Τα δελτία θυέλλης διαδέχονται το ένα το άλλο σε καθημερινή βάση. Οι επίδοξοι προφήτες του καιρού μας δεν μπορούν να καταλήξουν αν αυτό που έρχεται θα πρέπει να ονομαστεί τέλεια καταιγίδα ή τέλειος τυφώνας.
Του Γιάννη Δραγασάκη
Όμως, το θέμα δεν είναι να προβλέψουμε «αυτό που έρχεται» αλλά να κατανοήσουμε αυτό ήδη ζούμε. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει τον κόσμο προς το χειρότερο. Η παγκόσμια φτώχεια αναζωπυρώνεται. Η επαπειλούμενη επισιτιστική κρίση και οι οικολογικές καταστροφές προετοιμάζουν νέες μεταναστευτικές ροές. Η ακρίβεια πλήττει τα εισοδήματα και αποδιοργανώνει τις οικονομίες, αλλά αυτό που έρχεται μπορεί να μην είναι η αποκλιμάκωση, αλλά η επιδείνωση, γιατί η άνοδος των επιτοκίων δεν θα θεραπεύσει την ενεργειακή ακρίβεια που τροφοδοτεί το πληθωρισμό.
Έτσι η Παγκόσμια Τράπεζα προσθέτει σε αυτό που έρχεται και τον αυξημένο κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, τη συνύπαρξη δηλαδή ακρίβειας και ανεργίας, ό,τι χειρότερο για τον κόσμο της εργασίας και τις κοινωνίες συνολικά. Στο μεταξύ η πανδημία παραμένει ενεργή και κανείς δεν αποκλείει νέες εξάρσεις ή νέες πανδημίες. Όλα αυτά περιπλέκονται με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, οι επιπτώσεις της οποίας προσθέτουν στη μακρά λίστα «αυτού που έρχεται» νέα δεινά, άλλα προβλέψιμα και άλλα έξω από το γνωστικό μας πεδίο. Αυτό που ζούμε λοιπόν, όπως κι αν ονομαστεί, είναι μια πολλαπλή δομική κρίση μακράς διάρκειας, μια συρροή αλληλεξαρτώμενων και αλληλοτροφοδοτούμενων επισφαλειών, οικονομικών, γεωπολιτικών, και υπαρξιακών, για να χρησιμοποιήσω έναν άλλο όρο από μια συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο του ΔΝΤ (Confronting a perfect long storm, στο imf.org)
Η Ελλάδα γίνεται πιο ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ
Η ελληνική οικονομία λόγω της ισχνής παραγωγικής της βάσης και του υψηλού της χρέους ήταν πάντα ευάλωτη σε διεθνείς αναταράξεις και εξωγενή σοκ. Σήμερα αυτό ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό. Διότι εκτός από τα εξωγενή σοκ έχει και τα δικά της εσωτερικά διαρθρωτικά προβλήματα. Με πιο χαρακτηριστική τη χρόνια αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να βρει έναν βιώσιμο τρόπο αναπαραγωγής και ανάπτυξης στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της παγκοσμιοποίησης. Αυτή ήταν άλλωστε η βαθύτερη αιτία της κρίσης και της χρεοκοπίας που βιώσαμε και από την οποία δεν έχουμε ακόμη συνέλθει. Η Ελλάδα απέχει ακόμη δραματικά από τα πριν από την κρίση του 2009-2010 επίπεδα, ενώ αποκλίνει διαρκώς από την υπόλοιπη Ευρώπη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει 22% χαμηλότερα από εκείνο του 2007. Και σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη, λίγο πάνω από τη Βουλγαρία. Σε ότι αφορά στις επενδύσεις είμαστε περίπου στο μισό του ευρωπαϊκού μ.ο. και με χειρότερη διάρθρωση. Τα δίδυμα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο πληρωμών επανήλθαν και το δημόσιο χρέος είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη μέση τιμή χονδρικής ηλεκτρισμού στην Ευρώπη και είναι από τις πλέον εξαρτημένες από το φυσικό αέριο. Ήταν και παραμένει ο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δαπάνησε τεράστιους πόρους, δανειακούς κυρίως, με τρόπο που αντί να ενισχύσει την οικονομία ενίσχυσε τις αδρανείς καταθέσεις και διεύρυνε τις ανισότητες. Η κυβέρνηση επαίρεται ότι κάνει φοροελαφρύνσεις και ταυτόχρονα αυξάνει τα φορολογικά έσοδα μέσω της ανάπτυξης. Αλλά στην πραγματικότητα μέσω του πληθωρισμού υπερφορολογεί επί πληθωριστικών τιμών και επί ονομαστικών, μη υπαρκτών πραγματικών εισοδημάτων. Ενώ μέσω του πληθωρισμού και πάλι, μειώνονται οι πραγματικοί μισθοί και τα πραγματικά εισοδήματα. Άρα η νέα πτώχευση της κοινωνίας έχει ήδη αρχίσει. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τις συμμαχίες της χώρας είναι πηγή πρόσθετης ανησυχίας και επισφάλειας. Διότι οι εχθροί των φίλων μας δεν μπορούν να θεωρούνται a priori και δικοί μας εχθροί. Ούτε οι φίλοι των φίλων μας μπορούν να είναι a priori και δικοί μας φίλοι, ανεξαρτήτως των συμφερόντων της χώρας, ιδίως όταν κάποιοι από αυτούς μάς απειλούν. Η κυβερνητική πολιτική όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει καμία από τις εστίες κινδύνου αλλά και καθιστά τη χώρα πιο ευάλωτη σε πιέσεις και απειλές.
