Μία από τις πιο πολυφορεμένες “ταμπέλες” των τελευταίων χρόνων στον πολιτικό λόγο είναι αυτή του “λαϊκισμού” ενός όρου που αποκτά διαφορετικές σημασίες ανάλογα με το ποιός την εκφωνεί και σε ποιόν αναφέρεται. Στόχος είναι η εξουδετέρωση και απονομιμοποίηση του πολιτικού αντιπάλου ο οποίος, ως “λαϊκιστής” είναι, συνακόλουθα, “ανεύθυνος”, “επιζήμιος”, “μη ρεαλιστής”, “ιδεοληπτικός”.
Οι κοινωνικοί και πολιτικοί επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει σε μία συμφωνία για τον ορισμό του “λαϊκισμού” καθώς στη σύγχρονη πολιτική ιστορία άλλοτε φέρει ένα θετικό φορτίο -της υπεράσπισης του λαού, των κοινωνικών δικαιωμάτων, της λαϊκής κυριαρχίας- και άλλοτε αρνητικό, αυτό της δημαγωγίας, της διχαστικής ρητορικής, της ακρότητας.
«Κατά βάση, ό,τι καταγγέλλεται ως «λαϊκιστικό» από τον συστημικό λόγο είναι εκείνο που κάποιοι άλλοι αναγνωρίζουν ως «λαϊκό». Κάθε αναφορά στον λαό, κάθε προσπάθεια να προαχθεί η λαϊκή κυριαρχία, κάθε διεκδικητικός ανταγωνισμός που απειλεί την επίπλαστη φαντασίωση μιας συναινετικής μεταδημοκρατικής κανονικότητας, καταγγέλλεται ως «λαϊκισμός», όπως είδαμε παραπάνω. Και αυτό ανεξάρτητα από το ιδεολογικό του πρόσημο, την αξιοπιστία των φορέων του και την βασιμότητα των αιτημάτων του» μας λέει ο καθηγητής ανάλυσης πολιτικού λόγου στο ΑΠΘ, Γιάννης Σταυρακάκης σε μία αναλυτική συζήτηση που κάναμε μαζί του για το AnatropiNews.
Ολόκληρη η συνέντευξη:
Το τελευταίο διάστημα επανέρχονται μετ’ επιτάσεως οι κατηγορίες για «λαϊκισμό» κατά των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης. Τι θεωρείτε πως προσφέρει, πολιτικά αυτή η ρητορική και σε ποιό ακροατήριο απευθύνεται;
Εντός του πολιτικού λεξιλογίου, ο «λαϊκισμός» λειτουργεί συνήθως ως «δείκτης», ως σινιάλο που προειδοποιεί για κάτι απροϋπόθετα αρνητικό και βλαπτικό. Απευθύνεται πρωτίστως στους λεγόμενους «νοικοκυραίους», στους «προνομιούχους» ή σε όσες/ους νομίζουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν – με λίγη τύχη – προνομιούχοι. Έστω σε εκείνους που φαντασιώνουν τα παιδιά τους ως τους προνομιούχους του μέλλοντος. Παλαιότερα ζητούσαν συχνά να τους τα βαφτίσουν πολιτικοί για να έχουν κάποια συγγενική εξασφάλιση. Τώρα εγγυάται – αυτό τουλάχιστον, τους λένε… – η υποτιθέμενη «αόρατη χειρ» της αγοράς καθώς τα φαντασιώνουν (όλες/α τα παιδιά) ως μελλοντικούς start-upεπιχειρηματίες που θα καινοτομήσουν σε κάποιον τομέα, π.χ. της τεχνολογίας, και θα μοσχοπουλήσουν ακριβά την επιχείρησή τους στα τριάντα για να ασχοληθούν με τα χόμπι τους…Πρόκειται ίσως για την ελληνική εκδοχή του «αμερικάνικου ονείρου».
