Βιώνουμε μια φαινομενική παραδοξότητα: η κατακόρυφη ενίσχυση του ΝΑΤΟ, μια θετικότατη εξέλιξη για όλους μας στη Συμμαχία, συνδυάζεται με την είσοδο της Ευρώπης σε μια περίοδο αβεβαιότητας και αγωνίας.
Του Κώστα Λάβδα
Η ενεργειακή διάσταση είναι κρίσιμη αλλά δεν είναι η μόνη σημαντική. Με δυο λόγια, έληξε ο συνδυασμός επαρκούς και φθηνής παροχής ενέργειας που υποστήριξε επί δεκαετίες την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Η ρωσική παροχή δεν μπορεί να αντικατασταθεί άμεσα για την Ευρώπη, εξ’ ου τα ποικίλα σενάρια εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ από την άλλη πλευρά η Ρωσία αναζητά – μέχρι στιγμής επιτυχώς – εναλλακτικούς πελάτες. Π.χ. στην Κίνα οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου τον Μάϊο ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις εισαγωγές από τη Σαουδική Αραβία.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας και, σταδιακά, της Ευρώπης από την Ρωσία πάει πίσω στη δεκαετία του 1970. Ήταν η Ostpolitik του Καγκελαρίου Willy Brandt που άνοιξε το δρόμο για την ιστορική συμφωνία μεταξύ Βόννης και Μόσχας το 1970, με την οποία ξεκίνησε η παροχή, αρχικά, φυσικού αερίου. Ως αντάλλαγμα για το φυσικό αέριο, η Βόννη ανέλαβε την υποχρέωση να προμηθεύει υψηλής ποιότητας σωλήνες για το φυσικό αέριο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η συνεργασία σταδιακά διευρύνθηκε.
Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973 ενίσχυσε τη συνεργασία με δυο τρόπους. Αφενός έσπρωξε πολλές χώρες προς το φυσικό αέριο ως πηγή ενέργειας, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί η Σοβιετική Ένωση. Αφετέρου ενίσχυσε τη δυσπιστία της Ευρώπης προς το αραβικό πετρέλαιο – με το ίδιο, τελικώς, αποτέλεσμα ως προς τη Σοβιετική Ένωση και για το φυσικό αέριο αλλά και για το πετρέλαιο, σε μικρότερο βαθμό.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των στρατηγικών που κυριάρχησαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, γεγονός είναι ότι η σημερινή Ευρώπη θα αντιμετωπίσει ένα δύσκολο χειμώνα το 2022-2023. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την ευρωπαϊκή πολιτική.
Για την Ελλάδα, στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις προστίθεται η σημασία της μεταλλασσόμενης γεωπολιτικής πραγματικότητας. Η σχεδόν αποκλειστική επικέντρωση του ΝΑΤΟ στη βορειοανατολική Ευρώπη αποτελεί εξαιρετικά προβληματική εξέλιξη. Η επικέντρωση αυτή μετατρέπει σε απλό θόρυβο τα όσα συμβαίνουν στη νοτιοανατολική πτέρυγα εξαιτίας του τουρκικού αναθεωρητισμού. Αντί να αναγνωρίζει σε αυτά έναν προειδοποιητικό συναγερμό.
Όμως, λένε κάποιοι, η τραγωδία της Ουκρανίας τελικώς θα ενισχύσει τον ρόλο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο σύνθετη και θα δούμε συνοπτικά, τους λόγους. Ακριβώς επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σπουδαίο ιστορικό πείραμα με μεγάλη συνθετότητα λειτουργίας και επιπτώσεων, οι εξελίξεις ενίοτε προκαλούν σύγχυση και οδηγούν σε επιπόλαια συμπεράσματα.
Οδηγεί η επιτάχυνση ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ σε ενίσχυση και της γεωπολιτικής αξίας της Ένωσης; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται ευθέως από την προσέγγισή μας στον ευρωπαϊκό γεωπολιτικό ρόλο.
