Ο πρωτοποριακός Βρετανός θεατρικός σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ, ο δημιουργός που άφησε το αποτύπωμα του σε δύο αιώνες και χαρακτηρίστηκε «ο μεγαλύτερος εν ζωή θεατρικός σκηνοθέτης», άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 97 ετών.
Ο Πίτερ Μπρουκ επαναπροσδιόρισε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το θέατρο. Το μεγαλειώδες όραμα του συνοψίστηκε σε ένα θέατρο με απλά υλικά, λιτά εκφραστικά και τεχνικά μέσα.
O Πίτερ Στίβεν Πολ Μπρουκ (Peter Stephen Paul Brook) γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 21 Μαρτίου 1925 από Λετονούς μετανάστες. Σπούδασε σε μια Ευρώπη που αναδυόταν από τις στάχτες της μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και υπηρέτησε ένα θέατρο που θέλησε να ταυτιστεί με αυτή την αναγέννηση. Συνέθεσε μια συνοπτική εκδοχή του πρωτότυπου υπό τον τίτλο «Battlefield» που κατέγραφε την απεγνωσμένη προσπάθεια ενός στρατηγού να κυβερνήσει τον τόπο του αμέσως μετά τη λήξη ενός θανατηφόρου εμφύλιου πολέμου.
Είχε πει σε συνέντευξή του, «είναι πιο εύκολο να κινητοποιήσεις τους ανθρώπους προς τον πόλεμο παρά προς την ειρήνη. Εδώ και χιλιάδες χρόνια τα νέα είναι ίδια, μόνο που τώρα νιώθεις πολύ χειρότερα γιατί υπάρχει η επικοινωνία με όλο τον κόσμο, και μπορείς να δεις το ίδιο πράγμα να επαναλαμβάνεται. Και πάντα η ίδια λάθος πεποίθηση πως όταν κάτι χωρίζεται στα δύο, μπορείς να το ενώσεις πάλι. Δεν ισχύει αυτό»
Με βάση του τη Γαλλία και το θέατρο Bouffes du Nord ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κέρδισε πλήθος θεατρικών βραβείων και χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος εν ζωή θεατρικός σκηνοθέτης».
Μεταξύ άλλων, είχε κερδίσει πολλά βραβεία Tony και Emmy, ένα βραβείο Laurence Olivier, ένα Premium Imperiale και ένα Prix Italia. Με τo Royal Shakespeare Company του Stratford, ο Μπρουκ σκηνοθέτησε την πρώτη αγγλόφωνη παραγωγή του Marat/Sade το 1964. Ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1965 και κέρδισε το βραβείο Tony καλύτερου θεατρικού έργου και ο Μπρουκ του καλύτερου σκηνοθετη.
Στα θεατρικά του επιτεύγματα συγκαταλέγεται και η σκηνοθεσία της 9ωρης παράστασης «Μαχαμπαράτα», του μεγαλύτερου ινδικού έπους, χαιρετίστηκε ως το θεατρικό γεγονός του αιώνα μας.
Οραματιστής και επιδραστικός στοχαστής
Οραματιστής και επιδραστικός στοχαστής, έγραψε διάφορα βιβλία, μεταξύ αυτών το «Τhe Empty Space», το 1968, όπου ξεδίπλωνε το όραμά του: «Μπορώ να πάρω οποιονδήποτε άδειο χώρο και να τον αποκαλέσω σκηνή. Ένας άνδρας περπατά πάνω σε μια άδεια σκηνή ενώ κάποιος άλλος τον παρακολουθεί. Κι αυτό είναι ό,τι χρειάζεται για μια πράξη θεάτρου».
Ο Μπρουκ καθόρισε την ανθρώπινη σύνδεση μέσω πολλών και διαφορετικών μέσων, εκ των οποίων ένα ήταν η σκηνοθεσία. Ο ίδιος υποστήριζε πως το στιλ σκηνοθεσίας «του απόλυτου ζίου ζίτσου ήταν για τον σκηνοθέτη να εκμαιεύσει μια τέτοια έκφραση του εσωτερικού πλούτου του ηθοποιού που θα μεταμόρφωνε την υποκειμενική φύση της αρχικής του παρόρμησης».
Σε συνέντευξή του, το 2017, στον Μάικλ Μπίλινγκτον, ο Μπρούκ μίλησε για τη σπουδαιότητα τού «να κολυμπάς κόντρα στο ρεύμα και να πετυχαίνεις ό,τι μπορείς στο πεδίο επιλογής σου. Η μοίρα όρισε πως το δικό μου πεδίο ήταν το θέατρο και, μέσα σ’αυτό, έχω την ευθύνη να είμαι όσο θετικός και δημιουργικός μπορώ. Το να δίνεις διέξοδο στην απελπισία, είναι το απόλυτο πρόσχημα».
Η σχέση με το κοινό
Όπως έλεγε, το θέατρο δεν ξεκινά με το κοινό το βράδυ, αλλά με τον τρόπο που ζει το κοινό. Αυτή η απλή και ασυνήθιστη δήλωση δίνει μια ιδέα για τη βασική κατανόηση του θεάτρου από τον Βρετανό σκηνοθέτη και γκουρού της σκηνής: «Το θέατρο είναι μια εμπειρία πνευματικού βάθους που προκύπτει μεταξύ σκηνής και κοινού».
Κατά συνέπεια, όπως εξηγούσε ο Πίτερ Μπρουκ, «το θέατρο σίγουρα δεν είναι συζήτηση μεταξύ μορφωμένων ανθρώπων».
Η παραστατική εξερεύνηση ενός κειμένου ήταν πάντα ο καθοριστικός παράγοντας για τον Μπρουκ. Οι σκηνοθετικές του δραστηριότητες, που τον έκαναν γνωστό διεθνώς στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κορυφώθηκαν με την ίδρυση ενός θεατρικού εργαστηρίου το 1970. Εκείνη την εποχή, ο Μπρουκ εγκατέλειψε την καριέρα του μεταξύ του West End του Λονδίνου και του Broadway της Νέας Υόρκης, συμπεριλαμβανομένης της θέσης του ως συνδιευθυντή στη Royal Shakespeare Company, και ίδρυσε το ερευνητικό ινστιτούτο CIRT (Centre International de Recherces Théâtreales) στο Παρίσι. Μέχρι τότε ο Μπρουκ είχε ήδη δημοσιεύσει τις αγιοποιημένες θεατρικές του εξομολογήσεις στο περίφημο « Empty Space» (Το άδειο δωμάτιο) όπου στην αρχή του περιέγραφε το όραμά του: «Μπορώ να πάρω οποιονδήποτε κενό χώρο και να τον ονομάσω γυμνή σκηνή. Ένας άνθρωπος περπατάει σε αυτόν τον κενό χώρο, ενώ κάποιος άλλος τον παρακολουθεί, και αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται για να ξεκινήσει μία θεατρική πράξη».
Το 1974, ο Μπρουκ μετακόμισε στο Théâtre des Bouffes du Nord στο Παρίσι, στο οποίο παρέμεινε καλλιτεχνικός διευθυντής μέχρι το 2000. Από εκεί, πραγματοποίησε περιοδείες σε όλο τον κόσμο.