Απέναντι σε αυτούς στέκεται το φάσμα της μεταπολίτευσης: οι θεσμοί της, η ατμόσφαιρά της, τα υποκείμενα της: οι μη-προνομιούχοι, όσοι έχουν ανάγκη έναν μισθό για να ζήσουν, οι προσδοκίες της. Μπορεί να πέρασαν τα χρόνια, αλλά πολλά από αυτά τα τελευταία παραμένουν μάλλον επίκαιρα. Με μικρούς μόνο μετασχηματισμούς, το φαντασιακό της «λαϊκής κυριαρχίας», δηλαδή της επαρκέστερης και δικαιότερης αντιπροσώπευσης στη λήψη αποφάσεων, μπορεί να συγκινήσει πάλι ευρείες κοινωνικές ομάδες ξεσκεπάζοντας έωλες φαντασιώσεις καθώς τις σαρώνει η μία κρίση μετά την άλλη και η συνακόλουθη καθοδική κοινωνική κινητικότητα, σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης ανισότητας. Το είδαμε την περίοδο 2010-2015.
Είναι, λοιπόν, όρος επιβίωσης για τις συστημικές δυνάμεις να απο-νομιμοποιήσουν – ακόμα και εκ των προτέρων – κάθε επίκληση του «λαϊκού» ικανή να συναρθρώσει δυνητικά ένα ισχυρό διεκδικητικό συλλογικό υποκείμενο. Επειδή είναι δύσκολο να επιτεθούν ευθέως σε μια θεμελιώδη συνταγματική αρχή όπως η «λαϊκή κυριαρχία», επιτίθενται στον «λαϊκισμό» στον οποίο έχουν φορτώσει κάθε παθολογία της δημοκρατικής Ελλάδας και τον οποίο συνδέουν με οτιδήποτε ξεφεύγει από την εξιδανικευμένη συστημική κανονικότητα και σχεδιάζει την παραμικρή εναλλακτική ρύθμιση.
Μήπως τελικά η αντι-λαϊκιστική ρητορική είναι μία άλλη όψη του «λαϊκισμού», με τη δημαγωγική του διάσταση, όπου σε στιγματίζω με μία κατηγορία και μετά εσύ απόδειξε ότι δεν ισχύει…
Αν καταλήξουμε στη χρήση της έννοιας «λαϊκισμός» με τη σημασία του πολιτικού στυλ, του ύφους, κ.λπ. – ή ακόμα και εμμένοντας στη λειτουργία των κοινωνικο-πολιτισμικών χαρακτηριστικών του, π.χ. του καταγγελτικού λόγου, που συνήθως ντύνεται και με αντίστοιχο περιτύλιγμα – ναι, θα μπορούσαμε να το πούμε και έτσι. Εξάλλου, αυτό συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις. Σκεφθείτε έναν άθεο που είναι τόσο ένθερμα αφοσιωμένος στην αθεΐα του, που την εκδραματίζει κατά τρόπο ζηλωτικό, καθίσταται π.χ. ένας ιδιότυπος «σταυροφόρος» εναντίον της θρησκείας, ένας εκκοσμικευμένος ιεροεξεταστής, κ.λπ. Αυτό ασφαλώς συμβαίνει. Με την έννοια αυτή, κάποιος θα μπορούσε να είναι αντι-λαϊκιστής, αλλά να το κάνει με λαϊκιστικό, θα λέγαμε, τρόπο.
Ωστόσο, η κατάχρηση αυτής της λογικής μπορεί να οδηγήσει και σε παράδοξα: να θεωρηθεί «λαϊκιστής» ακόμα και κάποιος που απαξιώνει το λαϊκό στοιχείο, τους πολλούς. Απλώς και μόνο επειδή επιδιώκει τη δημοφιλία και θέλει να είναι λαϊκός με την έννοια του «δημοφιλούς», του αρεστού. Η μίμηση λαϊκότροπων στοιχείων, όμως, δεν κάνει κάποιον αυτομάτως λαϊκιστή.
