοντες στο ελληνικό πανεπιστήμιο εκ νέου σε υπαλλήλους. Από “ιδιοκτήτες” σε υπάλληλοι. Αν αυτό θέλει το Υπουργείο τότε είναι βέβαιο πως μαζί με τα σαπουνόνερα θα πετάξει και το μωρό. Εδώ πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσω πως το παραπάνω δεν αφορά μόνο το μόνιμο προσωπικό, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο το (αυξανόμενο τα τελευταία χρόνια) πλήθος συμβασιούχων διδασκόντων και ερευνητών, οι οποίοι επιμένουν να παλεύουν και να προσφέρουν παρότι γνωρίζουν πως οι πόρτες του Πανεπιστημίου είναι μονίμως μισόκλειστες…
Αν η κυβέρνηση θέλει ένα άλλο πανεπιστήμιο, το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να το πληρώσει. Για κατασκευή νέων πανεπιστημιουπόλεων, νέων εργαστηρίων, για προσλήψεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού αλλά και για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό μέσω σύγχρονων διαδικασιών διαβούλευσης και συναπόφασης και όχι διαδικασιών τύπου “αποφασίζω και διατάσσω”.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει χώρος για επαγγελματική διαχείριση των πανεπιστημίων. Άλλο, όμως η διαχείριση και άλλο η διοίκηση. Ίσως μάλιστα να μην χρειάζονται για τον σκοπό αυτόν να επενδύσει περισσότερα από χώρες σαν την Χιλή ή την Τουρκία! Τα υπόλοιπα, όπως έδειξα παραπάνω πηγαίνουν ήδη αρκετά καλά και είναι βέβαιο πέρα από κάθε αμφιβολία πως με αυτόν τον τρόπο θα γίνονται ακόμη καλύτερο. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως εκτός των επιδόσεων τους, τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα Τμήματά τους αξιολογούνται τακτικά και πρόσφατα τα περισσότερα πιστοποιήθηκαν σύμφωνα με διεθνώς καθορισμένες αρχές και διαδικασίες.
Είναι καιρός, οι ελληνικές κυβερνήσεις να αρχίζουν να αντιμετωπίζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο, μαζί με τα προβλήματά του, ως αυτό που πραγματικά είναι: Μια από τις διαχρονικές επιτυχίες της χώρας, και όχι ως ένα προνομιακό πεδίο ασκήσεων πολιτικής αποφασιστικότητας και η ελληνική κοινωνία και δημόσια διοίκηση να αρχίσει να μαθαίνει από αυτόν τον παρία της δημόσια συζήτησης.
1 Λόγω των αθρόων συνταξιοδοτήσεων της περιόδου που μείωσαν σημαντικά τον αριθμό των πανεπιστημιακών δασκάλων χωρίς καμία αντίστοιχη μείωση του διδακτικού και διοικητικού φόρτου εργασίας για όσους παρέμειναν
1 Είναι σκόπιμο να αναφερθεί πως ο αριθμός αυτός θα ήταν αρκετά μεγαλύτερος αν συνυπολόγιζε και τις δημοσιεύσεις στην Ελληνική γλώσσα. Αυτό δεν θα άλλαζε δραματικά την κατάταξη της χώρας, καθώς αφορά και όλες τις υπόλοιπες μη-αγγλόφωνες χώρες, αλλά είναι βέβαιο πως θα την βελτίωνε, δεδομένου του ότι θα επιδεινώνονταν η θέση των αγγλόφωνων χωρών.
2 Σημειώνεται πως στα 14 αυτά άτομα δεν περιλαμβάνεται ο αρκετά σημαντικός αριθμός Ελλήνων μαθητών που ολοκληρώνουν τις προπτυχιακές τους σπουδές στις ΗΠΑ και στη συνέχεια απορροφώνται από το Αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα. Μόνο όσοι αποφοίτησαν από τα προβληματικά ελληνικά πανεπιστήμια…
* Ο Δρ. Θανάσης Καλογερέσης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ
πηγή: Huffington Post