Η ραπ μουσική, και η κουλτούρα διασημότητας που την συνοδεύει, παρουσίαζε πάντοτε μια πραγματικότητα συνδεδεμένη με δύο άκρα: την πραγματικότητα της ζωής που ζουν τα «αλάνια» στους δρόμους, από τη μια πλευρά, και μια συγκεκριμένη εκδοχή του «αμερικάνικου ονείρου» που συνίσταται στην αναρρίχηση από κάτω προς τα πάνω, από την άλλη.
Του Jernej Kaluža
Το παρόν άρθρο διερευνά τους λόγους για τους οποίους η μουσική τραπ, η οποία ξεκίνησε ως μια παραλλαγή της ραπ στα νότια των ΗΠΑ, με το συγκεκριμένο μείγμα ηδονισμού και μηδενισμού, σκοταδιού και χαράς, αρχίζει να γίνεται η μουσική των καιρών μας. Υποστηρίζει ότι αυτό δεν είναι τυχαίο: η διπλή πραγματικότητα, η σκληρή πραγματικότητα του να ζεις σε μια «παγίδα» [trap] από τη μια και η εξιδανικευμένη, ονειρική πραγματικότητα γεμάτη χρυσάφι και διαμάντια από την άλλη, είναι η κύρια αλληγορία της «πραγματικής» ζωής στον ύστερο καπιταλισμό. Πώς να βγούμε από την παγίδα; Στο άρθρο, διερευνώ ορισμένα κρίσιμα προβλήματα της σύγχρονης θεωρίας σχετικά με τις ταξικές και φυλετικές διαφορές και υποστηρίζω ότι μπορούμε να εξαγάγουμε εκτεταμένα κοινωνικά, πολιτικά και θεωρητικά συμπεράσματα από την ερμηνεία μιας μουσικής που συχνά παρουσιάζεται ως απολιτική, κενή και κακής ποιότητας. Η ερμηνεία της σύγχρονης εξέλιξης στην ποπ κουλτούρα θα συνδυαστεί με αναγνώσεις θεωρητικών όπως οι Φουκώ, M’μπέμπε, Μπαλιμπάρ, Mαρξ, Moρέττι και Ντελέζ-Γκουατταρί. Υποστηρίζω ότι η ταύτιση με την τραπ μουσική, ακόμα κι αν φαίνεται κομφορμιστική και άκριτη, παράγει έναν παράδοξο μειοψηφικό οικουμενισμό, που θα μπορούσε, εάν κατανοήσουμε την οικουμενικότητα ενός ονείρου ατομικής επιτυχίας ως σιωπηρό αίτημα για μια ισότιμη κοινωνία, να εμφανίζει ένα ορισμένο χειραφετητικό δυναμικό.
(…)
Bad Boujee
Ο ύστερος καπιταλισμός παράγει επίσης τη δική του κύρια διπολική υποκειμενικότητα ή, για να το πούμε καλύτερα, μια σειρά από υποκειμενικότητες που μπορούν να κατανοηθούν ως διαφορετικά στάδια μέσα στην ιστορία που αναπαριστά την ατομική επιτυχία. Είναι μια ιστορία όπου γίνεσαι αυτό που θέλεις να γίνεις ή αυτό που ήσουν πριν, αν είχες ήδη πετύχει, ή ένα όνειρο για το τι πρόκειται να γίνεις και πόσο παγιδευμένος είσαι τώρα αν δεν τα έχεις καταφέρει ακόμα. Σε αυτή την ενότητα θα αναπτύξω περαιτέρω το επιχείρημά μας για τη δημοτικότητα ενός τέτοιου πλαισίου και θα παρουσιάσω ορισμένες πτυχές της γενεαλογίας του σύγχρονου καπιταλισμού που οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία, όπως υποστηρίζω, οι παγκόσμιες μάζες ταυτίζονται με την κινητή και παροδική υποκειμενικότητα. Μέσα από την ερμηνεία της επιτυχίας των Migos Bad and Boujee, η οποία ανέβηκε στην κορυφή των τσαρτ το 2017, θα αναλύσω το ζήτημα του πολιτισμικού μετασχηματισμού της ταυτότητας (στην πορεία της από κάτω προς