Είμαι της άποψης ότι, για να αποφύγουμε τη σύγχυση, τα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά -ο καταγγελτικός λόγος, το λαϊκότροπο ντύσιμο και οι τρόποι έκφρασης, κ.λπ.- μόνον επικουρικά θα πρέπει να επιστρατεύονται. Κατά βάση, ό,τι καταγγέλλεται ως «λαϊκιστικό» από τον συστημικό λόγο είναι εκείνο που κάποιοι άλλοι αναγνωρίζουν ως «λαϊκό». Κάθε αναφορά στον λαό, κάθε προσπάθεια να προαχθεί η λαϊκή κυριαρχία, κάθε διεκδικητικός ανταγωνισμός που απειλεί την επίπλαστη φαντασίωση μιας συναινετικής μεταδημοκρατικής κανονικότητας, καταγγέλλεται ως «λαϊκισμός», όπως είδαμε παραπάνω. Και αυτό ανεξάρτητα από το ιδεολογικό του πρόσημο, την αξιοπιστία των φορέων του και την βασιμότητα των αιτημάτων του.
Γι’ αυτό και καμιά από τις κύριες θεωρίες περί λαϊκισμού, στις κοινωνικές επιστήμες, δεν βασίζεται στην διαφοροποίηση του λαϊκού από το λαϊκιστικό. Οι δύο αυτές έννοιες συνιστούν ένα αξεδιάλυτο δίπολο στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού και θα πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Μπορεί ο καθένας κατά μόνας – και με βάση τις ιδιαίτερες αξιακές του προτεραιότητες – να ξεχωρίζει εύκολα το λαϊκό από το λαϊκιστικό. Όταν, όμως, θα βρεθεί στη δημόσια σφαίρα, εύκολα θα καταλάβει ότι κάθε – μα κάθε – επίκληση του λαϊκού, θα καταγγελθεί πολύ γρήγορα ως ανεύθυνος λαϊκισμός. Όσο και να ξορκίσει το «κακό», η ρετσινιά θα του κολλήσει. Γι’ αυτό και είναι ατελέσφορη και καταδικασμένη σε αποτυχία η προσπάθεια ιδίως αριστερών κομμάτων – και διανοουμένων – να καταδικάζουν τον «λαϊκισμό» προτάσσοντας το «λαϊκό». Πολύ απλά, γιατί αυτή ακριβώς η επίκληση του ίδιου του «λαϊκού» έχει καταστεί βασικό γνώρισμα κάθε λαϊκισμού στη δημόσια συζήτηση. Επιπλέον, έτσι υιοθετείται – συνειδητά ή ασυνείδητα – η γενικότερη πλατφόρμα του αντιλαϊκισμού, πράγμα που ενέχει πολλαπλές αρνητικές συνεπαγωγές. Τέλος, αγνοείται το ιστορικό βάθος της έννοιας και η πλαστικότητα του ίδιου του πολιτικού λόγου. Πρόκειται, επομένως, για μάλλον αυτοκτονική πολιτική στάση και για αδιέξοδο επιστημονικό δρόμο. Εδώ που φτάσαμε, η μόνη λύση είναι η (δύσκολη, αναμφίβολα, αλλά απείρως προτιμότερη) προσπάθεια μεταξίωσης του «λαϊκισμού».
Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι εκείνοι που εισήγαγαν, από ότι φαίνεται, την έννοια (το αμερικανικό Κόμμα του Λαού τη δεκαετία του 1890–People’sParty) την εννοούσαν ακριβώς έτσι, ως συνώνυμο του λαϊκού. Γι’ αυτό και θεωρούσαν, οικειοθελώς, αποδεκτή εναλλακτική ονομασία για το εγχείρημά τους τον όρο «λαϊκιστικό κόμμα» – PopulistParty. Επιπλέον, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι τόσο στο διεθνές πλαίσιο όσο και στο ελληνικό, η αρχική εννοιολόγηση του «λαϊκισμού»– πριν τον αναθεωρητισμό του 1950 που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ (Hofstadterκ.α.) για να αγκαλιάσει την ημι-περιφέρεια και την Ελλάδα, ήταν μάλλον θετική. Κάτι που συνήθως αποσιωπάται.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αντι-λαϊκισμός κατατείνει στην εμπέδωση της αντι-πολιτικής ως κυρίαρχης αντίληψης όπου ο πολιτικός το μόνο που κάνει είναι να «χαϊδεύει» τα αυτιά της κοινωνίας και περισσότερο των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων;
Ο αντι-λαϊκισμός υποβάλλει την ιδέα ότι κάθε αναφορά στον λαό και στα λαϊκά συμφέροντα, κάθε φιλο-λαϊκή πολιτική, η ίδια η ιδέα του δημόσιου και των κοινών, είναι αυτομάτως ανεύθυνος λαϊκισμός… Γιατί άραγε; προφανώς ένας από τους σκοπούς της πολιτικής είναι να ικανοποιεί, στο μέτρο του δυνατού, τα αιτήματα των πολιτών και όχι μόνο των παγκόσμιων και εγχώριων εταιρειών (για μικρότερη φορολογία, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, κ.λπ.). Γιατί να αναγνωρίζεται το τελευταίο μόνον ως«ευγενής» σκοπός; Γιατί να είναι ΟΚ να χαϊδεύεις τα αυτιά του εταιρικού τομέα, αλλά όχι των πολιτών; (ιδίως όταν πλέον γνωρίζουμε την αποτυχία των λεγόμενων trickle-downeconomics στις ΗΠΑ και αλλού…) Και ποιος, τελικά, χαϊδεύει αυτιά; Αυτός που ενδυναμώνει τον λαό– ιδίως με νέους θεσμούς δημοκρατικής συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και με αυξημένη πρόσβαση σε δημόσια αγαθά; Ή αυτός που του μοιράζει «καθρεφτάκια» και «χάντρες» για να αποπροσανατολίσει από τον πακτωλό που κατευθύνεται στον εταιρικό τομέα;
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε ποτέ να αποκλείσουμε ότι ένας πολιτικός θα επικαλεστεί τον «λαό» και τα «λαϊκά συμφέροντα» με τρόπο εργαλειακό και πελατειακό, για να εκμαυλίσει και να ξεγελάσει… Εδώ όμως εμφανίζεται μια λαθροχειρία: μπορεί να χαϊδεύουν αυτιά, να ψεύδονται ή να παραπλανούνκαι οι φιλελεύθεροι, και οι σοσιαλδημοκράτες, κ.λπ. Αλλά μόνο οι λαϊκιστές (όσοι αναφέρονται στον «λαό») στιγματίζονται… Γιατί; Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια πλάγια στρατηγική απονομιμοποίησης του ίδιου του λαού;
Όσο υπάρχει ακόμα η «λαϊκή κυριαρχία» στα συντάγματα, ακόμα και αν κάποιοι την αντιμετωπίζουν όπως και την μάλλον ξεχασμένη επίκληση στην Αγία Τριάδα, καιμέχρι να θεσμοθετηθεί η «κυριαρχία της αγοράς» στα συνταγματικά κείμενα – αυτή φαίνεται πως είναι η απευκταία τάση της εποχής –, δεν θα πρέπει να την τιμήσουμε; Φυσικά, να συζητήσουμε τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά όχι αναιρώντας την ίδια την αρχή. Όταν απειλείται ευθέως, δεν θα πρέπει να την υπερασπιστούμε; Τέτοιου είδους αγώνες ίσως αποκτήσουν προτεραιότητα σε ένα πλαίσιο διεθνούς αποσταθεροποίησης, διαρκών κρίσεων και ιδεολογικών ανακατατάξεων όπως αυτό που μοιάζει να εδραιώνεται γύρω μας.
