Τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν υψηλό πληθωρισμό και, καθώς, μεταξύ άλλων, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή.
Του Παναγιώτη Λιαργκόβα
Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος τόσο περισσότερη τροφή θα υπάρχει για τον πληθωρισμό. Και όσο περισσότερο παραμένει ο πληθωρισμός, τόσο περισσότερο θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών, θα χτυπάει ιδιαίτερα τους μισθωτούς και συνταξιούχους και θα δίνει τη δυνατότητα σε κερδοσκόπους να θησαυρίζουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Ο πληθωρισμός, δεν έχει την ίδια επίδραση σε όλα τα νοικοκυριά, ούτε είναι ίδιος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΚΕΠΕ, τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική ή καταναλωτική κατανομή κατά κανόνα αντιμετωπίζουν υψηλότερο πληθωρισμό από τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα υψηλότερα δεκατημόρια. Αυτό φαίνεται να ισχύει τόσο σε περιόδους που καταγράφονται θετικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, όσο και σε περιόδους ύφεσης.
Ακόμα και σε περιόδους αρνητικού πληθωρισμού, οπότε οι τιμές μειώνονται, εκτιμάται ότι η μείωση των τιμών για τα πιο φτωχά νοικοκυριά είναι μικρότερη από την αντίστοιχη των οικονομικά πιο εύρωστων και η σχετική επιβάρυνσή τους υψηλότερη από την περίοδο της οικονομικής ανόδου. Τα ίδια συμπεράσματα προκύπτουν εάν αντί για τα εισοδηματικά/καταναλωτικά δεκατημόρια εξεταστούν τα φτωχά έναντι των μη φτωχών νοικοκυριών.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα φτωχά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν συστηματικά επιβαρύνσεις πληθωρισμού, οι οποίες είναι μεγαλύτερες στα χρόνια της οικονομικής ύφεσης αλλά και στα χρόνια της πανδημίας. Αυτές οι διαπιστώσεις θα ήταν χρήσιμο να μην αγνοούνται όταν εξετάζεται η πορεία του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Η τακτική ανάλυση των διαφορετικών τάσεων του πληθωρισμού ανά τύπο νοικοκυριού θα βοηθούσε να καταγράφονται και επικαιροποιούνται με συστηματικό τρόπο οι πληθωριστικές διαφορές μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι συγκεκριμένες ομάδες καταγράφουν συστηματικά υψηλότερο πληθωρισμό, που συνεπάγεται χαμηλότερο πραγματικό εισόδημα και συνεπώς μικρότερη δυνατότητα για κατανάλωση.
Συνεπώς, η (πρόσφατη) αύξηση των τιμών θα έχει ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των πληθωριστικών διαφορών μεταξύ των διαφορετικών ομάδων νοικοκυριών, γεγονός που οφείλει να ληφθεί υπ’ όψιν στο σχεδιασμό και την άσκηση εισοδηματικής πολιτικής κατά την διαχείριση των τρεχουσών μακροοικονομικών εξελίξεων. Ως εκ τούτου οι πολιτικές ενίσχυσης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας θα πρέπει να είναι στοχευμένες προς τους οικονομικά ασθενέστερους, οι οποίοι όπως προκύπτει και από την ανάλυση επιβαρύνονται περισσότερο από τις αυξήσεις των τιμών.
Πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψη ότι τα επιδοματικά κυβερνητικά μέτρα αναχαιτίζουν τον πληθωρισμό αλλά δεν τον εξαλείφουν. Βοηθούν στην άμβλυνση των επιπτώσεων αλλά δεν χτυπούν το κακό στη ρίζα του, δεν εξαλείφουν το πρόβλημα του πληθωρισμού. Αντίθετα ενισχύουν την κατανάλωση.
Το Ινστιτούτο Bruegel υπολόγισε ότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ («National policies to shield consumers from rising energy prices», 13/6/22). Είναι γεγονός ότι η καταναλωτική δαπάνη δεν δείχνει σημεία αποδυνάμωσης, χάρη στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, καθώς και στην ανάληψη καταθέσεων που συσσώρευσαν τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως τόσο τα μέτρα στήριξης (επιδόματα) όσο και η χρήση των αποταμιευτικών πόρων από τη φύση τους θα τείνουν να φθίνουν διαχρονικά.
Ποια είναι συνεπώς η καταλληλότερη και μονιμότερη στήριξη των νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι του πληθωρισμού; Είναι οι πολιτικές εκείνες που αυξάνουν την προσφορά στην οικονομία. Δηλαδή η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και ειδικά σε αγορές δικτύων, η συνέχιση της μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος, σε φόρους κατανάλωσης αλλά και στην εργασία και παραγωγή και η προώθηση του εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης.
Αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, άρα, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και μείωσης των τιμών των αγαθών.
*Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου