“Λανθασμένη πληροφορία” –κατά τον Τάσο Τέλλογλου-, ή “οργανωμένη παραπληροφόρηση” –όπως είπε η Ιωάννα Μάνδρου-, εκείνο που έχει σημασία είναι πως, για το πρωτοφανών διαστάσεων δημοσιογραφικό φιάσκο μόνο δύο δημοσιογράφοι, που διακίνησαν την ψευδή είδηση σχετικά με το βούλευμα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, είχαν την ευαισθησία να απολογηθούν και να ζητήσουν συγγνώμη. Όλα τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης ακολούθησαν την γνωστή μέθοδο της στρουθοκαμήλου και έκρυψαν τα κεφάλια τους στην άμμο.
Το θέμα, ωστόσο, δεν αφορά μόνο την δημοσιογραφία. Είναι πρωτίστως πολιτικό και δικαστικό. Πολιτικό γιατί η “είδηση” που έφθασε αργά το βράδυ της Πέμπτης στα δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία, με την μέθοδο του “ρουλεμάν”, δεν αποτέλεσε σενάριο κάποιου ευφάνταστου διακινητή αλλά, όπως έντονα λέγεται, κατασκευή με συγκεκριμένη σκοπιμότητα. Να καλλιεργήσει εντυπώσεις αντίθετες από το ίδιο το περιεχόμενο του βουλεύματος, πριν αυτό δει το φως της δημοσιότητας, ώστε να έχει εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο μια εικόνα διαφορετική από την πραγματικότητα.
Και δικαστικό, διότι, όπως παραδέχτηκε η έμπειρη δικαστική συντάκτης του Σκάϊ και της Καθημερινής, η “είδηση” δόθηκε από “ανώτατη δικαστική πηγή“- προφανώς υπεράνω κάθε υποψίας (…) για διακίνηση fake news.
Η αποκάλυψη πως οι Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και Ελένη Τουλουπάκη δεν παραπέμπονται (όπως αρχικώς ειπώθηκε) για την “ενοχοποίηση των 10 πολιτικών προσώπων”, και ως εκ τούτου, η μεν υπόθεση Novartis είναι “υπαρκτό σκάνδαλο”, η δε “σκευωρία” αποτελεί πολιτική κατασκευή και τίποτε περισσότερο, αλλάζει άρδην τα δεδομένα. Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης και η πρώην εισαγγελέας παραπέμπονται για διαδικαστικού τύπου (αν και σοβαρές) παρεμβάσεις στην λειτουργία της Δικαιοσύνης αλλά για υπόθεση (αίτημα βουλευτών του ΚΙΝΑΛ για διερεύνηση πιθανής υπόθεσης τιμολόγησης φαρμάκων από τον Π. Κουρουμπλή) που ουδόλως σχετίζεται με τον πυρήνα του σκανδάλου.
Πολιτική σκευωρία, όμως, δεν υπάρχει, απεφάνθη το Δικαστικό Συμβούλιο και ως προς τούτου υπήρξε απαλλαγή για τους παραπάνω και όλους τους δημοσιογράφους που είχαν αποκαλύψει πτυχές της υπόθεσης.
Το αφήγημα της “σκευωρίας”, ωστόσο, κυριαρχεί στην δημόσια αντιπαράθεση εδώ και περίπου 4 χρόνια. Παρήγαγε τοξικότητα, βαρύτατες κατηγορίες, είχε, αναμφίβολα, πολιτική, επικοινωνιακή, ίσως και εκλογική επίδραση. Όλα αυτά δεν ανατάσσονται, από την άλλη, ωστόσο, ανοίγουν ένα νέο κύκλο. Η αξιωματική αντιπολίτευση θα σπεύσει, λογικά και θεμιτά, να αξιοποιήσει το ηχηρό μήνυμα του Δικαστικού Συμβουλίου, η δε κυβέρνηση -και το ΠΑΣΟΚ- αντιμετωπίζουν προσώρας αμήχανα την εξέλιξη.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει. Υπήρξε πολιτική χειραγώγηση της ψευδούς είδησης σχετικά με το περιεχόμενο του βουλεύματος; Υπήρξε διακίνησή της από ανώτατη δικαστική πηγή; Οι φήμες δείχνουν προς την πλευρά του υπουργείου Δικαιοσύνης και του Αρείου Πάγου, θα ήταν, όμως, άδικο να χρεώνονται κάποιοι κάτι τόσο σοβαρό εάν δεν ευθύνονται. Από την άλλη, εφόσον ευθύνονται δεν πρέπει να διαχέεται γενικώς η αίσθηση περί σκευωρίας ως προς την “σκευωρία”. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, ιδιαίτερα στον προεκλογικό χρόνο που βρισκόμαστε και με δύο Ειδικά Δικαστήρια ανοιχτά.