Εάν υποτεθεί ότι η ειρήνευση στην Ουκρανία συνοδευτεί από μια φόρμουλα που ενθαρρύνει την ουδετερότητα και παράλληλα οδηγεί σε ταχεία έναρξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης στην ΕΕ, μια τέτοια εξέλιξη θα συμβάλλει από μόνη της στην μετατόπιση του γεωπολιτικού στίγματος της Ανατολικής Ευρώπης. Με την ΕΕ να καθίσταται μεταξύ άλλων και έμμεση προέκταση του ΝΑΤΟ ως προς την γεωπολιτική αναπλήρωση του ευρωατλαντικού αμυντικού συμμαχικού ελλείμματος για συγκεκριμένες χώρες που έτσι θα αποκτήσουν και ανανεωμένη (αλλά όχι άμεσα ΝΑΤΟϊκή) αμυντική υπόσταση. Σε αυτή την περίπτωση δεν ενισχύεται η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Αυτό που κυρίως συμβαίνει είναι η προβολή της ΕΕ και ως λειτουργικού υποκατάστατου του ΝΑΤΟ.
Για να γίνει πλήρως κατανοητή η διάκριση, αξίζει να θυμηθούμε τις διάφορες δυνατότητες της πολυμέρειας. Είναι εδώ χρήσιμοι οι καθιερωμένοι όροι της Sarah Kreps, σύμφωνα με την οποία η πολυμερής διάσταση μπορεί να αποτιμηθεί σε δυο επίπεδα: κατά πόσον η έγκριση για μια ενέργεια φανερώνει πολυμερή θεσμική πρωτοβουλία («διαδικαστική πολυμέρεια») και, σε δεύτερο επίπεδο, κατά πόσον η ίδια η ενέργεια αναλαμβάνεται σε συνεργασία με συλλογικούς δρώντες («επιχειρησιακή πολυμέρεια»). Πάντοτε προσθέτω ένα πρώιμο στάδιο (ας το ονομάσουμε «πρωτοβουλιακή» πολυμέρεια), πριν το στάδιο της έγκρισης (δηλαδή πριν τη «διαδικαστική» πολυμέρεια κατά Kreps). Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η «επιχειρησιακή» πολυμέρεια δεν αρκεί: η Ευρώπη πρέπει να συνδιαμορφώνει στόχους και περιεχόμενα πολιτικών, όχι να συνεργάζεται μόνο στην εξειδίκευση και εφαρμογή τους.
Το μείζον πρόβλημα θα είναι να συρθεί η Ευρώπη σε μια συνεχή απομείωση επιλογών γεωπολιτικής τοποθέτησης. Μέχρι ο επόμενος Τραμπ (ή κάτι αντίστοιχο) να θυμίσει ότι το ευρωατλαντικό πλαίσιο είναι σπουδαίο και απαραίτητο αλλά η ΕΕ θα πρέπει παράλληλα να έχει αναπτύξει στόχους, μηχανισμούς και ένα επεξεργασμένο πεδίο πολιτικού λόγου για τον ρόλο της στην παγκόσμια πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, και παρά την πιθανότητα ενός επόμενου Τραμπ, η Ευρώπη σήμερα αποφασίζει να εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά θεωρώντας παράλληλα ότι οι παλιές συνταγές θα αποδειχθούν επαρκείς. Μια διάσταση αυτής της τάσης είναι η επανεπιβεβαίωση της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή μέσω συνεχών διευρύνσεων. Αυτό σημαίνει η απόφαση των ηγετών της ΕΕ να χορηγηθεί άμεσα καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ουκρανία και τη Μολδαβία. Σημαντικό βήμα – με αμφιλεγόμενο πρόσημο. Ήταν σίγουρα βήμα δύσκολο για την Γαλλία, η οποία υποστήριζε – και πολύ ορθά – τη σχετική προτεραιότητα της εμβάθυνσης έναντι της διεύρυνσης. Και ως προς αυτό το ζήτημα, η εισβολή του Πούτιν είχε πολλαπλές συνέπειες.