τα πάνω) και το ζήτημα της νομιμοποίησης της ατομικής επιτυχίας (που είναι ταυτόχρονα νομιμοποίηση του συστήματος που βασίζεται στο ιδανικό της ατομικής επιτυχίας). Ο μετασχηματισμός της υποκειμενικότητας που βρίσκουμε στο φαντασιακό του τραγουδιού των Migos παρήγαγε αναλύσεις που εξέταζαν τις σχέσεις μεταξύ μουσικής τραπ, κριτικής θεωρίας και μαρξισμού (Mueller, 2017; Zhang, 2017; Ganz, 2017; Wijesinghe, 2017; ndwogan, 2017). Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι ράπερ, όπως θεωρήθηκε, εκθέτει «μια κίνηση από την εργατική τάξη προς μια πλούσια και υλιστική τάξη μπουρζουάδων» (Wijesinghe, 2017) και μας συστήνει τη «νέα μπουρζουαζία», η οποία είναι, όπως θα υποστηρίξω, διαφορετική από την παλιά αστική τάξη με τον ίδιο τρόπο όπως ο νέος οικουμενισμός είναι διαφορετικός από τον παλιό οικουμενισμό που παρήγαγε η ευρωπαϊκή αστική τάξη του 18ου και 19ου αιώνα.
«We came from nothin’ to somethin’ niggas»[1] τραγούδησε ο Μίγκος στο «Bad and Boujee». Εδώ είναι κρίσιμο ότι επιλέχθηκε η λέξη «boujee», συντομογραφία του γαλλικού «bourgeois», μολονότι στη ραπ υπάρχουν πιο κοινές λέξεις που να δηλώνουν μια πλούσια ζωή. Η δομή της κοινωνικής αναρρίχησης μπορεί να παρατηρηθεί για πρώτη φορά στη λογοτεχνία του 18ου και 19ου αιώνα, όπως παρουσιάζεται από τον Φράνκο Μορέτι στο The Bourgeois: Between History and Literature (2013). Η φιγούρα του αστού σε αυτό το πλαίσιο δεν λειτουργεί όπως λειτουργεί σήμερα. Δεν δηλώνει κάποιον που έχει ήδη πλούτο και δύναμη, αλλά ακριβώς αυτή τη μεταμόρφωση «από το τίποτα σε κάτι» η οποία αντιστοιχεί άμεσα προς την άνοδο της αστικής τάξης, η οποία από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα αντικατέστησε σταδιακά την αριστοκρατία ως άρχουσα τάξη. Η βασική της νομιμοποίηση βασίστηκε στην ιδέα ότι ο αστός δεν είναι κάποιος που ο πλούτος του είναι απλώς κληρονομικός, όπως του αριστοκράτη, αλλά ένας «αυτοδημιούργητος» άνθρωπος, που αξίζει όσα έχει διότι έφτασε μόνος του προνομιακή θέση «με τις δικές του ικανότητες «αυτοπεριορισμού, πνευματική διαύγεια, εμπορική εντιμότητα και προσήλωση στους στόχους του». Ο Moretti επιλέγει ως τυπικό παράδειγμα το μυθιστόρημα του Ντάνιελ Ντεφόου Robinson Crusoe: ο νόμιμος δρόμος προς την επιτυχία είναι ένας συνδυασμός «περιπέτειας», «αίσθησης του κινδύνου» και γενναιότητας αφενός, και μιας «ορθολογικής ηθικής της εργασίας», μιας αναστολής της άμεσης ικανοποίησης αφετέρου. Την ίδια δυαδικότητα βρίσκουμε και στην ιστορία των σημερινών ποπ σταρ. Κάποιοι επαινούν την αφοσίωση και τη σκληρή δουλειά και άλλοι το δώρο του Θεού, αλλά ένας κοινός παράγοντας είναι ότι βγάζουν χρήματα μόνοι τους. Σύμφωνα με τους στίχους του Bad and Boujee των Migos: «Ξέρεις, λεφτά δεν είχαμε ποτέ παλιά/ Όμως βγάλαμε πολλά καινούρια λεφτά».
