Καμιά φορά, χάρη στη φωτογραφία που κρεμάει η εφημερίδα δίπλα στον τίτλο του άρθρου, με αναγνωρίζει κάποιος στο δρόμο. Εννιά στις δέκα φορές η παρατήρησή του, σωστή και ξεκαθαρισμένη, είναι «γράφε τα πιο απλά, καρντάση!».
Συνήθως απαντώ με ευγενική γενικότητα, διότι διαφορετικά έπρεπε να κεράσω καφεδάκι στον αναγνώστη και να του εξηγώ επί ένα ημίωρο. Ας δώσω, λοιπόν, τις εξηγήσεις μου. Γράφω ενίοτε μπερδεμένα και σκοτεινά για πέντε λόγους.
Πρώτον,
δεν ξέρω να τα γράψω απλά. Δεν κατέχω το είδος. Προσπαθώ, αλλά το μυαλό μου έχει ήδη διαστραφεί. Άμα δείτε πώς έγραφα πριν από σαράντα και πενήντα χρόνια, ακόμη κι εγώ δεν καταλαβαίνω πού το πήγαινα. Έτσι και μου φύγει καμιά στρωτή πρόταση, νομίζω πως αρρώστησα και ήρθε η παρακμή και ο θάνατος.
Δεύτερον,
υπήρξα κουλτουριάρης, και μάλιστα πολύ βαρύ πεπόνι. Ώσπου να συνέλθω, βαρώντας με κουζινικά την γκλάβα για να πάρει το σχήμα αεροδρομίου, έζησα παθιασμένα στο τοξικό περιβάλλον του σχολαστικού, που δεν του αρέσει τίποτε, δουλεύει σκληρά αλλά μηχανικά, και κατακρίνει τους πάντες και τα πάντα με κακία και επιχειρήματα. Για να μεταβληθώ, έπειτα από μεγάλη προσπάθεια, από κουλτουριάρης σε απλός γρουσούζης χρειάστηκαν θυσίες, και η σπουδαιότερη ήταν η απώλεια της χαράς της ζωής και της τέχνης. Αντίο, μαντινάδες, αντίο, ριμάδες.
Τρίτον,
εχθρεύομαι πλήθος πραγμάτων, αλλά πάνω απ’ όλα την απλοϊκότητα ως μέσον προσέγγισης των διανοουμένων προς τον αποκαλούμενο από τους ίδιους «κοσμάκη». Προτιμώ χίλιες φορές τους κυνικούς, τους πλακατζήδες και τους μελαγχολικούς, και αυτών η έκφραση σπανιότατα είναι μιας κοπής. Περιέχει στρώματα χιούμορ ή υπαινιγμούς, που μπορεί να μη γίνονται κατανοητοί, αλλά «βάφουν» με αισιοδοξία ένα κείμενο. Με επιπλέον γεγονός ότι γελάω με τους Μόντι Πάιθονς, τον Μποστ και τους αδελφούς Μαρξ, αλλά δεν έσκασε ποτέ το χειλάκι μου με τον Σαρλό, τον Ψαθά και τις αναπαραστάσεις του Αριστοφάνη από τηλεοπτικούς ηθοποιούς, αισθάνομαι (μάλλον λάθος) ότι, μιλώντας απλά, κοροϊδεύεις τον άλλον συνειδητά.
Τέταρτον,
η ακριβολογία είναι μεγάλο σακατλίκι, μια απολογία προς εαυτόν, που δε σε αφήνει να τα λες χύμα. Στις μεταπολιτευτικές διαδηλώσεις, ένας φίλος μάνιαζε όποτε μας έβλεπε να αοριστολογούμε στα συνθήματά μας: «Μα τι θα πει “Αβέρωφ-φασίστα-πα-ραι-τήσου”! Ποιον εννοείτε από την οικογένεια; Μήπως το θωρηκτό; Να φωνάζουμε “Αβέρωφ-Τοσίτσα-Πα-ραι-τή-σου”. Για να είμαστε ακριβείς!».
Κάθε φορά, λοιπόν, που μιλάω, φερ’ ειπείν, για τράπεζες, το κείμενο γίνεται σάλιαγκας που περιπλανιέται, διότι σε πολλά ζητήματα η αλήθεια είναι σαν το κρεμμύδι και πρέπει να δείξεις στον αναγνώστη τουλάχιστον δύο τρία από τα σαράντα φλούδια της. Επομένως, αντίο, απλότητα.
Πέμπτο και φαρμακερό.
Στο βάθος, αυτό το σακατλίκι μού αρέσει. Ξαναδιαβάζοντας κάτι σκοτεινό, πριν φύγει για την εφημερίδα, παρηγοριέμαι πως οι φίλοι μου θα ξαναθυμηθούν ή θα ανακαλύψουν κάποια λέξη ή έκφραση, θα ξαφνιαστούν από ένα ξεχασμένο ιστορικό ανέκδοτο ή μια τρελή περίπτωση. Εξάλλου, περισσότερο χρησιμοποιώ παράξενες λέξεις με λαϊκή βάση, που πολύς κόσμος δεν καταδέχεται, όπως «λαμκιόρης», «καραμπιμπερίμ» και «χασαποψαροταβέρνα». Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως το ύφος μου μπερδεύει επειδή δεν περιέχει πολλά στερεότυπα, όπως «βούλιαξε και φέτος η Χαλκιδική», «και τώρα, λαϊκό τάιμ» και λοιπά.
Αλλά κι αυτό σάμπως χαϊδολόγημα μου φαίνεται.
Πιο απλά δεν μπορώ να τα ειπώ, αλλά νομίζω πως συνεννοηθήκαμε…
Εφημερίδα Αγγελιοφόρος, 30 Ιουλίου 2011