Ο δυσβάστακτος ρόλος του περιφερειακού σταθεροποιητή
Ας αναλογιστούμε αυτή τη διάσταση της σημερινής ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Με τη συνεχή διαδικασία διευρύνσεων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την υιοθέτηση των γενικών κριτηρίων της Κοπεγχάγης, η ΕΕ ανέλαβε κατ’ουσίαν τον ρόλο του περιφερειακού σταθεροποιητή. Από το 1957 (με τους αρχικούς έξι) μέχρι το 2013 (όταν η Κροατία έγινε το 28ο μέλος) και το 2020 (όταν με το Brexit τα μέλη μειώθηκαν σε 27), η ευρωπαϊκή ενοποίηση πέρασε από διακυμάνσεις και περιπέτειες αυξάνοντας, όμως, τα μέλη της – με την μοναδική, μέχρι σήμερα, εξαίρεση της Βρετανίας. Από τις επιμέρους διαπραγματεύσεις ένταξης κρατών περάσαμε στη γενικευμένη «πολιτική διεύρυνσης», όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην Κοπεγχάγη (1993) συναίνεσε – με ισχυρή αμερικανική ώθηση – στην ανάληψη του ρόλου του σταθεροποιητή της ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλόκ.
Προέκυψε έτσι η αυξημένη ανάγκη για συστηματικά καθολικά κριτήρια, καθολικής αποδοχής και καθολικής εφαρμογής, με την αιρεσιμότητα (conditionality) να περιλαμβάνει και εξειδικευμένες πολιτικές πτυχές. Η ΕΕ ως μηχανισμός διασφάλισης περιφερειακής σταθερότητας κλήθηκε να συνυπάρξει με το όραμα της ΕΕ ως «ολοένα στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Μια χορωδία πολιτικών, τεχνοκρατικών, ακαδημαϊκών και δημοσιογραφικών φωνών ανέλαβε να πείσει τους πάντες ότι το δίλημμα «διεύρυνση – εμβάθυνση» δεν ήταν «πραγματικό» δίλημμα αλλά εξέφραζε, υποτίθεται, δυο απόλυτα συμβατές πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαδικασίες εξευρωπαϊσμού (σχηματικά, οι διαδικασίες μεταρρυθμίσεων, προσαρμογής και συμμόρφωσης με το ενωσιακό κεκτημένο) φάνηκαν τόσο σημαντικότερες, όσο περισσότερο τις είχαν ανάγκη οι νέες χώρες. Κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερες οι διαφορές, τόσο δυσκολότερο το έδαφος που πρέπει να καλύψουμε αλλά και τόσο κρισιμότερη η σημασία του εξευρωπαϊσμού.
Έπεται όμως επίσης ότι η αύξηση των περιπτώσεων με μεγάλες αποστάσεις από τον ενωσιακό μέσο όρο εντείνει αντίστοιχα και τη συστημική υπερφόρτωση μέσω – κατ’ ελάχιστο – των ασυμμετριών. Όταν επιπλέον προκύψουν εξωγενείς κρίσεις, όπως π.χ. μετά το 2008, τότε οι ασυμμετρίες οδηγούν σε προβλήματα ακόμη και στα κυρίαρχα υποδείγματα συμπεριφοράς και διάδρασης, οπότε η διάβρωση στο ενωσιακό οικοδόμημα γίνεται βαθύτερη. Οι σχέσεις προχωρημένης συνεργασίας εξασθενίζουν και η αποτίμηση κόστους – οφέλους επιστρέφει σε πρωτόλειες αποτιμήσεις άμεσου κόστους και άμεσου οφέλους.
Με άλλα λόγια, σε περιβάλλον κρίσης, οι συνεχείς διευρύνσεις (βάσει του ρόλου της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή) υπονόμευσαν την ωρίμανση υποδειγμάτων διάχυτης αμοιβαιότητας στο εσωτερικό της (τον ρόλο της ΕΕ στην επίτευξη της «ολοένα στενότερης ένωσης των λαών»).
Όμως αν μη τι άλλο, η περίπτωση της Τουρκίας καταδεικνύει ότι η «μαγική λύση» των συνεχών διευρύνσεων που είχε υποτεθεί, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ότι θα θεραπεύσει «πάσαν νόσον», θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Υπάρχουν άλλες δυνατότητες, ειδικά καθεστώτα και νέου τύπου εταιρικές σχέσεις που θα πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά.
Πράγματι, ενόψει των δυσκολιών, αναπτύσσονταν κατά καιρούς ιδέες για πιθανά εναλλακτικά σενάρια. Ως ένα – όχι το μόνο – υπόδειγμα υπάρχει ήδη η μετεξέλιξη της παλιάς Μεσογειακής Ένωσης, η νέα Ένωση για την Μεσόγειο. Το 2007 ο Νικολά Σαρκοζί είχε προτείνει την ίδρυση μίας οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής Ένωσης των χωρών της Μεσογείου. Η Μεσογειακή Ένωση επρόκειτο να είναι κατά βάση οικονομική, αλλά θα είχε και πολιτικούς στόχους. Ο Σαρκοζί φιλοδοξούσε να περιλαμβάνουν ακόμη και την επίλυση του Μεσανατολικού.