Η λέξη αστός σήμερα δηλώνει το αντίθετο από την αρχική της σημασία: τώρα αποδίδεται σε κάποιον που κληρονόμησε τον πλούτο και το κοινωνικό του στάτους από αστική καταγωγή, και γι’ αυτό έχει απονομιμοποιηθεί ακριβώς στην ίδια βάση με την αριστοκρατία κάποτε. Ο Moretti προβλέπει ότι ο «αμερικανικός τρόπος ζωής» μάλλον θα γίνει ο «βικτοριανισμός του σήμερα». Αναμφίβολα, ο «αμερικανικός τρόπος ζωής», ή μάλλον, η εξιδανικευμένη εικόνα αυτής της ζωής όπως παρουσιάζεται στο αμερικανικό όνειρο, είναι πλέον ένα παγκοσμίως αναγνωρισμένο ιδανικό που λειτουργεί αναλογικά με το ιδανικό της αστικής τάξης του 18ου και 19ου αιώνα. Και στις δύο περιπτώσεις, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια μεταμόρφωση που οδηγεί σε νόμιμη επιτυχία. Με τη νομιμοποίηση αυτής της μορφής επιτυχίας, νομιμοποιείται και το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ήταν δυνατή αυτή η επιτυχία.
Θα χρειαστεί μια ξεχωριστή συζήτηση για να αναλυθεί επακριβώς πώς η φιλελεύθερη πολιτική σκέψη, τη στιγμή που διακήρυξε μια παράδοξη θέση κατά την οποία το ατομικό συμφέρον εξισώνεται με το συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολό της, ταυτόχρονα συγκαλύπτει το γεγονός ότι μόνο μια μειοψηφία μπορεί να υλοποιήσει κατ’ αυτό τον τρόπο το συμφέρον της, ενώ η πλειονότητα αποκλείεται από αυτή τη δυνατότητα. Αυτό ήταν μέρος της λειτουργίας της φιγούρας του αστού, όπως και του φαντασιακού του Αμερικανικού Ονείρου: να (ανα)παράγει «οικουμενική» ταύτιση με τις αξίες της συγκεκριμένης ομάδας. Όπως τονίζει ο Moretti, η λέξη bourgeois δεν διαδόθηκε στο αγγλοαμερικανικό πλαίσιο τον 19ο αιώνα, κυρίως λόγω της μακράς παράδοσης του καπιταλισμού και κατά συνέπεια, λόγω της ύπαρξης μιας ευρύτερης μεσαίας τάξης (σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ευρώπη). Με άλλα λόγια, μόνο ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των τάξεων κάνει τους αστούς ορατούς ως μια ιδιαίτερη (και όχι οικουμενική) φιγούρα μέσα στην κοινωνία.
Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη bourgeois εμφανίζεται στο λόγο των Αφροαμερικανών με ελαφρώς διαφορετική σημασία, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο ταξική αλλά και πολιτισμική διαφορά συγχωνεύοντας και τα δύο. Αυτό συνεπάγεται ότι η αλλαγή τάξης συνεπάγεται και αλλαγή κουλτούρας. Παραθέτοντας τον αρχισυντάκτη του Journal of Hip Hop Studies Daniel White Hodge, η Catherine Zhang υποστηρίζει ότι ο όρος «Bougie» στη δεκαετία του 1950 μεταξύ των μαύρων κοινοτήτων χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει έναν «ελιτιστή, αλαζόνα Αφροαμερικανό που έχει υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και εισοδήματος από τον μέσο Αφροαμερικανό» και ο οποίος «ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή κουλτούρα της Αμερικής και απομακρύνεται από τους άλλους Αφροαμερικανούς». Το να είσαι bougie εκείνη την εποχή «συνεπαγόταν την υιοθέτηση της λευκότητας ως κοινωνικής ταυτότητας» (Zhang, 2017). Το χάσμα μεταξύ των δύο τμημάτων της αφροαμερικανικής κοινωνίας είναι επομένως τόσο προφανές ακριβώς λόγω της ριζικής αλλαγής πολιτιστικής ταυτότητας, που συνέβη κατά τη διαδικασία αστικοποίησης, κάτι που δεν είναι τόσο προφανές στην περίπτωση της λευκής κοινότητας.
