Η οικονομική και, κατόπιν, η υγειονομική κρίση ανέτρεψαν τις ζωές μας. Η περιβαλλοντική κρίση μας αναγκάζει να αλλάξουμε συνήθειες. Περισσότερο από όλες τις άλλες, η τρέχουσα γεωπολιτική κρίση απειλεί το πλαίσιο της εθνικής μας ζωής.
Του Γιώργου Πρεβελάκη
Η ουκρανική κρίση επετάχυνε εξελίξεις οι οποίες προετοιμάζονται από παλαιά. Το παγκόσμιο σύστημα το οποίο, μέχρι πρότινος, φαινόταν λίγο-πολύ σταθερό αποκαλύπτεται σαθρό. Η κύρια έκφραση της αστοχίας του είναι η αμφισβήτηση της εδαφικής σταθερότητας και της εθνικής κυριαρχίας.
Μετά από την κυπριακή τραγωδία η οποία κατέλυσε de facto το εδαφικό status quo, η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, το 1975, κατοχύρωσε την κρατική κυριαρχία και το απαραβίαστο των συνόρων. Για την Κύπρο ήταν αργά. Η Ευρώπη, όμως, θεώρησε ότι είχε αναιρεθεί η κύρια αιτία των πολέμων. Το τίμημα της ειρήνης και της σταθερότητας ήταν βέβαια βαρύ. Το πλήρωσαν οι πληθυσμοί οι εγκλωβισμένοι στα αυταρχικά κομμουνιστικά καθεστώτα και οι κάθε μορφής μειονότητες.
Η αρχή του απαραβίαστου των συνόρων αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά μετά το 1975, με τη βίαιη απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία, ως “καθήκον ανθρωπιστικής παρέμβασης” (Μαντλίν Όλμπράϊτ). Και έτσι πάντως, η απόλυτη ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών λειτούργησε καθησυχαστικά. Το Κοσσυφοπέδιο, σύμφωνα με τις αμερικανικές διακηρύξεις, αποτελούσε περίπτωση sui generis και δεν δημιουργούσε προηγούμενο.
Όμως, στις παρυφές της Ευρώπης οι παραβιάσεις των συνόρων και οι πόλεμοι άρχισαν να αναπτύσσονται. Το 2014 ο αναθεωρητισμός άγγιξε εκ νέου το ευρωπαϊκό έδαφος. Η Ρωσία, παρακάμπτοντας κάθε συμφωνία, κατέλαβε την Κριμαία. Σήμερα έχει εμπλακεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο με την Ουκρανία, αμφισβητώντας ακόμη και το δικαίωμα της χώρας αυτής να υπάρχει. Παρά την αντίσταση του ουκρανικού λαού, οι εξελίξεις δεν φαίνονται να επιβεβαιώνουν την, κυρίως βρεττανική, επιδίωξη για μιαν τελειωτική ήττα της Ρωσίας- ώστε να καταδικαστεί και εν τοις πράγμασι ο εδαφικός αναθεωρητισμός. Είναι πιθανότερο ο πόλεμος να λήξει με κάποιον συμβιβασμό ή, μάλλον, με κάποια “λύση” της μορφής του κυπριακού: απόσπαση σημαντικών εδαφών τα οποία θα λειτουργούν de facto ως ρωσικά, έστω και χωρίς de jure αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα. Μια τέτοια εξέλιξη ανοίγει εκ νέου τον δρόμο για τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Όπως για τη Ρωσία η Ουκρανία αποτελεί ζωτικό τμήμα της γεωϊστορικής της φαντασίωσης, με τον ίδιο τρόπο το Αιγαίο έχει πλέον ενσωματωθεί στο τουρκικό γεωπολιτικό όραμα. Η πολλαπλή του σημασία, γεωστρατηγική και γεωοικονομική, ολοένα αναβαθμιζόμενη από τις τεχνολογικές προόδους και από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, συνδυάζεται στενά με τις ιδεολογικές κατασκευέςγια να το μετατρέψει σε κύριο στόχο της μακροπρόθεσμης τουρκικής στρατηγικής. Αυτόν τον στόχο υπηρετεί ο χάρτης Mavi Vatan. Σε αυτόν συγκλίνουν όλοι οι παράγοντες της τουρκικής πολιτικής και κοινωνίας.
Μολονότι η πίεση στο Αιγαίο και, γενικότερα, στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι νέο φαινόμενο, το τελευταίο διάστημα έχει οξυνθεί εκθετικά. Μπορεί να αποδώσει καρπούς προς όφελος της Τουρκίας; Με τι μορφή;
Οι στόχοι της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας έχουν πολλές ομοιότητες με τους ρωσικούς έναντι της Ουκρανίας. Η Τουρκία θα επιθυμούσε την Ελλάδα “φινλανδοποιημένη”, με την εξωτερική της πολιτική ελεγχόμενη. Αυτό εξέφρασε η πρόσφατη οργή του Ταγίπ Ερντογάν: πώς τόλμησε ο Έλληνας Πρωθυπουργός στην Ουάσιγκτον να απευθυνθεί στην αμερικανική και διεθνή κοινότητα, χωρίς να ζητήσει άδεια από την Άγκυρα; Επίσης η Τουρκία επιδιώκει να θέσει ένα σημαντικό τμήμα του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου υπό άμεσο τουρκικό έλεγχο, ώστε να αποκτήσει απόλυτη κυριαρχία στον θαλάσσιο δρόμο ο οποίος συνδέει την Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Ευρώπη με την Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμη και χωρίς άμεση εθνοκάθαρση, τα ελληνικά νησιά, εγκλωβισμένα σε αυτόν τον θαλάσσιο χώρο, θα άδειαζαν σταδιακά από τους ελληνικούς πληθυσμούς, ενώ ταυτόχρονα θα προσήλκυαν τουρκικούς- όπως συνέβη με τα Πριγκηπόνησα.
