H εκλογική στρατηγική Μητσοτάκη εκ πρώτης όψεως δείχνει σαφής. Επιδιώκει την αυτοδυναμία και θα προκαλέσει δεύτερες εκλογές με «ενισχυμένη» αναλογική προκειμένου να την κερδίσει.
Πάνος Κολιαστάσης*
Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί κι ερωτηματικά. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι επιδιώκει την αυτοδυναμία με έναν εκλογικό νόμο που την δυσκολεύει. Βάσει του συστήματος του κλιμακωτού μπόνους που έχει επιλέξει η κυβέρνηση, απαιτείται ποσοστό 40% προκειμένου να λάβει 50 επιπλέον έδρες. Δηλαδή λίγο παραπάνω από όσο έλαβε τον Ιούλιο 2019. Όμως οι εμπειρικές έρευνες διεθνώς δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις, ακόμα κι όταν επανεκλέγονται, εμφανίζουν εκλογικές απώλειες. Η διακυβέρνηση εκ των πραγμάτων φθείρει και ο χρόνος συνεπάγεται κόστος (cost of ruling). Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στην Ελλάδα. Στη Μεταπολίτευση, μόνο το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη επανεξελέγη τo 2000 λαμβάνοντας υψηλότερο ποσοστό από την προηγούμενη εκλογή. Όλες οι αντίστοιχες κυβερνήσεις είδαν τα ποσοστά τους, από κάλπη σε κάλπη, να υποχωρούν. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι με χαμηλότερο ποσοστό και σε συνδυασμό με το άθροισμα των κομμάτων εκτός Βουλής, η ΝΔ θα στερηθεί την αυτοδυναμία. Είναι πιθανό να φθάσει και πάλι τον πήχη των 151 εδρών. Ωστόσο η πλειοψηφία δεν θα είναι ευρεία. Άρα δεν θα παράγει πολιτική σταθερότητα. Από το 1974 έως σήμερα, μόλις δύο μονοκομματικές κυβερνήσεις διέθεταν οριακή πλειοψηφία: του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990 και του Κώστα Καραμανλή το 2007. Και οι δύο αποδείχθηκαν πολιτικά ασταθείς κι εν τέλει βραχύβιες.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο προκύπτουν ερωτηματικά, αφορά στο εκλογικό επιχείρημα. Από τη στιγμή που έχει αποκλειστεί από τον πρωθυπουργό μια τρίτη προσφυγή σε κάλπες, σε περίπτωση μη επίτευξης απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας τη δεύτερη Κυριακή, τότε το δίλημμα της αυτοδυναμίας που τίθεται έχει προκαταβολικά αδυνατίσει. Άρα η πιθανή «πίεση» που θα ασκηθεί στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου είναι εξ αρχής σχετικά μικρή. Διότι εάν ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας αποτελεί πιθανή λύση, τότε τα κίνητρα επαναπατρισμού στη δεύτερη κάλπη, όσων σημερινών ψηφοφόρων της ΝΔ προτιμήσουν άλλο κόμμα στην πρώτη, είναι μάλλον μειωμένα. Πολύ περισσότερο δε όταν παραμένει αδιευκρίνιστο εάν το ενδεχόμενο τρίτων εκλογών αποκλείεται σε κάθε περίπτωση ή εξαρτάται από τους όρους που θα θέσουν οι πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι. Ο Ανδρουλάκης λόγου χάρη φαίνεται να επιμένει για πρωθυπουργό κοινής αποδοχής. Δεν είναι σαφές τι θα συμβεί στην περίπτωση αυτή.
Είναι νωρίς βεβαίως να προδικάσει κανείς τις εξελίξεις μετά την πρώτη Κυριακή και πολύ περισσότερο μετά τη δεύτερη. Άλλωστε πολλές αντίρροπες δυνάμεις επενεργούν στη διαμόρφωση ενός εκλογικού αποτελέσματος. Από τη μία πλευρά σε συνθήκες διαρκούς κρίσης και παρατεταμένης ελληνοτουρκικής έντασης, η πολιτική «ζήτηση» για σταθερές κυβερνήσεις και ισχυρούς πρωθυπουργούς κατά κανόνα αυξάνει. Aπό την άλλη, ο υψηλός πληθωρισμός φθείρει, όπως έδειξαν οι βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, ανοίγοντας το δρόμο για συνεργασίες. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως οι πολιτικές αβεβαιότητες παραμένουν.
*Ο Πάνος Κολιαστάσης είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Queen Mary University of London (QMUL), μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. To βιβλίο του με τίτλο «Πρωθυπουργοί σε διαρκή εκλογική εκστρατεία: Κ. Σημίτης, Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Πρώτη δημοσίευση στην Καθημερινή