Ωστόσο, είναι κρίσιμο για εμάς ότι ο Bad Bougie των Migos δεν γίνεται λευκός και δεν αλλάζει πολιτιστική ταυτότητα καθώς σκαρφαλώνει στην κοινωνική σκάλα. Αντιθέτως: αυτό που ξεχωρίζει είναι μια πολύ χαρακτηριστική φιγούρα «μαύρου bougie»· ενός bougie που διατηρεί πολλά από τα κλισέ και τις συνήθειες από την προηγούμενη ζωή «στους δρόμους». Όπως σημειώνει η Zhang:
Στο τραγούδι, οι Migos ραπάρουν μιλώντας για ήρωες που παίρνουν Uzi (ένα είδος ισραηλινού πολυβόλου) και ανακατεύουν δοχεία με ναρκωτικά, βγάζει χρήματα πουλώντας κοκαΐνη και κάνουν σεξ με γυναίκες. Το βίντεο είναι γεμάτο αντιφατικές εικόνες. Γυναίκες πίνουν σαμπάνια από χρυσά μπουκάλια, αλλά τρώνε έτοιμα ζυμαρικά από φακελάκι και τηγανητό κοτόπουλο.
Αυτός ο νέος «bougie» δεν νομιμοποιείται στο πλαίσιο της λευκής αστικής ηθικής όπου ο αστός πρέπει να είναι ένα ευγενές και σεβαστό πρόσωπο –στην κλασική βικτοριανή εκδοχή, ένας τζέντλεμαν. Και είναι προφανές ότι οι Migos στο τραγούδι αυτό καταπιάνονται με ακριβώς αυτήν την οπτική: γιατί η ηθική (και η αισθητική) τους θεωρείται κακή, κάποτε μέχρι και παρακμιακή, από μια ορισμένη πολιτισμική οπτική; Ή, για να θέσουμε το ερώτημα με νιτσεϊκό τρόπο, ποιο συμφέρον βρίσκεται πίσω από μια τέτοια κρίση; Στην κουλτούρα της ραπ συνολικά, υπάρχουν πολλές διαφορετικές διατυπώσεις που υποδηλώνουν ακριβώς την αντίθετη ιδέα, ότι η νόμιμη επιτυχία είναι μια διαδρομή στην οποία το υποκείμενο παραμένει το ίδιο όπως ήταν στην αρχή, χωρίς να ασπάζεται μια άλλη κουλτούρα: μένει συνεπές, αληθινό, πιστό στον εαυτό του, στους δρόμους, στις ρίζες του (Carmichael, 2017· Livewire, 2006).
Μια μικρή αλλά κρίσιμη διαφορά έχει μεσολαβήσει από τη χρυσή εποχή του ιδεώδους του αμερικανικού ονείρου στη δεκαετία του 1950, όταν από τις αξίες της λευκής μεσαίας τάξης κατασκευάστηκε ένα οικουμενικό ιδανικό. Η εικόνα του να ζεις σε λευκά ευκατάστατα προάστια δεν φαίνεται να προσφέρεται για μια ταύτιση των σύγχρονων μαζών. Αυτή η αλλαγή έχει μια υλική αιτία. Όπως αναφέρθηκε, η μεσαία τάξη σταδιακά εξαφανίζεται στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού. Το χάσμα ανάμεσα στο κάτω και το πάνω γίνεται πιο εμφανές. Έτσι, συναντάμε μια παράδοξη ανατροπή: η οικουμενική θέση, που ιστορικά αποδιδόταν σε διάφορους τύπους λευκών ανδρών (αστός, τζέντλεμαν, αμερικανός μπαμπάς), φαίνεται να χάνει την ηγεμονία της. Αντικαθίσταται βαθμιαία από την ταύτιση με μια θέση που παραδοσιακά γινόταν αντιληπτή ως μειονοτική. Όπως υποστηρίζω σε αυτό το άρθρο, η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης δεν φαίνεται να είναι πλέον η κυρίαρχη ιδεολογία. Κάτι που, κατά τους Μαρξ και Ένγκελς, είναι βασικό για την πραγματική (και όχι ιδεολογική) ταύτιση των υποτελών ομάδων και για την αυτοαναγνώρισή τους (Marx & Engels, 2010, σελ. 169). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρούμε ότι ανοίγονται δυνατότητες με αυτήν την ανατροπή. Όπως ήδη ειπώθηκε, δεν χρειαζόμαστε μια νέα οικουμενική υποκειμενικότητα, αλλά έναν ποιοτικά διαφορετικό οικουμενισμό, την οικουμενικότητα εκείνου που αποκλείστηκε από την αστική οικουμενικότητα. Είναι σημαντικό συναφώς ότι οι Migos ονόμασαν το επιτυχέστατο άλμπουμ τους του 2017, όπου ανήκει και το Bad and Boujee, με τον απολύτως οικουμενικό τίτλο CULTURE: κουλτούρα ως τέτοια, νέα παγκόσμια κουλτούρα, όχι όμως η κουλτούρα μιας καθορισμένης ταυτότητας.