Η έννοια του λαϊκισμού διαφοροποιείται δραστικά από εποχή σε εποχή και από ημισφαίριο και ημισφαίριο; Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, ο λαϊκισμός έχει την ίδια έννοια με αυτή που έχει στην Ευρώπη;
Η αντίθεση ανάμεσα στουςλίγους και τους πολλούς, ανάμεσα στην ολιγαρχία και τη δημοκρατία, αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό των άνισων κοινωνιών μας, ήδη από την αρχαιότητα αν όχι και παλαιότερα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, εκφράστηκε από προοδευτικά λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα στις ΗΠΑ και την Ρωσία.Ιδίως στις ΗΠΑ, το Λαϊκό/Λαϊκιστικό Κόμμα υπήρξε προάγγελος του NewDeal του Ρούζβελτ. Συναφής υπήρξε και η λαϊκομετωπική στρατηγική της δεκαετίας του 1930 απέναντι στον φασισμό. Η μνήμη αυτή υπάρχει και ενίοτε επανενεργοποιείται. Δείτε τη στρατηγική Μελανσόν στις πρόσφατες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές στη Γαλλία.Υπήρξε, δε, ιδιαίτερα επιτυχής στην Λατινική Αμερική, όπου συνιστά εδραιωμένο συστατικό του πολιτικού συστήματος σε πολλές χώρες.
Στην Ευρώπη, έχουμε την ατυχία να έχει γίνει παραδόξως αποδεκτό ότι αυτός ο όρος είναι κατάλληλος για να περιγραφούν κινήματα και κόμματα της άκρας δεξιάς που ελάχιστα έχουν να κάνουν με την λαϊκή ενδυνάμωση. Είναι καιρός να απομακρυνθούμε από αυτόν τον ευρωκεντρικό ευφημισμό, ο οποίος δυσφημεί τελικά τη λαϊκή κυριαρχία, θέτει στο ίδιο πλαίσιο αριστερά και δεξιά (θεωρία των δύο άκρων) και ωφελεί μόνον την άκρα δεξιά και το ακραίο κέντρο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί της ακροδεξιάς αποδέχονται τον χαρακτηρισμό με ευκολία καθώς απομακρύνει άλλους χειρότερους και θολώνει τα ιδεολογικά νερά.
Σε τι αποσκοπεί εν τέλει η σύγχυση η οποία καλλιεργείται επιμελώς βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι του λαϊκισμού από τον Τραμπ μέχρι τον Πούτιν (ως χορηγού λαϊκιστικών κομμάτων στη Δύση) από τον Όρμπαν ως τον Ερντογάν και από τον Μελανσόν ως τον… Τσίπρα;
Πρόκειται ακριβώς για την καλλιέργεια μιας ιδεολογικής σύγχυσης που τελικά εμπεδώνει την ιδέα ότι κάθε επίκληση του λαού και κάθε προσπάθεια εφαρμογής και διεύρυνσης της λαϊκής κυριαρχίας θα έχει πάντα αρνητικά αποτελέσματα, ότι την επιχειρούν μόνο δαιμονικοί και επικίνδυνοι άνθρωποι και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποφεύγεται.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να εξετάσουμε αν ισχύει κάτι τέτοιο και με ποιο τρόπο. Υπάρχουν, αναμφίβολα, διαφορετικές μορφές λαϊκισμού, κάποιες προβληματικές και κάποιες δόκιμες. Όπως υπάρχει και μια ευκολία να βαφτίζουμε κόμματα και κυβερνήσεις με τις οποίες διαφωνούμε ως «λαϊκιστικές», ακόμα και όταν πολύ μικρή σχέση έχουν με τον λαϊκισμό. Πολύ συχνά, πρόκειται για παραστρατημένους φιλελεύθερους (Όρμπαν), αυταρχικούς και εθνικιστές συντηρητικούς (Τραμπ) κ.λπ., που ενσωματώνουν περιφερειακά λαϊκιστικά στοιχεία για να σαγηνεύσουν πληβειακά στρώματα τα οποία έχει αφήσει ιδεολογικά ορφανά και χωρίς αντιπροσώπευση το ακραίο κέντρο και η σοσιαλδημοκρατία που προσχώρησε λίγο-πολύ στον νεοφιλελευθερισμό.
Πιστεύετε ότι ο αντιλαϊκισμός έχει επηρεάσει και πόσο τις αριστερές εκφράσεις και διατυπώσεις όταν για παράδειγμα, σχεδόν πουθενά -εκτός από κείμενα του ΚΚΕ- ή σπάνια συναντάμε λέξεις όπως «λαός», «λαϊκός» κτλ;
Μα ο αντιλαϊκισμός και ο ελιτισμός δεν είναι προνόμιο της δεξιάς. Υπάρχει και αριστερός αντιλαϊκισμός. Εδώ παίζουν σημαντικό ρόλο δύο τουλάχιστον στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι μεγάλο μέρος της μαρξιστικής αριστεράς έκανε το λάθος να υπερεκτιμήσει το ιδεολογικό αποτύπωμα της υποτιθέμενης επιστημονικής ανωτερότητάς της. Ωστόσο, ακόμα και αν αποδεχτούμε μέχρι κεραίας την ταξική ανάλυση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, αυτό δεν εγγυάται αυτομάτως την πολιτική τελεσφορία της. Οι ταξικές διαφοροποιήσεις φιλτράρονται μέσα από πλήθος άλλων αντιφάσεων και νοημάτων και δεν είναι σίγουρο ότι από μόνες τους λειτουργούν αποτελεσματικά,πολιτικά και ιδεολογικά. Γι’ αυτό, εξάλλου, συχνά-πυκνά, επανεμφανίζεται η λαϊκή αναφορά και υποχωρεί ο αριστερός ελιτισμός της ταξικής πρωτοπορίας.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι, για να ανακόψουν την επέλαση του αρχικού μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ, σημαντικοί αριστεροί διανοούμενοι (όπως ο Άγγελος Ελεφάντης) θεώρησαν καλό να καυτηριάσουν τον λαϊκισμό του και να προτάξουν μια λογική ταξικής καθαρότητας που τελικά (α) ενίσχυσε τον αριστερό ελιτισμό, και (β) απαξίωσε τον ίδιο τον ελληνικό λαό, οδηγώντας στην πολιτική ασημαντότητα. Θα ήταν, ίσως, προτιμότερο για την αριστερά, χωρίς βέβαια να προσχωρήσει στη λογική του ΠΑΣΟΚ, να αναλύσει με μεγαλύτερη προσοχή την πορεία του και τη σημασία του λαϊκού στοιχείου. Κάτι τέτοιο είχε ξεκινήσει ο Νίκος Πουλαντζάς για την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του. Το ίδιο έκανε και ο Ερνέστο Λακλάου για την περίπτωση της Αργεντινής.
Ποιό ρόλο έχουν παίξει τα κοινωνικά δίκτυα στην ανάπτυξη της ρητορικής του αντι-λαϊκισμού ως φρένο στις αντιδράσεις απέναντι στις πράξεις και τα έργα της (όποιας) εξουσίας;
Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστές, ως μεγάφωνα, τόσο για τα λαϊκιστικά όσο και για τα αντιλαϊκιστικά επιχειρήματα. Το πρόβλημα είναι ότι αναπαράγονται σε μικρούς θύλακες που τείνουν να ακούνε μόνο όσα τους αρέσουν. Έτσι, ενώ, από τη μία, σπάνε το μονοπώλιο των συστημικών ΜΜΕ στην ενημέρωση, από την άλλη, κατακερματίζουν σημαντικά τη δημόσια σφαίρα και την λελογισμένη ανταλλαγή αντιτιθέμενων απόψεων που τρέφει τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Στον βαθμό που τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν ελεγκτικά για την εκάστοτε εξουσία, η οποία συχνά περιορίζει άλλα πεδία έκφρασης διαφωνιών, έχουν τη δυνατότητα να πιέσουν σημειακά για επιμέρους αιτήματα και να επιτύχουν κάποιες μικρές «νίκες». Ωστόσο, δημιουργούν συχνά την εντύπωση ότι η πολιτική εξαντλείται στην δημοκρατία του κλικ και, έτσι, ενισχύουν τελικά την πολιτική αποξένωση. Φοβάμαι ότι σωρευτικά διολισθαίνουμε σε ένα μοντέλο ισχνής δημοκρατίας. Αναφορικά με τον ρόλο των ΜΜΕ και ιδίως των κοινωνικών δικτύων, φαίνεται πως όλο και περισσότερο προσεγγίζουμε εκείνο που ο Τζον Κην είχε ονομάσει «παρατηρητική» (monitory) δημοκρατία.
