Οι τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας στην ευρωζώνη χαρακτηρίζονται ολοένα και περισσότερο από ένα κλίμα αβεβαιότητας που φαίνεται να ενισχύεται. Οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις αρχικές τους προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης το 2022 και 2023.
Του Φιλίππου Σαχινίδη
Στο αρνητικό κλίμα που συνδιαμορφώνουν η συνεχιζόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και ο πληθωρισμός που περιορίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών – παρά τις επιδοματικές παροχές και το μαξιλάρι των υψηλών καταθέσεων που διακρατούνται ωστόσο από ένα μόνο τμήμα των νοικοκυριών που συνήθως έχουν και υψηλότερα εισοδήματα – πρόσφατα προστέθηκαν δυο νέες πηγές αβεβαιότητας.
Η πρώτη νέα αβεβαιότητα σχετίζεται με την επικείμενη απόφαση της ΕΚΤ να προχωρήσει σε «κανονικοποίηση» της νομισματικής της πολιτικής με πολύ ταχύτερο – από τον αρχικά αναμενόμενο ρυθμό – προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Η διαμόρφωση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη τον Ιούνιο στο 8,6% ξεπέρασε κάθε προσδοκία και βρήκε την ΕΚΤ απροετοίμαστη στο βαθμό που η αρχική της θέση ήταν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις ήταν προσωρινές και σχετιζόταν αποκλειστικά με τις εξελίξεις στο κόστος των ορυκτών καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ρίσκο για την πορεία της οικονομίας στην ευρωζώνη σχετίζεται με το ενδεχόμενο να προχωρήσει η ΕΚΤ σε αύξηση του επιτοκίου πάνω από το «ουδέτερο» επιτόκιο. Να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι μεταξύ των μελών του ΔΣ της ΕΚΤ δεν υπάρχει συμφωνία για το επίπεδο του, αν δηλαδή το ουδέτερο επιτόκιο είναι 1%, 1,5% ή 2%. Μια πλειοψηφική ομάδα στην ΕΚΤ – τα λεγόμενα «γεράκια» – έχει πολύ επιθετικές απόψεις για το ύψος που πρέπει να φτάσει το επιτόκιο της ΕΚΤ και θεωρεί ότι το ουδέτερο επιτόκιο είναι στο 2%. Αν η ομάδα αυτή επιβάλλει τις απόψεις της τότε είναι πιθανό η ΕΚΤ με την υπερβολική αύξηση των επιτοκίων να οδηγήσει την οικονομία της ευρωζώνης σε στασιμότητα ή καθοδική πορεία.
Ο δεύτερος κίνδυνος απορρέει από μια πιθανή απόφαση της Ρωσίας να σταματήσει την επαρκή τροφοδοσία της ΕΕ με φυσικό αέριο. Σε αυτό το ενδεχόμενο οι χώρες θα υποχρεωθούν να προχωρήσουν στην λήψη έκτακτων περιοριστικών μέτρων στη λειτουργία πολλών βιομηχανιών που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο ή να περιορίσουν την πρόσβαση των νοικοκυριών. Θα έχουμε το παράδοξο μια οικονομίας εκτός πολέμου που οι σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής θα λαμβάνουν αποφάσεις που θα αντιστοιχούν σε εμπόλεμη ζώνη. Εδώ ο κίνδυνος είναι πιο έντονος για την ατμομηχανή της οικονομίας της ευρωζώνης δηλαδή τη Γερμανία. Στην περίπτωση που η Γερμανία περάσει έστω και δύο τρίμηνα σε ύφεση είναι πιθανό να συμπαρασύρει όλη την ευρωζώνη.
Οι προαναφερθείσες νέες εστίες αβεβαιότητας καθιστούν εύλογο το ερώτημα αν η οικονομία της ευρωζώνης κινδυνεύει από ύφεση δηλαδή από δύο συνεχόμενα τρίμηνα με αρνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Ακόμη σημαντικότερο, πόσο πιο παρατεταμένο μπορεί να γίνει το πλήγμα όσο διαρκεί αυτή η υπό πίεση ενεργειακή μετάβαση. Το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία η οποία εκ των πραγμάτων θα επηρεαστεί έστω και με κάποια καθυστέρηση σε περίπτωση που η ευρωζώνη περάσει σε ύφεση.
Αν κάτι συνειδητοποιήθηκε την τελευταία διετία είναι ότι ο σχεδιασμός της οικονομικής της πολιτικής μεταπολεμικά στη Γερμανία εδράζονταν σε επιλογές οι οποίες σήμερα τελούν όλες υπό αμφισβήτηση. Η οικονομική μεγέθυνση της στηρίζεται στις καθαρές εξαγωγές, με την Κίνα να είναι ένας από τους προνομιακούς της πελάτες. Η σταδιακή αποδυνάμωση της κινέζικης οικονομίας και οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα υποσκάπτουν τη στρατηγική εξαγωγών της Γερμανίας. Σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται ενόψει των τεχνολογικών εξελίξεων και τηςκλιματικής αλλαγής αμφισβητείται και η υπεροχή της στη χημική βιομηχανία και στην αυτοκινητοβιομηχανία. Επιπρόσθετα, είχε στηριχτεί σε μια προνομιακή σχέση με τη Ρωσία για φθηνή κάλυψη των αναγκών της σε ορυκτά καύσιμα. Τώρα που η Ρωσία εκμεταλλεύεται την εξάρτηση αυτή φαίνεται πόσο επισφαλείς ήταν οι οικονομικές επιλογές της Γερμανίας.
Στην παρούσα συγκυρία η Γερμανία επικαλείται την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην περίπτωση περικοπών στην παροχή φυσικού αερίου και κρίσης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πριν λίγες ημέρες ο Γερμανός υπουργός οικονομίας R. Habeckσυνυπέγραψε σχετική συμφωνία με πέντε χώρες (Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία και Τσεχία) για αλληλοϋποστήριξη των χωρών που την συνυπογράφουνστην περίπτωση κρίσης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως δήλωσε η έκφραση αλληλεγγύης είναι υπέρτατη ανάγκη γιατί μια κρίση τροφοδοσίας στη μια χώρα μπορεί να προκαλέσει οικονομική κρίση σε μια άλλη χώρα.
Πριν 12 χρόνια, οι Γερμανοί πολιτικοί επέπλητταν την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του νότου για τη μακρόχρονη χαλαρότητα της δημοσιονομικής πολιτικής τους – που έθετε σε κίνδυνο το ευρώ και τη σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας -απαιτώντας θυσίες από τους πολίτες των χωρών αυτών. Σήμερα οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας και των χωρών του Νότου μπορούν να επιπλήξουν τη Γερμανία για το προβληματικό παραγωγικό και κυρίως ενεργειακό της πρότυπο. Για τις κοντόφθαλμες και μυωπικές πολιτικές της με την δυσανάλογα μεγάλη εξάρτηση της από την Κίνα, την εξωτερική πολιτική της έναντι της Ρωσίας καθώς και την ελλιπή της μέριμνα για θέματα εθνικής της αλλά και συλλογικής ασφάλειας σε επίπεδο ΕΕ. Οι επιλογές αυτές εκθέτουν σε κινδύνους την οικονομία της ευρωζώνης κάνοντας πιθανό το ενδεχόμενο αυτή να βρεθεί αντιμέτωπη με μια ύφεση όταν δεν θα έχει καταφέρει ακόμη να συνέλθει από τις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας. Εκθέτοντας η Γερμανία αυτή τη φορά σε νέους κινδύνους το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
*Πρώην Υπουργός Οικονομικών