Η κουλτούρα των Migos συχνά γίνεται αντιληπτή ως μέρος μιας γενικής τάσης άκριτης αποδοχής του ύστερου καπιταλισμού που αναπαράγει την ανισότητα: «Οι ράπερς θέτουν την προσωπική ανάδειξη πάνω από την κοινωνική συνειδητοποίηση, τον υλισμό αντί την αυτοσυγκράτηση και το να κρατάς Uzi ως καλύτερο τρόπο για να μένεις πιστός στις ρίζες του σε σχέση με το να ανταποδίδεις στην κοινότητα» (ndwogan, 2017). Ο ατομικισμός, ο εγωισμός, ο ναρκισσισμός και η αφοσίωση στη δουλειά και στην ατομική επιτυχία συχνά εκλαμβάνονται ως συμπτώματα του απόλυτου θριάμβου του ύστερου καπιταλισμού. Ακόμα κι αν δούμε έναν ορισμό του όρου που συνήθως αντιπροσωπεύει την οικουμενική υποκουλτούρα του σήμερα –του όρου millennials– μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά σημεία με την τραπ, πράγμα που ενισχύει την υπόθεση ότι μιλάμε για οικουμενικά ιδανικά. Οι millennials –ένας όρος που συνήθως αφορά μόνο στη νεολαία της λευκής μεσαίας τάξης– θεωρούνται «πιο επικεντρωμένοι σε υλιστικές αξίες όπως τα χρήματα, η φήμη και η εικόνα» και ότι εκτιμούν μόνο την ατομική επιτυχία αντί για την ομαδική επιτυχία (Main, 2017). Ο Malcom Harris υποστηρίζει ότι οι millennials «ποτέ δεν έμαθαν να διαχωρίζουν τη δουλειά και τη ζωή», και για να το αποδείξει αυτό επικαλείται ακριβώς το παράδειγμα της ραπ μουσικής.
Ένα άλλο κρίσιμο χαρακτηριστικό που συχνά αποδίδεται στους millennials είναι η υποταγή: δεν έχουν καμία τάση εξέγερσης και κανενός είδους ουτοπικά πολιτικά ιδεώδη, όπως αυτά που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες γενιές και τις υποκουλτούρες τους. «Οι Millennials έχουν εκπαιδευτεί να θεωρούν ιερό το ατομικό μας δικαίωμα να ανταγωνιζόμαστε και κάθε στρατηγική συλλογικής ανθεκτικότητας που δεν το λαμβάνει υπόψη είναι κακοσχεδιασμένη, ανεξάρτητα από το πόσο μακρά και ένδοξη ιστορία της. Κανείς δεν φαίνεται να ξέρει τι μπορούμε να κάνουμε –με όλες τις ιστορικές μας αποσκευές– για να αλλάξουμε το μέλλον μας» (Harris, 2017). Το ότι ο ατομικιστικός υλισμός γίνεται η αιτία για την έλλειψη εναλλακτικών στα ιδανικά του ύστερου καπιταλισμού, είναι κρίσιμο για την έννοια του καπιταλιστικού ρεαλισμού του Φίσερ:
Οι εγωιστικές καπιταλιστικές τοξίνες που είναι πιο δηλητηριώδεις για την ευημερία είναι η συστηματική ενθάρρυνση των ιδεών ότι η υλική ευμάρεια είναι το κλειδί για την αυτοεκπλήρωση, ότι μόνο οι πλούσιοι είναι νικητές και ότι η πρόσβαση στην κορυφή είναι ανοιχτή σε οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να εργαστεί σκληρά, ανεξάρτητα από το οικογενειακό, εθνικό ή κοινωνικό του υπόβαθρο. (Fischer, 2009, σελ. 36).
