Ο Σεραφείμ Μάξιμος (1899-1962) υπήρξε διακεκριμένος ιστορικός, οικονομολόγος, μαρξιστής και δημοσιογράφος, που πρωτοστάτησε στη δραστηριότητα του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, το οποίο ιδρύθηκε το 1918, για να μετονομαστεί το 1924 σε ΚΚΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας).
Ο Μάξιμος χρημάτισε ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ και βουλευτής του ΚΚΕ, αλλά το 1928 παραιτήθηκε από το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος και διεγράφη από τις τάξεις του χωρίς να αποκατασταθεί ποτέ. Το βιβλίο του «Αναμνήσεις 1908-1922», που τον επαναφέρει στο προσκήνιο, κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και τις εκδόσεις Θεμέλιο με εκδοτική φροντίδα της Πόπης Πολέμη και εισαγωγικά κείμενα της ίδιας και του Κωστή Καρπόζηλου. Γιατί, όμως, να μιλήσουμε σήμερα για ένα τέτοιο βιβλίο; Μα, πρώτον γιατί αποκαλύπτει στοιχεία για μια από τις σημαντικότερες και ισχυρότερες πολιτικές προσωπικότητες της ελληνικής Αριστεράς του Μεσοπολέμου: ο Μάξιμος έμεινε πολύ γρήγορα έξω από τις κομματικές διεργασίες και διατήρησε μέχρι το τέλος την ανεξαρτησία του μολονότι πάντοτε επιθυμούσε τη σύμπλευση μαζί της και την αποκατάστασή του. Επιπλέον, οι διηγήσεις του στον ανά χείρας τόμο αποτελούν μια συναρπαστική αυτοβιογραφία για τα νεανικά του χρόνια στην Ανατολική Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη, όπως και ένα χρονικό των ταξιδιών του στη Μαύρη Θάλασσα και στη Σοβιετική Ένωση λίγο πριν από την μπολσεβικοποίηση του κομμουνισμού, όπως μας προειδοποεί έγκαιρα ο Κ. Καρπόζηλος στις εισαγωγικές του συστάσεις. Κι ακόμα, οι «Αναμνήσεις», δημοσιευμένες μεταξύ 25 Δεκεμβρίου 1957 και 11 Απριλίου 1957 στην καθημερινή κεντροδεξιά εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία», όταν ο Μάξιμος είναι 58 ετών, συνδυάζουν την αδιάκοπη περιπέτεια και τις πρωτόγνωρες μεταβολές της τύχης (φυλακίσεις, λιποταξίες, ναυτικές περιπλανήσεις), όπως και τις πρώτες πολιτικές εμπειρίες από τον σοσιαλιστικό χώρο, με μια πλούσια, λόγια, αλλά και άκρως φυσική γλώσσα σε μια αφήγηση η οποία θυμίζει το κατά Γκαίτε «μυθιστόρημα διάπλασης ή ενηλικίωσης», όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Π. Πολέμη στο δικό της εισαγωγικό.
Μια αφήγηση, όπου πολιτική, παιδικές μνήμες, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ιστορία του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη συνενώνονται σε έναν λαγαρό και συνεχούς ροής λόγο, όπως το απαιτούσε μια μεγάλη εφημερίδα κατά τη δεκαετία του 1950, αλλά κι όπως το επιζητούσε, ο μετριοπαθής, ακομμάτιστος, προσωπικός και ιδιαίτερα ζωντανός τόνος του συγγραφέα. Ο Μάξιμος γεννήθηκε στην πόλη Γάνος της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας του ήθελε να τον βάλει στο εμπόριο, εκείνος, όμως, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη, λιποτάκτησε κατ’ επανάληψη από τον τουρκικό στρατό, λόγω αφοσίωσης στα πατριωτικά ιδεώδη, και εντάθηκε στο ναυτεργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Κωνσταντινούπολης.
Όπως γράφει στις «Αναμνήσεις» ο Μάξιμος, εκεί, στην καρδιά της Πόλης, θα αναδειχθεί σε γραμματέα της Πανεργατικής ‘Ένωσης, μέλος της οποίας ήταν και ο κατοπινός γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Η επαφή με τους Industrial Workers of the World θα φέρει τον Μάξιμο σε επαφή με τον αμερικανικό αναρχοσυνδικαλισμό ενώ η επίσκεψη στη Μόσχα θα περικόψει ως προς αυτό τα φτερά του, με τη διαφορά πως θα τον κάνει ταυτοχρόνως να μείνει εκστατικός με όσα συμβαίνουν στο «πρώτο σοσιαλιστικό κράτος του κόσμου». Η Σοβιετική Ένωση στα αρχικά της βήματα, ο απόηχος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τις διεθνείς δυνάμεις να εποπτεύουν τα Δαρδανέλια, οι ιστορίες με τις διαδοχικές λιποταξίες από τον στρατό, καθώς με τα καράβια που διαπλέουν τη Μαύρη Θάλασσα, η Μικρασιατική Καταστροφή, όταν ο Μάξιμος βάζει στην άκρη την παλιά πατριωτική του πίστη και αρχίζει να σκέφτεται τον τρόπο με τον οποίο παίζεται το πολιτικό παιχνίδι σε όλη την Ευρώπη, και ιδίως στην ανατολική Μεσόγειο, η επανάσταση του 1922 με τον Πλαστήρα στην Αθήνα, η εμπλοκή με τη ΓΣΕΕ και τις εργατικές κινητοποιήσεις του 1923, το βάρος του εργατικού κινήματος στην Καβάλα, οι λεπτεπίλεπτοι υπολογισμοί για τον αν η Αριστερά θα έπρεπε να ταχθεί στο πλευρό του Πλαστήρα, ενάντια στον πολιτικό κόσμο του αντιβενιζελισμού, ή αν όφειλε να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο: μια γραμμή πολλαπλών επεισοδίων και γεγονότων.
Όλα αυτά δίνουν στις «Αναμνήσεις» το απαραίτητο υλικό για να σχηματιστεί η πολιτική και ιστορική φυσιογνωμία του Μάξιμου: ριζοσπαστικός στις ιδέες του, ρεαλιστής ως προς τη χάραξη των πολιτικών συμμαχιών της Αριστεράς, όπως και με ξεχωριστή εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στον ρόλο της ατομικής συνιστώσας για την Ιστορία (μπορεί άνετα να κουβεντιάσει από τις αγάπες του χωριού του και το φαγητό στη φυλακή μέχρι τα σουσούμια του χαρακτήρα του Πλαστήρα, τη θεωρητική ανεπάρκεια των στελεχών της Αριστεράς και την κατάρρευση των παλαιών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών), ο Μάξιμος είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένας πρώτης γραμμής αφηγητής. Γι’ αυτό και οι «Αναμνήσεις» του διαβάζονται στις ημέρες μας σαν να γράφτηκαν χθες, ακόμα κι αν πρόκειται πια για κάτι σαν ρεπορτάζ από το μεσοπολεμικό παρελθόν.