Κρίσιμος ο ρόλος της Ευρώπης και των επιλογών της
Τα προβλήματα όσο δραματικά και αν είναι δεν είναι ανυπέρβλητα. Και από την Ελλάδα, σε όσο δύσκολη θέση και αν βρίσκεται, δεν λείπουν οι δυνατότητες. Οι κίνδυνοι υπαρκτοί αλλά δεν είναι από φυσικά φαινόμενα, είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Άρα από τις επιλογές του σήμερα θα προκύψει ο κόσμος του αύριο. Και είναι στο χέρι μας να είναι πιο δίκαιος, βιώσιμος και ειρηνικός.
Τη δύναμη των επιλογών, τόσο την καταστροφική όσο και την ευεργετική, τη δοκιμάσαμε στη πράξη τα τελευταία χρόνια. Οι επιλογές της Ευρώπης στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν καταστροφικές. Σε περίοδο ύφεσης η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την πίεση της Γερμανίας, επέβαλε σκληρή λιτότητα. Τότε ήταν που ο Π. Κρούγκμαν έκανε λόγο για «θρίαμβο των αποτυχημένων ιδεών».
Με το ξέσπασμα της πανδημίας τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα δόγματα μπήκαν υποχρεωτικά, έστω και προσωρινά, στο περιθώριο, και μαζί με αυτά και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Η ΕΚΤ ουσιαστικά λειτούργησε ως δανειστής ύστατης ανάγκης, έστω και με έμμεσους τρόπους. Και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας χρηματοδοτήθηκε με έκδοση ευρωομόλογων -λέξη απαγορευμένη έως τότε.
Το δόγμα ΤΙΝΑ που είχε γίνει «σημαία» στην περίπτωση της Ελλάδας και των άλλων αδύναμων χωρών αποδείχτηκε σημαία ευκαιρίας που χρησιμοποιείται κατά βούληση από τους ισχυρούς ενάντια στους αδυνάμους. Πίσω από κάθε επιλογή -αποδείχτηκε- δρουν συγκεκριμένα συμφέροντα ιδιωτικά και κρατικά.
Τώρα, ο τότε Προέδρος της επιτροπής Ζ.Κ. Γιούνκερ, σε στιγμές ειλικρίνειας το αναγνωρίζει. «Αν το 2009 είχαμε υιοθετήσει τα ευρωομόλογα, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα… και για την Ελλάδα» (ΕΦΣΥΝ, 20.2.2021). Αυτή η αναγνώριση θα μπορούσε να σημαίνει την ήττα των «αποτυχημένων ιδεών»; Όπως θα δούμε είναι πρόωρο για να το πούμε.
Εστίες διακινδύνευσης και απαντήσεις
Οι εαρινές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενώ σωστά συνιστούν την αναστολή της ρήτρας διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας και για το 2023, καθίστανται άνευ νοήματος για την Ελλάδα καθώς εισηγούνται διαφορετικό, πιο περιοριστικό, καθεστώς για τις χώρες με υψηλό χρέος. Η Ελλάδα καλείται να δεσμευτεί σε πλεονάσματα 2,6% για το 2023, 2,7% για το 2024, 3,4% για το 2025 -μεγέθη ενδεικτικά ακόμη αλλά υψηλότερα από εκείνα που είχαν συμφωνηθεί κατά την έξοδο από τα μνημόνια από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (2,2%). Εδώ λοιπόν διαγράφεται ένας σοβαρός κίνδυνος. Αν η Ευρώπη μπει σε ύφεση και την ίδια στιγμή απαιτηθούν περιοριστικά μέτρα, τότε η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με αντιφατικούς και μη επιτεύξιμους στόχους -όπως συνέβη και στο παρελθόν· ούτε την ύφεση θα μπορέσει να αποτρέψει ούτε τη δημοσιονομική προσαρμογή να επιτύχει, με αποτέλεσμα να βρεθεί για μια ακόμη φορά στο «έλεος» των ευρωπαϊκών θεσμών με μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη.