Σε αντίθεση με τον Φίσερ, εγώ υποστηρίζω ότι υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον στην οικουμενοποίηση μιας τέτοιας μορφής επιτυχίας, ακόμη και για εκείνους που δεν αγαπούν ολοκληρωτικά τον καπιταλισμό, όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται αυτό. Υπό αυτή την έννοια, η προσέγγισή μας πλησιάζει τον επιταχυντισμό, όπως περιγράφεται από τον Benjamin Noys, όπου «το αποτέλεσμα είναι ότι ο καθένας εντείνει μια πολιτική ριζικής εμμένειας, εμβάπτισης στο κεφάλαιο, μέχρι το σημείο όπου οποιοσδήποτε τρόπος να διακρίνει κανείς μια ριζοσπαστική στρατηγική από η στρατηγική του κεφαλαίου φαίνεται να εξαφανίζεται εντελώς» (Noys, 2014). Αυτή η ίδια αδυναμία διάκρισης εμφανίζεται στην ανάλυσή μας: η καθολικοποίηση ενός ονείρου ατομικής επιτυχίας που παρήγαγαν οι «εγωιστικές καπιταλιστικές τοξίνες» δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ορθολογική αξίωση των μαζών: ότι θέλουν μια ζωή ευτυχίας, επιτυχίας και ευημερίας.
Η επιθυμία για επιτυχία είναι αυτό που οδηγεί τη μουσική σκηνή και αυξάνει την παραγωγικότητά της. Φαίνεται βέβαια αναπόφευκτο ότι «μόνο λίγοι θα έχουν κάποτε την ευκαιρία να τα καταφέρουν» (Reynolds, 2011, σ. 386). Ωστόσο, η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας που έχει ως αποτέλεσμα την οικουμενική υλοποίηση της επιθυμίας για επιτυχία, κατά τρόπο παράδοξο αλλά δομικά αναγκαίο, θα παρήγαγε ισότητα. Αν κάθε παγίδα σε αυτόν τον κόσμο γίνει το κέντρο του πολιτισμού και αν κάθε «σκουπίδι» αυτού του κόσμου γίνει αστέρι, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν η ισότητα. Με άλλα λόγια, η αξιακή αδιαφορία ανάμεσα σε επιτυχημένους και παγιδευμένους. Ίσως θα έπρεπε, όπως προτείνουν οι Deleuze και Guattari, να επιταχύνουμε την παραγωγή αξίας, «να πάμε πιο πέρα… στην αγοραία κίνηση αποκωδικοποίησης και απεδαφικοποίησης … διότι ίσως οι ροές δεν έχουν ακόμη απεδαφικοποιηθεί αρκετά, δεν έχουν αποκωδικοποιηθεί αρκετά… Να μην αποσυρθούμε από τη διαδικασία, αλλά να προχωρήσουμε παραπέρα, να επιταχύνουμε τη διαδικασία» (Deleuze & Guattari, 2004, σ. 260).
Γι’ αυτό, δεν δέχομαι ότι η υποκειμενικότητα η οποία εκδηλώνεται στο φαντασιακό των Migos στερείται παντελώς χειραφετητικού δυναμικού, ακόμα κι αν είναι εντελώς άκριτη και υιοθετημένη από τον καπιταλισμό. Την απαίτησή τους για υλικά αγαθά, φήμη και πολυτελή ζωή δεν είναι απαραίτητο να την θεωρήσουμε απλώς μια ιδεολογία του ύστερου καπιταλισμού. Από την προοπτική του νέου οικουμενισμού, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτούς τους ισχυρισμούς ως εύλογα αιτήματα του παγκόσμιου προλεταριάτου. Το προλεταριάτο ορίζεται συγκεκριμένα ως «ο ταξικός ανταγωνιστής της αστικής τάξης, ο οποίος άρα τοποθετεί τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα εκείνης» (Μπαλιμπάρ, 1988, σ. 166). Είναι η τάξη όσων αποκλείονται από τη σφαίρα της αστικής αφηρημένης οικουμενικότητας και όσων απογυμνώνονται από τον πλούτο. Για να φτάσει στην οικουμενικότητα, το προλεταριάτο πρέπει να υπαγάγει «το ιδιαίτερο συμφέρον σε ένα ‘γενικό συμφέρον’ … απ’ τη στιγμή που θα ταιριάξει με τον ορισμό του, δεν είναι πλέον απλώς μια τάξη αλλά οι μάζες» (Μπαλιμπάρ, ό.π.). Είναι πολύ λογικό, από αυτή την οπτική, το προλεταριάτο (που ενσαρκώνουν οι Migos) να διεκδικεί συμμετοχή στο επίπεδο του λόγου και συμμετοχή στο μοίρασμα του πλούτου.
Το φαντασιακό των Migos θα μπορούσε σε αυτό το πλαίσιο να ερμηνευθεί με την έννοια όχι ότι νομιμοποιεί τη «νέα αστική τάξη», αλλά ότι αποκαλύπτει πόσο παράλογη είναι η σπανιότητα της επιτυχίας στον καπιταλισμό, και πόσο υπερτιμημένη. Όπως το ερμήνευσε ο Gavin Mueller, το Bad and Boujee αποκαλύπτει ότι «ένας τέτοιος πλούτος μπροστά σε τόση δυστυχία είναι θεμελιωδώς παράλογος, και άρα περισσότερο άξιος να ξοδευτεί σε γελοία πειραγμένα αυτοκίνητα, κολιέ φορτωμένα με διαμάντια και αθλητικά παπούτσια Louboutin. Ξέρουν ότι το να είσαι κακός και να είσαι αστός πάνε πακέτο όπως η λευκότητα και τα τι σερτ» (Mueller, 2017). Μέσα απ’ αυτή τη ανάγνωση, το μήνυμα των Migos είναι ότι όλοι μπορούν (και πρέπει) να γίνουν κάτι από το τίποτα, όπως έγιναν εκείνοι. Η παγκόσμια καθολικοποίηση του ονείρου της επιτυχίας, που δεν έχει κανένα εξωτερικό και καμία άρνηση, θα μπορούσε –ακόμα και αν παράγεται στην καρδιά του ύστερου καπιταλισμού- να προσφέρει το δυναμικό για το όνειρο ενός ουτοπικού τέλους του συστήματος που διαιωνίζει την ανισότητα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι αυτό παραμένει απλώς ένα όνειρο, και το κύριο ερώτημα είναι πώς να το κάνουμε πραγματικότητα και πώς να υλοποιήσουμε το παγκόσμιο όνειρο της επιτυχίας για τον καθένα.
Συμπέρασμα
Στο παρόν άρθρο εξετάστηκαν οι λόγοι για τη δημοτικότητα της τραπ μουσικής. Η δημοτικότητα της τραπ, που παρατηρήθηκε ως φαινόμενο ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εξηγήθηκε μέσω μιας συσχέτισης μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και επιθυμητικής παραγωγής, μεταξύ των διαθέσεων [affects] που εκτίθενται στη μουσική και των κύριων διαθέσεων που αναπαράγονται στον ύστερο καπιταλισμό. Η πραγματικότητα αυτή αφενός συνδέεται άρρηκτα από την ιδεολογία που παράγει την υποκειμενικότητα του ύστερου καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μια απλή ψευδής συνείδηση: αντικατοπτρίζει τη διπλή πραγματικότητα της ακραίας επιτυχίας από τη μία και της παγίδευσης από την άλλη. Αυτό αντιστοιχεί με τον διαχωρισμό σε δύο άκρα που μπορεί να παρατηρηθεί στη διπολικότητα ως κύρια διαταραχή του ύστερου καπιταλισμού (όπως περιγράφεται από τον Fischer). Επιπλέον, αυτή η διπολικότητα αντικατοπτρίζει κάλλιστα την αξιολόγησή μας για την τραπ: δεν αρνούμαι ότι η μουσική αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως καταναλωτική, mainstream και οικειοποιημένη από τη μουσική βιομηχανία· παρόλα αυτά, όμως, η κύρια θέση του άρθρου είναι ότι εμπεριέχει ένα χειραφετητικό δυναμικό. Το δυναμικό αυτό θα μπορούσε, όπως υποστηρίζω, να υλοποιηθεί όχι αν περιστείλουμε, αλλά αν επιταχύνουμε τη διαδικασία, καθολικοποιώντας το «μειονοτικό γίγνεσθαι» (που αναλύθηκε μέσω των Deleuze & Guattari και Mbembe) σε αντιστοιχία με μια νέα οικουμενική κουλτούρα, αυτήν που εκθέτει το γκρουπ Migos μέσα από τη φιγούρα του «νέου αστού».
Αν και το άρθρο εστιάζει στη σχέση μεταξύ κριτικής θεωρίας και ενός συγκεκριμένου τύπου μουσικής, η διερεύνηση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα πεδία του φαντασιακού της ποπ κουλτούρας. Μερικά από τα ευρήματά του ίσως έχουν επιπτώσεις στην περίπλοκη σχέση μεταξύ ταξικών και πολιτισμικών διαφορών, καθώς και σε άλλα προβληματικά ζητήματα που χαρακτηρίζουν τους σύγχρονους χειραφετητικούς αγώνες και λόγους.
Ένα από τα κύρια παράδοξά τους φαίνεται ότι αυτοί οι χειραφετητικοί αγώνες και οι λόγοι συχνά στερούνται μαζικής υποστήριξης και παραμένουν περιορισμένοι σε μικρές ομάδες προοδευτικών πολιτικών ακτιβιστών. Από μια άλλη οπτική γωνία, κινήματα που έφτασαν σε τεράστια δημοτικότητα αφού προσαρμοστούν στις προσδοκίες του κύριου ρεύματος, συχνά χάνουν το χειραφετητικό τους δυναμικό. Οπότε, η ανάλυσή μας για την τραπ είναι ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να βοηθήσει να βρεθεί μια λύση σε αυτόν τον κόμπο. Διερεύνησα κάποιους παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την επίλυση ενός από τα κρίσιμα ερωτήματα για τη σημερινή κριτική σκέψη: πώς να αποκτήσεις τεράστια δημοτικότητα και να διατηρήσεις το χειραφετητικό σου δυναμικό; Πώς να συνδέσεις την κριτική σκέψη με την κίνηση της επιθυμίας των μαζών;
Ωστόσο, το πρόβλημα ίσως έγκειται στον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ερώτημα. Δηλαδή ο στόχος δεν πρέπει να είναι μόνο πώς να μπολιάσουμε ορθολογική κριτική σκέψη σε μαζικά κινήματα, αλλά και, αντιστρόφως, να αναγνωρίσουμε το δυναμικό ορθολογικής κριτικής σκέψης που είναι ήδη παρόν στο φαντασιακό των μαζών.
Αυτό το άλμα μεταξύ ποπ κουλτούρας και κριτικής θεωρίας είναι επίσης ο κύριος λόγος για τους περιορισμούς της έρευνάς μας. Το ότι αυτοί οι λόγοι σπάνια συναντώνται είναι ο κύριος λόγος, πιστεύω, για την έλλειψη ακαδημαϊκής συζήτησης σχετικά με τη μουσική τραπ. Στο Διαδίκτυο υπάρχουν πολλές μη επιστημονικές συζητήσεις για την τραπ, αλλά λίγες ενσωματώνουν κριτικές θεωρίες. Και αντιστρόφως, οι περισσότερες κριτικές θεωρίες κρίνουν φαινόμενα της ποπ κουλτούρας όπως η τραπ ως ασαφή, τετριμμένα και ανάξια σοβαρής έρευνας. Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό το άρθρο στοχεύει να αποτελέσει ένα μικρό βήμα για να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση.
Ο Jernej Kaluža είναι φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λιουμπλιάνα. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μετάφραση αποσπασμάτων από το άρθρο «Reality of Trap: Trap Music and its Emancipatory Potential». Αρχική δημοσίευση στο ΙAFOR Journal of Media, Communication & Film, καλοκαίρι 2018. Επιλογή-μετάφραση Α.Γ. για το nomadicuniversality.com