Μετά από 1,5 χρόνο από τη δικάσιμο (15.1.2021), δηλαδή με τεράστια καθυστέρηση και παρά το γεγονός ότι, ακολουθήθηκε η διαδικασία περί «πιλοτικής δίκης», το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξέδωσε 4 αποφάσεις (ΣτΕ Ολομ 1403-7/2022), με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις ακυρώσεως σωματείων και συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, κατά της ΚΥΑ με την οποία επεστράφησαν στους συνταξιούχους, μόνο οι αντισυνταγματικές περικοπές για τις κύριες συντάξεις και όχι οι αντίστοιχες, για τις επικουρικές και τα δώρα.
Διονύσης Τεμπονέρας
Το σκεπτικό της απόφασης συνοψίζεται στο παρακάτω χωρίο:
«Ο νομοθέτης προέβη στις ανωτέρω επιλογές αφού, όπως προκύπτει από τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, στάθμισε την υποχρέωση εναρμονίσεως προς την νομολογία του ΣτΕ με την ανάγκη τηρήσεως των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και, περαιτέρω, απέβλεψε στην εξισορρόπηση των συμφερόντων τόσο των συνταξιούχων όσο και του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, ενόψει των αρχών της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, και στην κατά το δυνατόν ταχεία και οριστική εκκαθάριση αξιώσεων που ανάγονται σε συνταξιοδοτικές παροχές του παρελθόντος, ώστε να είναι δυνατός ο εκ μέρους του κράτους οικονομικός προγραμματισμός, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως από τα «πρωτόγνωρα σε ύψος οικονομικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας», που ελήφθησαν προς αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, του γεγονότος ότι οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το έτος 2020 δεν είχαν λάβει υπόψη τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας που ελήφθησαν εκ των υστέρων ούτε το δημοσιονομικό κόστος της επίμαχης ρυθμίσεως, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων, σημαντικού δημοσιονομικού κόστους, για την διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και την ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων της χώρας.».
Με την απόφασή του, το ΣτΕ, ανατρέπει τις προηγούμενες αποφάσεις του και επικαλείται την πανδημία, το μεταναστευτικό, τα Rafale και γενικά την «δημοσιονομική ισορροπία» του κράτους, ώστε να απορρίψει την διεκδίκηση των περικοπών σε δώρα και επικουρικές, από τους συνταξιούχους (οι δίκες συνεχίζονται, μόνο για εκείνους, που είχαν ασκήσει αγωγές, μέχρι 30.7.2020, που είναι όμως ελάχιστοι).
Πρόκειται για μια απόφαση, που εφαρμόζει (ανάστροφα;) την θεωρία περί του «κράτους των δικαστών» (Edouard Lambert). Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, τα δικαστήρια, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, δεν πρέπει να υπεισέρχονται, στις πολιτικές επιλογές του νομοθέτη.
Όμως με την εν λόγω απόφαση το ΣτΕ, όχι απλά ενσωμάτωσε πλήρως τα επιχειρήματα της κυβέρνησης αποδεχόμενη άκριτα (!) τις επιλογές του νομοθέτη, ώστε να μην δοθούν τα οφειλόμενα στους συνταξιούχους, αλλά το πιο επικίνδυνο είναι ότι, συνεχίζει στο ίδιο μνημονικό μονοπάτι, που χάραξε παλιότερη νομολογία (βλ.668/2012 ΣτΕΟλ), σύμφωνα με την οποία, η δημοσιονομική ισορροπία(άρα και τα όποια Σύμφωνα Σταθερότητας, οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, τα πρωτογενή πλεονάσματα κλπ.) είναι το «ιερό Ευαγγέλιο» που δεν επιδέχονται καμίας αμφισβήτησης.
Όλα τα δικαιώματα εφεξής, ισχύουν a la carte και υπό όρους, αρκεί να μην επηρεάζουν τα «οικονομικά του κράτους». Αυτή όμως η στάθμιση, σε συνθήκες κρίσης, αποβαίνει μοιραία εις βάρος των πολιτών, αφού με το πρόσχημα της δημοσιονομικής ισορροπίας, ακυρώνεται ακόμα και ο στενός πυρήνας των δικαιωμάτων, όπως στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, ο σεβασμός της περιουσίας των πολιτών, η αρχή της ανταποδοτικότητας κλπ.
Ακόμα και η αξιοπρεπή διαβίωση, η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, παρά τη συνταγματική τους κατοχύρωση, υποχωρούν μπροστά στο «χρυσό δημοσιονομικό κανόνα».
Πρόκειται για τον ορισμό της συνταγματοποίησης των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, που παράγει συγκεκριμένες δικαιοπολιτικές συνέπειες.
Πότε άλλωστε η Ελλάδα θα πάψει να είναι υπερχρεωμένη, πότε θα πάψει να έχει ανάγκη σημαντικές αμυντικές δαπάνες και πότε θα σταματήσουν οι μεταναστευτικές ροές;
Και μέχρι τότε, τι; Το Σύνταγμα της χώρας, θα τίθεται σε αναστολή;
Μπορούμε άραγε να μιλάμε για εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη και στο πολιτικό σύστημα, όταν η πρώτη «κόβει και το δεύτερο μοιράζει»;
Οι συνταξιούχοι υπέστησαν τεράστιες περικοπές στα χρόνια των μνημονίων. Ακόμα περισσότερο σήμερα, εξαιτίας της ακρίβειας και της εκτόξευσης του κόστους ζωής, συνεχίσουν να υφίστανται συρρίκνωση του εισοδήματός τους, αντιμετωπίζοντας πρόβλημα επιβίωσης. Τώρα που το ΣτΕ όφειλε να λάβει υπόψη την συγκυρία και να προστατέψει μια κοινωνική ομάδα που θίγεται, λειτουργεί με ένα προσχηματικό κοινωνικό αυτοματισμό.
«Αν δώσουμε στους πολίτες, όσα αντισυνταγματικά τους κόψαμε, τότε δεν θα έχουμε χρήματα για φρεγάτες και Rafale», λίγο πολύ μας λέει το ΣτΕ.
Το ίδιο δικαστήριο μάλιστα δεν ζήτησε ειδική μελέτη, όπως έπραξε στο παρελθόν, ώστε να αποδεικνύεται εμπεριστατωμένα ότι, η επιστροφή των περικοπών στους συνταξιούχους, θα δημιούργησε πρόβλημα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, για να μπορεί να αποφασίσει αλλά δέχτηκε εκ των πρότερον τα επιχειρήματα της κυβέρνησης(ΝΣΚ) μέσω απλά της αιτιολογικής έκθεσης του νόμου 4714/2020. Αυτό όμως συνιστά εξόφθαλμη μεταστροφή, εξαιρετικά επικίνδυνη για όλα τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που πλέον υφίστανται με αστερίσκο.
Μια προοδευτική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων, οφείλει να συμμορφωθεί με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να αποκαταστήσει άμεσα την μεγάλη αδικία, δίνοντας στους συνταξιούχους, τουλάχιστον, το σύνολο των περικοπών αυτών, ανεξάρτητα από το αν έχουν προσφύγει ή όχι.
Αυτό επιτάσσει η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης.
πηγή: ieidiseis.gr