Οι στόχοι αυτοί φαίνονται εξωπραγματικοί με τα δεδομένα της μετα-Ελσίνκι εποχής. Εντούτοις, η αντικειμενική ανάλυση ως προς τις συνθήκες, τις νέες παγκόσμιες (αν)ισορροπίες και η σύγκριση των μεγεθών των δύο χωρών δείχνουν ότι οι στόχοι αυτοί δεν είναι ανέφικτοι. Το δεδομένο αυτό πρέπει να καθοδηγήσει την νέα εθνική στρατηγική.
Το παγκόσμιο περιβάλλον αλλάζει ραγδαία από την εποχή κατά την οποία καταστρώθηκε η στρατηγική για την αποτροπή των τουρκικών βλέψεων, μετά από την κυπριακή καταστροφή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, διχασμένες μετά από τρεις δεκαετίες παγκοσμιοποίησης και ανασφαλείς έναντι της Κίνας, ταλαντεύονται ανάμεσα στον απομονωτισμό και την εστίαση στο κινεζικό ζήτημα. Οι δυτικές αξίες αμφισβητούνται έξωθεν, στη Ρωσία, στην Κίνα και σε μεγάλο τμήμα του αναπτυσσόμενου κόσμου. Έτι χείρον, η αμφισβήτηση αυτή έχει αναπτυχθεί και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το αποδομητικό κίνημα μεταφέρεται, αργά αλλά σταθερά, στην Ευρώπη.
Χωρίς σταθερή και πειστική αμερικανική ηγεμονία, αβέβαιη για τις αξίες της, η Ευρώπη κλυδωνίζεται. Μετά το τέλος της ουκρανικής κρίσης, η σχέση της με τη Ρωσία αναγκαστικά θα επαναπροσδιοριστεί. Η επίδραση των γεωγραφικών και ιστορικών παραγόντων τους οποίους κατόρθωσε να αμβλύνει κατά τις περασμένες δεκαετίες η αμερικανική επίδραση θα αναβιώσει. Σε ένα ενδεχόμενο νέο γεωπολιτικό σχήμα, με πόλους την Άγκυρα, το Βερολίνο και τη Μόσχα, ποιά θα είναι η θέση της Ελλάδας; υποκείμενη οικονομικά στην Γερμανία, γεωστρατηγικά στην Άγκυρα και θρησκευτικά στη Μόσχα;
Αν σε αυτά τα απειλητικά υποθετικά δεδομένα προστεθούν και οι δομικές αδυναμίες της σημερινής Ελλάδας, όπως η δημογραφική κατάρρευση, η εύθραυστη οικονομία και η απειλή του λαϊκισμού και της πολιτικής αστάθειας, οι προοπτικές μέσα σε έναν ορίζοντα μιας η δύο δεκαετιών διαγράφονται σκοτεινές.
Βέβαια, βραχυπρόθεσμα η Ελλάδα ανταποκρίνεται στις γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές τουρκικές προκλήσεις με επιτυχία. Η παλαιά στρατηγική της ένταξης στο δυτικό πλαίσιο, με τον αποτελεσματικό συνδυασμό της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ιδιαίτερη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξακολουθεί να αποδίδει καρπούς. Επίσης, ιδιαίτερα αποτελεσματικός είναι ο δεσμός με την Γαλλία. Όμως σε ένα ρευστό κόσμο, στον οποίο επιβραβεύονται οι αναθεωρητισμοί, πρέπει να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της ευρύτερης μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Το καραμανλικό δόγμα (Ανήκομεν εις την Δύσιν) αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι πλέον ικανή συνθήκη για την εθνική ασφάλεια. Πρέπει να αναζητηθούν καινοτόμες και ρηξικέλευθες στρατηγικές για να εξισορροπηθούν οι απειλητικές δυνάμεις. Οι αλλαγές στρατηγικής αφορούν τόσο την εσωτερική λειτουργία και οργάνωση της Ελλάδας όσο και την διασύνδεσή της εκτός συνόρων.
Η ψυχρή ανάλυση των γεωπολιτικών δεδομένων δεν εμπνέει αισιοδοξία. Όμως η περίπτωση του Ισραήλ δείχνει ότι η κινητοποίηση της δημιουργικότητας και της καινοτόμου φαντασίας επιτρέπουν να ανατραπούν συνθήκες οι οποίες φαίνονται εκ πρώτης όψεως καταλυτικές.
Ο Ελληνισμός διαθέτει αυτού του είδους τα πλεονεκτήματα. Το ζήτημα είναι πότε θα αποφασίσει να τα κινητοποιήσει, υπερβαίνοντας τον πνευματικό συντηρητισμό ο οποίος χαρακτηρίζει τα κατεστημένα δίκτυα των Αθηνών.
Ομότιμος Καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης