H δημόσια συζήτηση περιστρέφεται για τα καλά πλέον γύρω από τον χρόνο των εκλογών. Οι ημερομηνίες πέφτουν βροχηδόν, όπως και τα σενάρια σχετικά με το εάν μπορεί να προκύψει από αυτές αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος στις δεύτερες κάλπες. Έστω και καθυστερημένα γίνεται κατανοητό πώς η απλή αναλογική δεν θα είναι ένας σταθμός πριν το τέλος αλλά πιθανώς να προσδιορίσει ποιό και πώς θα είναι το τέλος. Όμως, ίσως το σημαντικότερο όλων δεν είναι το πότε θα διεξαχθούν οι εκλογές, ούτε καν τι είδους κυβέρνηση θα έχουμε. Έχει μεγάλη σημασία το από ποιούς θα κυβερνηθούμε, έχει, όμως, ακόμα μεγαλύτερη το πώς θα κυβερνηθούμε. Και ως προς τούτο, ο καταλύτης θα είναι το με ποιόν τρόπο και μέσα σε τι κλίμα θα φτάσουμε στις εκλογές.
Το “γαλλικό εργαστήρι”, το οποίο ιστορικά επικαλούνται οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, προσφέρει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάγνωση που περιγράφει και τους μεγάλους κινδύνους. Το εκλογικό στερεότυπο θεωρεί απαραίτητο για κάθε διεκδικητή της νίκης στην κάλπη να έχει επικρατήσει προηγουμένως στην μάχη της πόλωσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικαλείται εσχάτως το κλίμα τοξικότητας, και το χρεώνει στον πολιτικό του αντίπαλο, παρότι κατά βάθος γνωρίζει πως κι εκείνος την διαχειρίστηκε μαεστρικά για να επιτύχει τον εκλογικό σκοπό του, το 2019. Όπως και αρκετοί άλλοι, πριν την εποχή του πρωθυπουργού και του Αλέξη Τσίπρα.
Στον δεύτερο γύρο των γαλλικών βουλευτικών εκλογών συνέβη, ωστόσο, κάτι που πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας.
Η Μαρίν Λε Πέν κέρδισε 34 από τις συνολικά 89 έδρες της στην Εθνοσυνέλευση, έχοντας στις ισάριθμες εκλογικές περιφέρειές της υποψηφίους του NUPES του Μελανσόν. Σε αυτές, το 70% των ψηφοφόρων του Εμανουέλ Μακρόν απείχαν, και το 15% προτίμησαν τον/την υποψήφιο/α της ακροδεξιάς!
Στις περιφέρειες στις οποίες βρέθηκαν αντιμέτωποι υποψήφιοι του Μακρόν και της Λε Πέν, το 58% των ψηφοφόρων της Ενωμένης Αριστεράς επέλεξαν την αποχή και το 31% προτίμησαν εκείνον του Ensemble.
Σε γενικές γραμμές, το ακροδεξιό RN οφείλει περίπου τα 2/3 των εδρών που θα έχει στην Εθνοσυνέλευση (και οι οποίες το καθιστούν ενιαία αξιωματική αντιπολίτευση) στον βαθύτατο διχασμό μεταξύ του σκληρού μακρονισμού και του αντίπαλου δέους, του “αριστερού λαϊκισμού”, όπως αποκαλούν οι οπαδοί του Μακρόν το κίνημα υπό τον Μελανσόν.
Αυτός ο διχασμός δημιουργήθηκε εξαιτίας των πολιτικών του Γάλλου προέδρου που προκάλεσαν πτωχοποίηση και περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, αλλά και της διάχυτης αίσθησης περί αλαζονικής προεδρίας, αφενός, και αφετέρου εξαιτίας του χαρακτηρισμού του Μελανσόν ως “άκρο”, στην άλλη, δηλαδή, άκρη του πολιτικού φάσματος, από την ακραία Λε Πέν. Από την άλλη, ο Μελανσόν ανέδειξε, τόσο αμυντικά, όσο και ως κεντρική θέση, τον μακρονισμό σε στόχο ενός “νυν υπέρ πάντων αγώνα”, συχνά ισοδύναμο με την καταγγελία της ακροδεξιάς. Όμως, κι αυτό πρέπει να επισημανθεί, περίπου το 55% των Γάλλων δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτές τις “ιδεολογικές γραμμές” και απείχαν από τις εκλογές. Η πόλωση δεν τους συγκίνησε και αρνήθηκαν να υιοθετήσουν μία από τις δύο αντιλήψεις που βάθυναν τον διχασμό. Και το απόθεμα δημοκρατικού μετώπου, στον β΄γύρο των προεδρικών εκλογών εξανεμίστηκε.
Όλα αυτά ωφέλησαν την Λε Πέν, με κύριο υπεύθυνο τον Μακρόν που ουσιαστικά την “νομιμοποίησε”, ή ακριβέστερα την “αποδαιμονοποίησε”.