Η Τουρκία είχε άμεσα εκφράσει την αντίθεσή της με το σχέδιο ως εναλλακτική της πλήρους ένταξης. Όπως είχε δηλώσει ο Μπαγκίς, «η πρόταση δεν μπορεί να εκληφθεί ως εναλλακτική λύση, με δεδομένο ότι όλες οι χώρες που άρχισαν ενταξιακές διαπραγματεύσεις τις ολοκλήρωσαν».
Αλλά και στο εσωτερικό της ΕΕ, η αρχική ιδέα να γίνουν μέλη της ένωσης μόνο τα κράτη μέλη της ΕΕ που συνορεύουν με τη Μεσόγειο (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Μάλτα, Σλοβενία) προκάλεσε τη δυσφορία χωρών όπως η Γερμανία. Τελικώς συμπεριελήφθησαν όλα τα μέλη της ΕΕ η ονομασία άλλαξε σε Ένωση για τη Μεσόγειο (Union pour la Méditerranée). Το 2008 η Τουρκία δέχτηκε να συμμετάσχει στην Ένωση αφού πρώτα ξεκαθάρισε ότι δεν την αντιμετωπίζει ως εναλλακτική λύση της ένταξης στην ΕΕ.
Η Ευρώπη έχει βιώσει και ξεπεράσει μεγάλη ποικιλία δυσκολιών. Η σημερινή αγωνία ήδη προκαλεί ήδη δημιουργικούς προβληματισμούς. Στην πρόσφατη G7, η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Γάλλου προέδρου και του Βρετανού πρωθυπουργού για μια ευρύτερη ευρω-μεσογειακή πολιτική κοινότητα επιβεβαιώνει όσους υποστηρίζαν ότι η γαλλο-βρετανική γεωπολιτική συζήτηση τόσο σε επιχειρησιακό όσο και σε ευρύτατο, αρχιτεκτονικό επίπεδο δεν μπορεί να διακοπεί λόγω του Brexit ούτε ακυρώνεται λόγω των υπαρκτών αντιθέσεων (Κ. Λάβδας, «Το Brexit και ο γεωπολιτικός ορίζοντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στον τόμο Ελλάδα – Ευρωπαϊκή Ένωση 1981-2021, επιμ. Α. Πασσάς κ.α., Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο, 2021). Η νέα εκδοχή της συζήτησης αναφέρεται σε μια μεγάλη ευρω-μεσογειακή οικογένεια που θα περιλαμβάνει την Τουρκία όπως και τα κράτη της Βόρειας Αφρικής.
Η αναζήτηση εναλλακτικών προς την πλήρη ενσωμάτωση στην ΕΕ συνεχίζεται. Ως προς την Τουρκία, αυτό προφανώς μας ενδιαφέρει υπό προϋποθέσεις. Ως γνωστόν, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει καλές εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία, με την οποία διατηρούμε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (με εξαίρεση κάποια έτη) και σχετικά δυναμική προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης. Τουρκία, Ιταλία, Γερμανία, Βουλγαρία, Κύπρος, Βρετανία και ΗΠΑ αποτελούν τις κύριες αγορές των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Τι είδους σχέση ΕΕ-Τουρκίας θέλουμε; Τόσο οι οικονομικές διαδράσεις όσο και το κρίσιμο πεδίο του ελέγχου της μετανάστευσης, μας οδηγούν στην ανάγκη συστηματικής και σχετικά σιωπηλής διερεύνησης σεναρίων για ένα νέο καθεστώς σύνδεσης που σταδιακά θα ρυθμίσει τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Είναι πολύ πιθανό μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ των δυο μερών να υπάρξει στα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά θα συμβάλει στη διαμόρφωση της, ως μέλος της ΕΕ με συγκριτικά ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία αλλά και τεκμηριωμένες απόψεις για τις αυστηρές γεωπολιτικές προϋποθέσεις μιας σχέσης με την Άγκυρα. Σημειωτέον ότι η πρόσφατη καταρχήν συμφωνία Τουρκίας – Σουηδίας – Φινλανδίας για την είσοδο των δυο στο ΝΑΤΟ τις δεσμεύει να υποστηρίξουν την Τουρκία στην PESCO της ΕΕ, όπου τα μόνα συνεργαζόμενα κράτη εκτός ΕΕ είναι μέχρι τώρα οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Νορβηγία.
Πολυκεντρική πραγματικότητα και βίαιη διπολοποίηση
Από τον Μάρτιο άρχισε να γίνεται σαφής η κατεύθυνση της εξέλιξης του ουκρανικού πολέμου: διάψευση των υπέρμετρα φιλόδοξων σχεδίων της Ρωσίας για γρήγορη επιτυχία, συστηματική ενίσχυση από ΗΠΑ και Βρετανία στην καταστρεφόμενη αλλά και ανασυντασσόμενη Ουκρανία για να πολεμήσει μέχρι τέλους, εξαντλώντας τις ρωσικές δυνάμεις. Καταστροφή για την Ουκρανία, «αντλία αίματος» για την Ρωσία, άμεση αναζωογόνηση για το ΝΑΤΟ, άπειρα προβλήματα για την Ευρώπη και τις κοινωνίες της.
Αν όχι από τις 24 Φεβρουαρίου, τουλάχιστον από τα μέσα Μαρτίου έπρεπε να είναι σαφές ότι ο επιθετικός τυχοδιωκτισμός του Πούτιν έπρεπε να απαντηθεί αλλά, παράλληλα, οι κυρώσεις και όλα τα μέτρα που λαμβάνονται θα όφειλαν να ανταποκρίνονται στην στρατηγική ενθάρρυνσης και των δύο μερών για την αναζήτηση μέσω διαπραγματεύσεων μιας κατά το δυνατόν δίκαιης και βιώσιμης ειρήνης. Προτού η σύγκρουση επεκταθεί αλλά και προτού δώσει σε τρίτους το παράθυρο ευκαιρίας για την επιθετική προώθηση δικών τους επιδιώξεων μέσα στην κρίση.
Δυστυχώς, η παράταση του πολέμου που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδηγεί σε μια βίαιη και τεχνητή «διπολοποίηση» έναν ουσιωδώς πολυκεντρικό κόσμο. Όπως έχω εξηγήσει από την αρχή του πολέμου, αυτή η ασυμφωνία και αναντιστοιχία, το mismatch, μεταξύ ενός πλανήτη που είναι πια πολυκεντρικός και των τάσεων βίαιης υιοθέτησης μιας κουλτούρας ψυχροπολεμικού διπολισμού από ένα μέρος, μόνο, του πλανήτη, αποτελεί άμεσο και εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη. Στην πραγματικότητα, αν μιλήσετε για νέο διπολισμό στην Ινδία, τη Νότια Αφρική, τη Νιγηρία ή την Βραζιλία θα σας κοιτάξουν πολύ παράξενα. Ο πλανήτης δεν ταυτίζεται με την «Δύση».
