Το παράδειγμα του Μπιλμπάο, της μεγαλύτερης πόλης στη Χώρα των Βάσκων, που χάρη στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ μετατράπηκε το 1997 από μια περιοχή με πολλή τρομοκρατία και υψηλή ανεργία σε υπόδειγμα, χάρη στην αποδοχή και σεβασμό της κάθε κουλτούρας, θα ήθελε να δει ο Νοάμ Λατάρ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο IDC Herzliya στο Ισραήλ, να ακολουθείται στην Ιερουσαλήμ, αλλά και σε άλλα σημεία του κόσμου με εντάσεις.
«Όταν ξεκίνησε η ιδέα για τη δημιουργία του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, όλος ο Τύπος γελούσε με αυτή, σαν να ήταν ένα κακό αστείο», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λατάρ, στο περιθώριο του συνεδρίου «H Tέχνη ως μέσο επικοινωνίας στην επίλυση συγκρούσεων: Ένας διαπολιτισμικός διάλογος», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Τότε, η τοπική αυτοδιοίκηση του Μπιλμπάο είχε καλέσει τον επί 25 χρόνια διευθυντή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη Τόμας Κρεντς να φτιάξει ένα αντίστοιχο μουσείο εκεί. Εκείνος τους είπε ότι αν έχουν να διαθέσουν 400 εκατομμύρια δολάρια μπορεί να το υλοποιήσει, κάτι που αποδέχτηκε ο τοπικός δήμος και για τον σχεδιασμό του μουσείου προσέλαβαν τον αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι.
Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με αυτό το Μουσείο και το οποίο είναι η ουσία όλου του πρότζεκτ, είναι ότι είναι διαχωρισμένο σε τρία μέρη. Ένα τρίτο είναι αφιερωμένο στη βασκική κουλτούρα, ένα τρίτο στην ισπανική κι ένα τρίτο στη διεθνή.
«Ήταν η πρώτη φορά που οι Βάσκοι ένιωσαν σεβασμό και αποδοχή όσον αφορά την κουλτούρα και τη γλώσσα τους», εξηγεί ο καθηγητής, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι, όταν άνοιξε το Μουσείο, σταμάτησε η τρομοκρατία και από τότε χρησιμοποιείται διεθνώς ο όρος «φαινόμενο Μπιλμπάο».
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη για σεβασμό και αποδοχή της κάθε κουλτούρας, ο Νόαμ Λατάρ πρότεινε στον Τόμας Κρεντς να δημιουργήσουν ένα Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στην Ιερουσαλήμ και όπως το παράδειγμα του Μπιλμπάο, να αφιερωθεί ένα τρίτο στους Παλαιστίνιους, ένα τρίτο στους Ισραηλινούς και ένα τρίτο σε όλο τον κόσμο.
«Δεν είμαι όμως αισιόδοξος για την ιδέα μου, ότι μπορεί δηλαδή να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, όχι επειδή δεν υπάρχουν χρήματα, αλλά επειδή δεν νομίζω ότι θα δοθεί τόσος χώρος στην αραβική τέχνη. Ωστόσο, μπορούμε να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε», λέει.
Εντυπωσιακά είναι και τα οικονομικά αποτελέσματα στο Μπιλμπάο, καθώς μόλις δύο χρόνια μετά το άνοιγμα του Μουσείου και χάρη σε αυτό, στην πόλη μπήκαν περισσότερα χρήματα από όσα είχαν επενδυθεί.
Η Τέχνη δημιουργεί ενσυναίσθηση
Από το «φαινόμενο Μπιλμπάο», ο Νοάμ Λατάρ, συνειδητοποιώντας ότι η Τέχνη μπορεί να σταματήσει συγκρούσεις, συνεργάστηκε με τον Τζέρι Γουίντ, καθηγητή στο Wharton School του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και φίλου του αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι, και αποφάσισαν να βγάλουν το βιβλίο «Can Art Aid in Resolving Conflicts» (Frame Publishers, 2018). Για τη δημιουργία του βιβλίου επικοινώνησαν με 100 διεθνείς καλλιτέχνες, θέτοντάς τους το ερώτημα αν πιστεύουν ότι η Τέχνη μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση συγκρούσεων.
Εκτός από τα κείμενα και τα έργα τέχνης που έλαβαν από τους καλλιτέχνες, ανέλυσαν επιστημονικά τα δεδομένα για να δουν τι πιστεύουν αυτοί οι 100 άνθρωποι. «Η πλειοψηφία των καλλιτεχνών θεωρούν ότι η Τέχνη μπορεί να έχει αυτό το ρόλο, επειδή δημιουργεί ενσυναίσθηση», σημειώνει ο κ. Λατάρ.
Το βιβλίο αυτό συμβάλλει στην παγκόσμια συζήτηση για το πώς μπορεί η τέχνη να βοηθήσει στην επίλυση συγκρούσεων. «Το πιο βασικό είναι να υπάρχει συζήτηση γύρω από το θέμα, γιατί η Τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για προπαγάνδα και με πολλούς λάθος τρόπους. Η όλη ιδέα είναι να συνειδητοποιήσουν οι καλλιτέχνες ότι έχουν στα χέρια τους ένα πολύ δυνατό εργαλείο, με το οποίο μπορούν να φέρουν πιο κοντά τους ανθρώπους», εξηγεί ο καθηγητής, υπογραμμίζοντας τον κρίσιμο ρόλο της πρόθεσης του κάθε καλλιτέχνη.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την έκθεση «Η Tέχνη ως Μέσο Επικοινωνίας στην Επίλυσης Συγκρούσεων» -που φιλοξενείται στην Casa Bianca μέχρι τις 31 Ιουλίου 2022- στο πλαίσιο του «Conflict and Art», μιας διεθνούς πρωτοβουλίας με επικεφαλής τη Θεσσαλονικιά Βάσια Δεληγιάννη, επιμελήτρια Τέχνης – μουσειολόγο, καθηγήτρια και καλλιτέχνιδα που ζει και εργάζεται στην Ουάσιγκτον DC, στις ΗΠΑ.
«Έχουμε συνέχεια συγκρούσεις, σε διάφορα μέρη του κόσμου, πολιτικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές. Η τέχνη πάντα υπήρξε η κοινή γλώσσα μεταξύ λαών και εθνών, ο ειρηνικός τρόπος έκφρασης ανησυχιών και προβλημάτων κι έτσι βοηθήσει στην επίλυση των συγκρούσεων», επισημαίνει η κ. Δεληγιάννη.