Η ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Ρόιτερς για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, παγκόσμιας εμβέλειας, αποτυπώνει συνήθειες, συμπεριφορές, κοινωνικούς σχηματισμούς και αποτυπώνει τάσεις στο χώρο των ΜΜΕ για το μέλλον, με έμφαση στις ψηφιακή ενημέρωση.
Για τους ανθρώπους των μίντια η έκθεση για τη δημοσιογραφία και το μέλλον της αποτελεί σημείο αναφοράς και η φετινή έκδοση μόλις κυκλοφόρησε.
Με αφορμή την νέα έρευνα ο Νικ Νιούμαν, επιστημονικός συνεργάτης του πανεπιστημιακού ερευνητικού Ινστιτούτου, επικεφαλής ομάδας ερευνητών- επαγγελματιών δημοσιογράφων, στον οποίον, μεταξύ άλλων, πιστώνεται η αναμόρφωση του πορταλ του BBC, εκ των ιδρυτικών μελών του BBC News, μιλά στο topontiki.gr για τα νέα δεδομένα:
Την κόπωση του αναγνωστικού κοινού, το έλλειμα εμπιστοσύνης στην ενημέρωση και τα αίτιά της, τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι οργανισμοί ενημέρωσης, τη νέα τάση μεταξύ των νέων για τα «κανάλια» ενημέρωσης που επιλέγουν και που μάλλον θα πρέπει να βάλει σε προβληματισμό τους μεγάλους οργανισμούς ενημέρωσης.
Μιλά επίσης για το νέο μοντέλο λειτουργίας των ΜΜΕ, με έμφαση στον Τύπο, για να είναι βιώσιμα και να προσφέρουν ποιοτικό περιεχόμενο.
Στην συνέντευξη του αναφέρεται και στην μιντιακή εικόνα της Ελλάδας.
Από την έρευνα στα ΜΜΕ για το 2022 τί σας προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση?
Για μένα είναι ο βαθμός στον οποίο σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων σε όλες τις χώρες αποφεύγει (κάποιες ειδήσεις) αρκετά συχνά. Κατά μέσο όρο, το 38% δηλώνει ότι αποφεύγει μερικές φορές ή συχνά συνειδητά τις ειδήσεις αυτές τις μέρες. Το ποσοστό αυτών στην Ελλάδα είναι 51%.
Πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν τις ειδήσεις επειδή λένε ότι ασχολούνται πολύ με την πολιτική και την πανδημία- άλλοι λένε ότι η αρνητικότητα των μέσων ενημέρωσης τούς ρίχνει την διάθεση ή τους αγχώνει.
Αυτή είναι εξαιρετική πρόκληση για τον κλάδο των ειδήσεων, διότι τα θέματα που οι δημοσιογράφοι θεωρούν πιο σημαντικά, όπως οι πολιτικές κρίσεις, οι διεθνείς συγκρούσεις και οι πανδημίες, φαίνεται να είναι ακριβώς αυτά που απωθούν ορισμένους ανθρώπους.
Οι «ιθαγενείς των κοινωνικών δικτύων» ορίζουν τις ειδήσεις με διαφορετικό τρόπο
Και τον πιο έντονο προβληματισμό;
Ένα πραγματικά ενδιαφέρον θέμα που διατρέχει τη φετινή έκθεση είναι το πρόβλημα της ενασχόλησης των νέων με τις ειδήσεις.
Η έκθεση εντοπίζει μια ομάδα νέων κάτω των 25 ετών που έχουν μεγαλώσει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, των οποίων οι συμπεριφορές και οι στάσεις είναι όχι απλώς διαφορετικές, αλλά περισσότερο διαφορετικές από ό,τι στο παρελθόν.
Αυτοί οι «ιθαγενείς των κοινωνικών δικτύων» ορίζουν τις ειδήσεις με διαφορετικό τρόπο. Ενδιαφέρονται λιγότερο για παραδοσιακά θέματα όπως η πολιτική και έχουν χαλαρή σχέση με επώνυμους οργανισμούς ενημέρωσης (news brands).
Οκτώ στους δέκα (78%) από τους νέους 18-24 έχουν πρόσβαση στις ειδήσεις μέσω δευτερευουσών οδών, όπως οι «συγκεντρωτές» ειδήσεων, οι μηχανές αναζήτησης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάθε εβδομάδα.
Η έκθεση διαπιστώνει επίσης ότι αυτοί οι νέοι, οι «ιθαγενείς των σόσιαλ μίντια» έχουν μετατοπιστεί από το Facebook προς οπτικά δίκτυα όπως το Instagram και το TikTok, όπου η ψυχαγωγία και οι κοινωνικοί επιρροές παίζουν μεγαλύτερο ρόλο.
Με την σε εξέλιξη έρευνά σας επιχειρείτε να διαβλέψετε το μέλλον της δημοσιογραφίας. Τι έπεται λοιπόν;
Σε αυτή την έρευνα προσπαθούμε κυρίως να παράσχουμε στοιχεία για το πώς αλλάζουν οι συμπεριφορές και οι στάσεις, παρά να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά εντοπίζουμε νέες και αναδυόμενες τάσεις.
Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια αναδείξαμε τη μετάβαση σε κλειστές εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, μια τάση που ξεκίνησε από τη Λατινική Αμερική και άλλα μέρη του Παγκόσμιου Νότου και μόλις αργότερα έφτασε στην Ευρώπη.
Μας αρέσει επίσης να αναδεικνύουμε θέματα που θα γίνουν πολύ σημαντικά τα επόμενα χρόνια, όπως το αίτημα για εγγραφή σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους, δίνοντας μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου λόγω της σταδιακής κατάργησης των cookies τρίτων.
Επίσης, η τάση για μεμονωμένους δημοσιογράφους – και άλλους δημιουργούς – να δημιουργούν τις δικές τους επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης χρησιμοποιώντας συνδρομητικά emails και podcasts. Η έρευνα εμπεριέχει αρκετές πληροφορίες και για τα δύο αυτά ζητήματα και θα είναι ενδιαφέρον να τα παρακολουθήσουμε περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Ελλάδα: Μόλις το 27% εμπιστεύεται τις ειδήσεις
Συζητούμε για την πόλωση στα ΜΜΕ. Μαζί με τα Fake News, θα λέγατε ότι είναι η νέα πανδημία των μίντια;
Εξαρτάται. Ορισμένες χώρες είναι πολύ πιο πολωμένες από άλλες, ορισμένες έχουν πολύ υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης από άλλες. Συχνά είναι αυτές οι χώρες στις οποίες οι άνθρωποι βασίζονται λιγότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στη Φινλανδία, για παράδειγμα, το 69% εξακολουθεί να εμπιστεύεται σε μεγάλο βαθμό τις περισσότερες ειδήσεις, αλλά το ποσοστό αυτό είναι μόλις 27% στην Ελλάδα – σχεδόν το χαμηλότερο στην έρευνά μας.
Οι χώρες με τη χαμηλότερη εμπιστοσύνη έχουν σχεδόν πάντα τα υψηλότερα επίπεδα πολιτικής πόλωσης.
Ταινίες όπως το “The Post” ή το “Spotlight” θυμίζουν παλιότερες εποχές, όταν η δημοσιογραφία βασιζόταν στην έρευνα και τις πηγές και είχε επίσης μεγαλύτερη επιρροή. Ποιος είναι ο ρόλος της δημοσιογραφίας σήμερα;
Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα! Ο Κάρλ Μπέρνστιν έχει πεί ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βρίσκει την «καλύτερη δυνατή εκδοχή της αλήθειας».
Και συνέχισε αργότερα να υποστηρίζει ότι τα γεγονότα από μόνα τους – τα οποία είναι πιο άφθονα στα κοινωνικά και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών γεγονότων- δεν είναι αλήθεια χωρίς περιεχόμενο.
Έτσι, μέρος του ρόλου του δημοσιογράφου σήμερα είναι να παρέχει αυτόν τον συνδυασμό γεγονότων και περιεχομένου για να βοηθά τους ανθρώπους να κατανοήσουν σύνθετες ιστορίες και τους εφοδιάζει για να σχηματίσουν την άποψή τους για ένα συγκεκριμένο θέμα.
Οι διαδικασίες έρευνας και επαλήθευσης που ακολουθούν οι δημοσιογράφοι παραμένουν εξίσου σημαντικές όσο ποτέ άλλοτε, αλλά δεν είναι πολύ ορατές.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι συχνά δύσκολο για τους ανθρώπους να καταλάβουν τη διαφορά μεταξύ της δημοσιογραφίας και του όγκου πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σε αυτά.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σημαίνουν επίσης ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να συνομιλούν περισσότερο με το κοινό και να επιμελούνται συχνά τις πηγές με πιο «ανοιχτό» τρόπο. Αυτό δεν είναι κακό, αν αυτό σημαίνει ότι η δημοσιογραφία έρχεται πιο κοντά στο κοινό.
Είσαστε ικανοποιημένος από την ποιότητα της δημοσιογραφίας σήμερα;
Κάποια δημοσιογραφία είναι καλύτερη από ποτέ. Το διαδίκτυο έχει ανοίξει τις επιλογές και έχει προσφέρει πολυφωνία και έκφραση σε μεγάλο βαθμό.
Αλλά η ανάγκη να τραβήξει κανείς την προσοχή και να βγάλει χρήματα στο διαδίκτυο έχει επίσης οδηγήσει σε προβλήματα clickbait και εντυπωσιασμού, όπου μερικές φορές η ακρίβεια (των ειδήσεων) θυσιάζεται προς όφελος της ταχύτητας.
Η μείωση του κόστους δεν βοήθησε επίσης, με ορισμένες εκδόσεις να μπαίνουν σε μια περιδίνηση ή να μειώνουν τα προσωπικό και να υποβαθμίζουν την ποιότητα του περιεχομένου.