Επείγει η ανάληψη πρωτοβουλιών – όπως το κείμενο της Ιταλίας και οι προσπάθειες γεφύρωσης της Γαλλίας – και η σαφής απόκρουση της λογικής που θέλει να αφήσει τις εξελίξεις να κριθούν, εν πολλοίς, στα πεδία των μαχών. Σήμερα, το Κρεμλίνο που είναι υπεύθυνο για την έναρξη του πολέμου δεν είναι δυνατό να κάνει πίσω από τη νοτιοανατολική Ουκρανία που κατέλαβε χωρίς κάποια επίφαση νίκης και, από την άλλη πλευρά, το Κίεβο έχει ενθαρρυνθεί να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, στο πεδίο της μάχης. Εάν αυτή η λογική επικρατήσει, πόσο θα αιμορραγήσει η Ρωσία προτού ο Πούτιν θεωρήσει ότι έχει στριμωχθεί υπερβολικά; Και ποια θα είναι η αντίδραση του καθεστώτος του Κρεμλίνου σε εκείνο το μελλοντικό σημείο;
Ο τυχοδιωκτισμός του Πούτιν τον Φεβρουάριο του 2022 αποτέλεσε, όπως πολύ εύστοχα το έθεσε ο πρόεδρος Μακρόν, ένα «ιστορικό λάθος» απέναντι στους πάντες, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης. Αποτέλεσε, επίσης, μέρος των συνεπειών του τρόπου διάλυσης της ΕΣΣΔ και των διαδικασιών συγκρότησης των διάδοχων κρατών. Στις δεκαετίες μεταξύ του τέλους του σταλινισμού και της διάλυσης της ΕΣΣΔ, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ρωσικής ηγεμονίας – ιδεολογικής κατεύθυνσης – επιμέρους κομματικών δικτύων επηρέαζαν σε βαθμό καθοριστικό και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελισσόταν τα ταυτοτικά ζητήματα των επιμέρους οντοτήτων. Μετά τη διάλυση, οι ισορροπίες και οι εξαρτήσεις προφανώς άλλαξαν με την ανεξαρτητοποίηση των κρατών εκτός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αλλά δεν εξαφανίστηκαν. Τέθηκαν στο νέο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Δύσης. Οι πλέον έγκυρες και ισορροπημένες επιστημονικές αναλύσεις των σταδιακών εξελίξεων που τελικώς οδήγησαν στην κρίση των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας, όπως οι αναλύσεις της Angela Stent, εστιάστηκαν στις συνεχείς διαδράσεις και στις κοινές εκατέρωθεν κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις.
Οι δυτικές κυρώσεις, που πλήττουν ήδη την Ευρώπη, επηρεάζουν όντως ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων και στρωμάτων στην καθημερινότητα της Ρωσίας. Αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ούτε ότι η επιφυλακτικότητα και η αμηχανία μορφοποιούνται σε οργανωμένη αντίδραση μεγάλης κλίμακας ούτε ότι εξελίσσεται μια διάσπαση στο εσωτερικό του Κρεμλίνου.
Φυσικά, ενδέχεται να διαμορφώνονται κινήσεις τις οποίες αγνοούμε. Όμως γενικά, η επιστημονική βιβλιογραφία για τις κυρώσεις σε αυταρχικά καθεστώτα δείχνει ότι οι επιπτώσεις συχνά οδηγούν σε (α) εντατικοποίηση της καταπίεσης στο εσωτερικό και (β) περιχαράκωση μιας ομάδας που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απολαμβάνει ειδική προστασία απέναντι στις επιπτώσεις των κυρώσεων.
Από τις αρχές Μαρτίου υποστηρίξαμε ότι χρειάζεται έμφαση στις στρατηγικές αποκλιμάκωσης με προσεκτική ενθάρρυνση των δυο μερών ώστε το μοίρασμα του κόστους από τον πόλεμο να γίνει με τρόπο που οι κυβερνήσεις στο Κίεβο και την Μόσχα να μπορέσουν να το αποδεχτούν. Η πολεμική διάσταση που προέκυψε από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια γενικότερη σύγκρουση πάνω στη δομική, μακρόχρονη μετάβαση μακριά από πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Εάν ένας τέτοιος, γενικευμένος εφιάλτης τελικά προκύψει, θα είναι αποτέλεσμα (α) συνειδητών στρατηγικών κλιμάκωσης από κάποιους και (β) πλήθους μη ηθελημένων συνεπειών των επιμέρους δράσεων και επιλογών.
Στο μεταξύ, εν μέσω των περισσότερο ή λιγότερο καταστροφικών σεναρίων που θα φέρει η τυχόν συνέχιση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, η Τουρκία θα εξακολουθεί να προσπαθεί να παγιώσει το νέο της όραμα: μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη με μια ευρύτερη, ουδετεροποιημένη περίμετρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο θα αποτελέσουν γεωπολιτικό βαρόμετρο της μεταβατικής περιόδου που βιώνουμε και των αντιφατικών τάσεων που την χαρακτηρίζουν. Εάν το ΝΑΤΟ δεν ενσκήψει στο πρόβλημα που δημιουργείται από την εκρηκτική δυναμική του αναθεωρητισμού της Άγκυρας, η επικέντρωση της Συμμαχίας στα βορειοανατολικά μπορεί τελικώς να συμβάλλει στην κατάρρευση της νοτιοανατολικής της πτέρυγας.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Βιβλία και επιστημονικά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.