Το κύρος της Δικαιοσύνης πλήττεται σοβαρά -για ακόμα μία φορά-, κι αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο για το εάν είναι διακινητής της ψευδούς είδησης ο τάδε πολιτικός ή ο/η δείνα ανώτερη δικαστικός. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, όμως, όσο καθυστερεί να πάρει θέση και να εκκινήσει πειθαρχική ή άλλη έρευνα σχετικά με το τι συνέβη το βράδυ της Πέμπτης, βάζει τον εαυτό του στην μέση του κάδρου. Και όσο η πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν πράττει τα δέοντα δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά πως η δυσοσμία του ψαριού δεν αφορά την ουρά του…
Το εάν χειρίστηκε σωστά, μαξιμαλιστικά, ή με πολιτική σκοπιμότητα το σκάνδαλο Novartis, η προηγούμενη κυβέρνηση είναι κάτι γνωστό σε όλους και έχει κριθεί. Αστείοι, επιπόλαιοι και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ανοίκειοι οι χειρισμοί. Και κρίθηκαν, δικαστικά, πολιτικά και εκλογικά. Η επιστροφή σε εκείνη την περίοδο δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για όσα συνέβησαν το βράδυ της Πέμπτης 30 Ιουνίου. Κι επειδή, όλοι ομνύουμε στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην δυνατότητα που έχει να κάνει “αυτοκάθαρση”, ας την εμπιστευτούμε: πρέπει να διαταχθεί αμέσως έρευνα από δικαστικό λειτουργό ευρείας αποδοχής. Η δε Βουλή, διακομματικά, οφείλει να εξετάσει επακριβώς τι συνέβη, καθώς αφορά και την ίδια ως προς την λειτουργία της προανακριτικής επιτροπής που κατέληξε στο συγκεκριμένο κατηγορητήριο που κατέρρευσε.
Θα είναι πολύ μικρότερο το κόστος της κύρωσης κατά κάποιων προσώπων (πολιτικών ή δικαστών) από το να σέρνεται στην προεκλογική αντιπαράθεση το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο δικαίως θα κάνει σημαία της η αξιωματική αντιπολίτευση. Η δε κυβέρνηση θα έχει να υποστηρίξει πως δεν αφήνει μύγα στο σπαθί της, ακόμα κι αν η ευθύνη αφορά την ίδια.
Παπαγγελόπουλος και Τουλουπάκη να κριθούν, ως προς το σκέλος για το οποίο παραπέμπονται, αλλά πρέπει να γίνει σαφές πως έχουν ήδη απαλλαγεί από όσα τους καταμαρτυρούν εδώ και χρόνια.
[ Συγκεκριμένα, για τα δύο αυτά πρόσωπα, αναφέρεται στο βούλευμα, ότι δεν διαβιβάστηκε αμέσως στη Βουλή μηνυτήρια αναφορά που είχαν καταθέσει στις 21 Φεβρουαρίου του 2017 οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος, Βασίλης Γκεγκέρογλου και Εύη Χριστοφιλοπούλου με την οποία ζητούσαν να ελεγχθεί ο πρώην υπουργός Υγείας Παναγιώτης Κουρουμπλής για μη ανατιμολόγηση φαρμάκων στην διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2015 που όπως υποστήριζαν είχε σαν αποτέλεσμα τη ζημία του δημοσίου αλλά και ιδιωτών.]
Για την δε δημοσιογραφία, μάλλον δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά. Αν και θα έπρεπε διότι διασύρθηκαν ως “σκευωροί” εκδότες και δημοσιογράφοι. Η ΕΣΗΕΑ (στην οποία, ας σημειωθεί πως “συγκυβερνούν” παρατάξεις που θεωρούνται προσκείμενες και προς τα τρία μεγαλύτερα κόμματα) οφείλει κάτι να κάνει, έστω για την τιμή των όπλων. Μακάρι να κάνει κάτι περισσότερο. Ακούστηκαν ήδη δύο συγγνώμες και βαρύτατοι υπαινιγμοί. Και ακολούθησε σιωπή των μέσων ενημέρωσης. Θα το αφήσουμε έτσι;
Πηγή: Libre.gr