Το εφεύρημα των “δύο άκρων”, δεν είναι ωστόσο χαρακτηριστικό μόνο της γαλλικής σκηνής. Ήταν η “κωρωνίδα” της ιδεολογικής γραμμής του Αντώνη Σαμαρά, μέσα στο ηφαίστειο του διπόλου μνημόνιο-αντιμνημόνιο, και εξελίχθηκε στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο των προηγούμενων ετών που οδήγησε (μαζί με πολλά άλλα γνωστά) στην ήττα του Αλέξη Τσίπρα, το 2019, και στην ανάδειξη της ηγεμονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αυτό το μέτωπο διχασμού δεν έχει εξαφανιστεί, παρότι εκλείπουν οι λόγοι που επικαλούνταν κάποιοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ επ΄ ουδενί μπορεί πια να χαρακτηριστεί “ταραξίας του συστήματος”, είναι ένα κόμμα που κυβέρνησε και υπηρέτησε μνημονιακές πολιτικές, ενσωματώθηκε, δε, στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα με τρόπο που ξεπέρασε ακόμα και τις παλιές εμμονές του. Είναι ένα κανονικότατο κόμμα εξουσίας με σαφές κεντροαριστερό πρόσημο. Ο διχασμός μέχρι το 2019 αναβιώνει, όμως, αν και με λιγότερα καύσιμα στο πολιτικό ρεζερβουάρ, για να υπηρετήσει την πόλωση.
Για το κυβερνών κόμμα και τις ομάδες εξουσίας και συμφερόντων που αθροίζονται δίπλα του η επιστροφή Τσίπρα ισοδυναμεί με μια βουτιά στο άγνωστο. Ο ΣΥΡΙΖΑ του…Πολάκη, ή το μοντέλο Βαρουφάκη (εξ ου και η ανάδειξη της αποστροφής Τσακαλώτου), έρχονται ως συνθήματα για να επαναφέρουν το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Από την άλλη, ο Τσίπρας αναδεικνύει ως μείζον την ήττα του “κυριακισμού” (κατά το “μακρονισμός”) και των συστημάτων που τον στηρίζουν. Δεν είναι τυχαία η χρήση του όρου “νταβατζήδες” στην συνέντευξή του στην “Εφ.Συν”, αφού παραπεμπει ευθέως στην μάχη του Κώστα Καραμανλή (2004-2007) απέναντι σε αυτές τις ομάδες συμφερόντων και επιχειρεί να συνεγείρει το ήπιο κεντροδεξιό και κεντρώο ακροατήριο. Είναι, ωστόσο, βαρύ το φορτίο διχασμού και από τις δύο πλευρές.
Ο πόλεμος “ένας εναντίον ενός” εξελίσσεται με πολιτική, δημοσκοπική και μιντιακή υπεροπλία του πρωθυπουργού, παρότι δεν διαθέτει ούτε το λούστρο, ούτε την απήχηση που είχε. Οι κοινωνικοί συσχετισμοί διαμορφώνονται βουβά. Και οι δύο,όμως, “δαιμονοποιούν” τον αντίπαλο, αν και υποτιμούν τον κίνδυνο να σημειωθούν φαινόμενα όπως αυτά στη Γαλλία. Να αυξηθεί, δηλαδή, σημαντικά η αποχή, καθώς ένας μεγάλος αριθμός νεότερων ψηφοφόρων ίσως αρνηθεί να υποκύψει στον διχασμό, και αφετέρου να ανακύψουν εκφάνσεις υπερσυντηρητικοποίησης, ακραίου λόγου, ακόμα και μιας νέας ακροδεξιάς.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν, για παράδειγμα, πως η Ελληνική Λύση φλερτάρει με δεκάρια σε πολλές εκλογικές περιφέρειες, στη Βόρεια Ελλάδα, ειδικά, χτίζει βάση ακόμα ψηλότερα, ενώ ο Κασιδιάρης μπορεί να αποδειχθεί η μεγάλη αρνητική έκπληξη που πολλοί υποτιμούν. Το μίσος που εκπέμπεται από πολλά κέντρα, ο ζόφος στα social media και η λυσαλλέα μάχη υπέρ της αντίληψης των “δύο άκρων” είναι στοιχεία που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν.
Η απλή αναλογική μπορεί να είναι ο καταλύτης, όσοι, όμως, μπορούν να καταλάβουν την κίνηση των υπόγειων ρευμάτων διαπιστώνουν πως η Γαλλία καταρρίπτει και το αξίωμα της αυτοδυναμίας. Ο Μακρόν δηλώνει πως πρέπει εφεξής να νομοθετεί συναινετικά. Έστω και καθυστερημένα, πιθανώς υποκριτικά, εισήγαγε το γαλλικό πολιτικό σύστημα σε μία νέα φάση. Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να υπερβεί την θεωρία των άκρων και εάν θα αναζητήσει συγκλίσεις με ηπιότερο λόγο και χωρίς αλαζονεία. Δύσκολο.
Και από την άλλη, εάν η Ενωμένη Αριστερά καταφέρει να αποκτήσει ενιαία και πλήρη πολιτική οντότητα, ώστε να συμπεριφερθεί ως κίνημα εξουσίας και όχι μόνο όχημα αντι-μακρονισμού και διαμαρτυρίας.
Αυτά είναι ζητήματα που αφορούν έμμεσα και την δική μας “επόμενη μέρα”, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Είτε υπάρξει αυτοδυναμία (οριακή ή ευρύτερη), είτε εάν προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, ή ακόμα κι αν επέλθει πολιτική αλλαγή. Η μετάθεση του διχασμού από την προεκλογική περίοδο στις κάλπες, και μετά στο μετεκλογικό σκηνικό θα στοιχίσουν πολύ στη χώρα. Η οποία βρίσκεται εν μέσω θυέλλης, ακόμα κι αν ορισμένοι καλλιεργούν την άποψη της τελειότητας…