Η οικοδόμηση βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων στο διαδίκτυο – όπως οι τάσεις συνδρομής που επισημαίνουμε στην έκθεση – θα αποτελέσει προϋπόθεση για τη διατήρηση ή την αύξηση της ποιότητας στο μέλλον.
Σύμφωνα με τον 20th World Press Freedom Index η Ελλάδα βρίσκεται στην 108η θέση σε συνολικά 180 χώρες. Σε σχέση με την περσινή κατάταξη υποχώρησε κατά 38 θέσεις. Τί σημαίνει αυτό, που εντοπίζετε το πρόβλημα;
Στα δεδομένα μας, όπως είπα, η εμπιστοσύνη είναι από τις χαμηλότερες στην έρευνά μας και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί.
Στην Ελλάδα ελάχιστοι πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ είναι ανεπηρέαστα από αθέμιτη πολιτική επιρροή (7%) και από αθέμιτη επιχειρηματική επιρροή (8%).
Οι συνδρομές είναι ελάχιστες και τα διαφημιστικά μοντέλα συχνά προωθούν περιεχόμενο πολύ χαμηλής ποιότητας.
Στην Ελλάδα πάνω από τους μισούς που συμμετείχαν στην έρευνά μας (58%) δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τι είναι αλήθεια και τι ψέμα στο διαδίκτυο.
Η οικοδόμηση αξιόπιστων ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και η δημιουργία πιστών ακροατηρίων είναι ζωτικής σημασίας – αλλά δεν θα είναι εύκολο.
Οι έντυπες εφημερίδες θα επιβιώσουν
Η τεχνητή νοημοσύνη θα εξαφανίσει το επάγγελμα του δημοσιογράφου;
Όχι. Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να είναι σε θέση να παράγει αυτόματα γεγονότα, αλλά θα δυσκολευτεί να δημιουργήσει περιεχόμενο ή νόημα- το οποίο θεωρώ ως το «κλειδί» της δημοσιογραφίας στο μέλλον, όπως σας ανέφερα και προηγουμένως.
Στις περισσότερες αίθουσες σύνταξης ειδήσεων η Τ.Ν. θα συνυπάρχει με τη δημοσιογραφία, ελπίζοντας ότι θα βοηθήσει σε εργασίες ρουτίνας, όπως το υπόβαθρο κειμένου, η μεταγραφή και ακόμη και η επαλήθευση των εικόνων που δημιουργούνται από χρήστες, απελευθερώνοντας χρόνο για πιο αποδοτικές και πολύτιμες εργασίες όπως η έρευνα, η συνέντευξη και η ανθρώπινη επαφή.
Θα δούμε αυτό που ακούμε εδώ και πολύ καιρό και περιγράφεται ως το τέλος των εφημερίδων;
Βλέπουμε τις εφημερίδες να περιορίζουν τις σελίδες τους, την ύλη τους και το αυξανόμενο κόστος του χαρτιού αυτή τη στιγμή θα «εξοντώσει» μερικές ακόμα, αλλά δεν θα εξαφανιστούν, τουλάχιστον άμεσα.
Θα εξακολουθήσουν να έχουν θέση οι έντυπες εφημερίδες και τα περιοδικά και παραμένουν πολύτιμες για τους μεγαλύτερους σε ηλικία χρήστες που συνήθως έχουν περισσότερα χρήματα να ξοδέψουν για ειδήσεις.
Αλλά στο μέλλον είναι πιθανό να αποτελέσουν ένα προϊόν πολυτελείας με την ψηφιακή τεχνολογία να καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στο αναγνωστικό κοινό.
Υπάρχει τουλάχιστον ένα ελπιδοφόρο στοιχείο στην πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Reuters και ποιό είναι;
Βλέπουμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να κάνουν συνδρομές σε ένα ευρύ φάσμα διαδικτυακών ειδησεογραφικών οργανισμών.
Δεν συμβαίνει σε όλες τις χώρες, αλλά σίγουρα βλέπουμε τώρα ότι ορισμένες μεγάλες εφημερίδες, εθνικής κυκλοφορίας, έχουν ένα βιώσιμο μέλλον βασισμένο στην ποιοτική δημοσιογραφία – πολλές επενδύουν περισσότερο σε δημοσιογράφους λόγω της επιτυχίας αυτών των μοντέλων.
Θα μπορούσα επίσης να επισημάνω την επιτυχία πολλών οργανισμών μέσων ενημέρωσης στην επανεφεύρεση μορφών ειδήσεων – όπως το βίντεο και το podcasting, το οποίο αυξήθηκε και πάλι σημαντικά τον τελευταίο χρόνο και προσελκύει ιδιαίτερα τα νεότερα (ηλικιακά) ακροατήρια.
Έτσι, συνολικά είμαι αισιόδοξος ότι ο κλάδος προσαρμόζεται στην ψηφιακή τεχνολογία καθώς νέα επιχειρηματικά μοντέλα αναδύονται, ακόμη και αν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος των τιμών αποτελούν άμεση απειλή για πολλές επιχειρήσεις Τύπου.