Η δημοσιονομική κυριαρχία πρέπει να ανακτηθεί και η βιωσιμότητα του χρέους πρέπει να διασφαλισθεί έγκαιρα. Αυτό πρέπει να επιδιωχθεί πρωτίστως με την επιτάχυνση της ανάπτυξης και όχι με τη μεγιστοποίηση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αν η δημοσιονομική προσαρμογή γίνει σε βάρος της ανάπτυξης τότε εκτός των κοινωνικών συνεπειών η βιωσιμότητα του χρέους θα απειληθεί. Άρα η κυβέρνηση αντί να μένει αδρανής, παθητική και «δεδομένη» θα έπρεπε να είχε ήδη θέσει θέμα μείωσης των συμφωνημένων πλεονασμάτων, επικαλούμενη τις προβλεπόμενες ρήτρες λόγω δραματικής επιδείνωσης των εξωτερικών συνθηκών.
Η δημοσιονομική προσαρμογή με επιτάχυνση της ανάπτυξης αν γίνει χωρίς αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος είναι μια δεύτερη εστία διακινδύνευσης. Διότι το παραγωγικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο. Φάνηκε ήδη με την εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος στο 10% του ΑΕΠ μόλις η οικονομία πήγε να ανακάμψει. Η ενίσχυση της ανάπτυξης επομένως πέρα από την αναγκαία στήριξη της ζήτησης απαιτεί, μετασχηματισμούς που αλλάζουν το παραγωγικό υπόδειγμα και μειώνουν τις ανισότητες. Ο ενεργειακός μετασχηματισμός και η πράσινη μετάβαση υπό νέο σχεδιασμό, ο ψηφιακός μετασχηματισμός με κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα και η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης με νέο προσανατολισμό αποτελούν βασικές κατευθύνσεις. Αλλά η κυβέρνηση δέσμια των ιδεολογικών της δεσμεύσεων, έχει εγκαταλείψει κάθε έννοια αναπτυξιακής στρατηγικής και σχεδιασμού της ανάπτυξης. Με την πελατειακή της πολιτική πριμοδοτεί συγκεκριμένα συμφέροντα και αναπαράγει το μη βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης στις χειρότερες εκδοχές του.
Μια τρίτη εστία διακινδύνευσης αφορά στον τρόπο εγγύησης της εθνικής ασφάλειας. Ασφαλώς η χώρα χρειάζεται ισχυρή άμυνα. Αλλά η αποτελεσματική άμυνα προϋποθέτει δημοσιονομική κυριαρχία, βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο, ισχυρή κοινωνική συνοχή, που θα συμπληρώνονται από την απαιτούμενη αποτρεπτική ισχύ. Σε διαφορετική περίπτωση μιλάμε για μια «άμυνα» ενδογενώς υπονομευμένη. Στην πολιτική της κυβέρνησης η αμυντική θωράκιση της χώρας φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τις ευρύτερες νατοϊκές στοχεύσεις παρά με τις συγκεκριμένες ανάγκες της χώρας. Επίσης γίνεται αντιληπτή ως αυτόνομη σε σχέση με τις δημοσιονομικές και κοινωνικές αντοχές. Αλλά δεν υπάρχει αμυντική θωράκιση αν τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική κυριαρχία και η κοινωνική συνοχή, και η χώρα κινδυνεύει να γίνει υποχείριο των δανειστών για μια ακόμη φορά στην ιστορία της.
Οι κίνδυνοι, λοιπόν, είναι σημαντικοί, όμως υπάρχουν, ακόμα, απαντήσεις:
- Άμεση δραστική αλλαγή πολιτικής για να ανακοπεί η νέα ταχύτατη φτωχοποίηση της κοινωνίας από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια.
- Έγκαιρη επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας με την οικονομία να είναι σε αναπτυξιακή τροχιά.
- Επιτάχυνση της ανάπτυξης με συνδυαστική στήριξη της ζήτησης και σχεδιασμένους μετασχηματισμούς και αλλαγές.
- Μετασχηματισμοί και μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν το παραγωγικό υπόδειγμα και μειώνουν τις ανισότητες.
Τα παραπάνω απαιτούν σχεδιασμό, κοινωνική συμμετοχή και προοδευτική διακυβέρνηση. Σε διαφορετική περίπτωση οι κίνδυνοι που στο νέο διεθνές περιβάλλον μεγαλώνουν, για νέα πτώχευση της κοινωνίας και για την πολιτική σταθερότητα κατά τη γνώμη μου θα ενταθούν και ενδεχομένως να καταστούν και πάλι μη διαχειρίσιμοι.
Πηγή: Το Βήμα