Εχει πραγματική σημασία να αποκατασταθεί η θετική έννοια του “λαϊκισμού” ή θα ήταν πιο παραγωγικό και ωφέλιμο να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους στη συμμετοχή της βάσης της κοινωνίας στις αποφάσεις που την αφορούν και την επηρεάζουν άμεσα;
Προφανώς, αν έπρεπε να διαλέξουμε, το δεύτερο: η εμβάθυνση της δημοκρατίας, η ενδυνάμωση της συμμετοχής, η πρόσβαση σε δημόσια/κοινά αγαθά και η ίδια η ιδέα του δημόσιου και του κοινού. Ωστόσο, τελικά, τα δύο είναι αλληλένδετα. Γιατί; Μα γιατί οποιαδήποτε πολιτική δύναμη θέσει τέτοια ζητήματα, θα καταγγελθεί αυτομάτως ως φορέας λαϊκισμού.Θα στιγματιστεί ως τέτοια. Επομένως, είναι καλό να έχει προετοιμάσει, εκ των προτέρων, την απάντησή της.
Δεν χρειάζεται – και δεν πρέπει ίσως, από μια σκοπιά οικονομίας δυνάμεων – να επενδύσει κανείς σε μια «θετική» έννοια του λαϊκισμού. Κάτι τέτοιο, θα αγνοούσε, εξάλλου, την πολυπλοκότητα της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής, τις πολλαπλές εκφάνσεις του λαϊκισμού και τη διαρκή ανάγκη κριτικής εγρήγορσης. Είναι αρκετό να εξοικειωθεί κανείς στοιχειωδώς με την ιστορία του λαϊκισμού και με τα ιδεολογικά παιχνίδια που ενέχονται στη τρέχουσα συστημική χρήση της έννοιας (αντιλαϊκισμός). Καθένας/καθεμιά που επιθυμεί την εμβάθυνση της δημοκρατίας, θα μπορούσε απλώς (α) να αποφύγει, στο μέτρο του δυνατού, το αντιλαϊκιστικό δόλωμα, και (β) να σκεφτεί πως, όπως όλα τα πολιτικά ιδεώδη, η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να λειτουργήσει, σε διαφορετικά πλαίσια, με διαφορετικό τρόπο. Ενίοτε, πάντως, προβάλλει ως η μόνη αναφορά από το πολιτικό λεξιλόγιο της νεωτερικότητας που μπορεί να ενισχύσει τη στρατηγική δυνατότητα συνάρθρωσης ισχυρών λαϊκών (συλλογικών) υποκειμένων. Κάτι μάλλον αναγκαίο ακόμα, όσο εξακολουθούμε τουλάχιστον να βρισκόμαστε σε τούτον τον πολιτικό ορίζοντα, για την πολιτική τελεσφορία δημοκρατικών διεκδικήσεων.
Ο Γιάννης Σταυρακάκης είναι καθηγητής ανάλυσης πολιτικού λόγου στο ΑΠΘ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΥΜΗ στο AnatropiNews:
Ο Έντσο Τραβέρσο για τον λαϊκισμό
«Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: Η πρόκληση της μεθόδου
Γιάννης Σταυρακάκης / Αντι-λαϊκισμός: ένας κίνδυνος για τη δημοκρατία;
«Εδώ, Κυβερνά ο Λαός»: Ένα Συνταγματικό Λαϊκιστικό Μανιφέστο
Δημήτρης Χριστόπουλος / Προσοχή στα κενά μεταξύ «Χούντας» και «λαϊκισμού»
Σαρώνοντας μύθους για τον λαϊκισμό
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