Η πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ το είπε με σκληρό και στεγνό τρόπο: «Ο πόλεμος της Ρωσίας είναι σημείο καμπής για την Ευρώπη». Υπήρξε ένα status quo πριν και ένα μετά που είναι ασυμβίβαστα, οικονομικά και πολιτικά. Και όχι μόνο επειδή ο πόλεμος που ήθελε ο Βλαντιμίρ Πούτιν για να καταλάβει την Ουκρανία με οποιοδήποτε κόστος, σκοτώνει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και αναχαιτίζει την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας που φιλοδοξεί να εισέλθει στην Ευρώπη.
Αλλά γιατί κατέστρεψε τη διεθνή πολιτική τάξη που ήταν η βάση για την επιτυχία της παγκοσμιοποίησης για τριάντα χρόνια;
Στα ερείπια αυτού του πολέμου τώρα, συσσωρεύονται τωρινές και μελλοντικές δαπάνες, μιας ευρωπαϊκής οικονομίας που μόλις είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την κρίση του Covid-19 και η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η ιταλική, εξακολουθεί να υποφέρει από τον απόηχο της Μεγάλης κρίσης του 2011.
- «Δεν είναι δυνατό να γίνει μια εξαντλητική εκτίμηση όλων των δαπανών που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη», λέει ο Guntram Wollf του think-tank ”Bruegel”.
Η ενεργειακή κρίση
Την ημέρα που η Δύση – πολιτικά ενωμένη μετά από τόσα χρόνια από την Ουάσιγκτον έως τις Βρυξέλλες και από την Οτάβα μέχρι το Λονδίνο – επέβαλε τις πρώτες κυρώσεις κατά της Ρωσίας, οι τιμές της ενέργειας άρχισαν να διογκώνονται αμείλικτα, σε σημείο να ξεπερνούν το όριο των δύο ευρώ στην αντλία και να τριπλασιάζουν τους λογαριασμούς θέρμανσης.
Εκείνη τη στιγμή, η Ευρώπη διαισθάνθηκε ότι η στρατηγική της Μέρκελ να αγκαλιάσει τον εχθρό για να τον εξουδετερώσει δεν είχε λειτουργήσει ούτε στο οικονομικό πεδίο και ήρθε η ώρα να πληρωθούν -κυριολεκτικά- τα πολιτικά λάθη του παρελθόντος.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurostat, οι εισαγωγές της ΕΕ από τη Ρωσία, τον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο, ήταν περίπου 99 δισεκατομμύρια το 2021 και αντιπροσώπευαν το 62 τοις εκατό του συνόλου.
Με τον πόλεμο, η τιμή της ενέργειας υπερδιπλασιάστηκε και σήμερα η ΕΕ πληρώνει 640 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα για το πετρέλαιο και 360 εκατομμύρια ευρώ για το φυσικό αέριο. Εάν με το έκτο πακέτο κυρώσεων, με εξαίρεση την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μην εισάγει ρωσικό πετρέλαιο από το επόμενο έτος, σήμερα χρηματοδοτεί τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πούτιν (περίπου 650 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα) ενώ στέλνει όπλα και στρατιωτική βοήθεια στους Ουκρανούς. Διπλή λοιπόν η δαπάνη προς την αντίθετη κατεύθυνση, με μοναδικό απτό αποτέλεσμα να βαραίνει στα πορτοφόλια των Ευρωπαίων.
Μέχρι σήμερα, παρά τη μείωση των εξαγωγών, η Ρωσία έχει δει τα κέρδη της να αυξάνονται λόγω της ακραίας αστάθειας των τιμών και της έλλειψης εναλλακτικών προμηθευτών. Τον Μάιο, μεταξύ της μείωσης των εισαγόμενων ποσοτήτων πετρελαίου (λιγότερο από 15 τοις εκατό σε σύγκριση με προπολεμικά) και των εκπτώσεων που ζητούσαν φιλικές χώρες όπως η Κίνα, έχασε περίπου 200 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα, αλλά στη συνέχεια τα ανέκτησε με τα 60% ποσοστό αύξησης των τιμών της ενέργειας. Η Μόσχα, έχοντας επίγνωση της δύναμής της, άρχισε να το χρησιμοποιεί, διακόπτοντας κυνικά τις προμήθειες φυσικού αερίου για να βάλει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε μπελάδες με τους ψηφοφόρους τους.
Το είχε ήδη κάνει πριν από μερικές εβδομάδες με το πετρέλαιο για να τιμωρήσει όσους δεν ήθελαν να πληρώσουν σε ρούβλια όπως η Πολωνία και η Βουλγαρία. Και δεν θα σταματήσει σύντομα.
Το αποτέλεσμα είναι εκεί για όλους μας:
- ο πληθωρισμός που οφείλεται κυρίως στο ενεργειακό κόστος είναι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 40 ετών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, αφού έχει σπάσει το όριο του 8%.
Το επισιτιστικό πρόβλημα
Η Ρωσία και η Ουκρανία (με ρυθμό ετήσιας παραγωγής 45-50 τόνων) είναι επίσης οι κορυφαίοι εξαγωγείς σιτηρών στον κόσμο και, με το κλείδωμα εννέα ουκρανικών λιμανιών στη Μαύρη Θάλασσα, η Ρωσία έχει ήδη αποτρέψει την πώληση 20 εκατομμυρίων τόνων δημητριακών από την περσινή συγκομιδή της Ουκρανίας που παραμένουν αποθηκευμένα σε σιλό τα οποία δεν θα έχουν χώρο να φιλοξενήσουν τη φετεινή σοδειά, όπου αυτή δεν καταστράφηκε από τανκς και βόμβες.
Οι χαμένοι δεν θα είναι μόνο η Ουκρανία, της οποίας η Ρωσία αφαιρεί τους δύο κύριους οικονομικούς πόρους, δηλαδή τα δημητριακά και τα ορυκτά του Donbass, αλλά και όλες οι χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής που εξαρτώνται από το ουκρανικό σιτάρι και καλαμπόκι.
Κατά συνέπεια, απειλούνται με πείνα εκατομμύρια άνθρωποι που θα μπορούσαν να ξεχυθούν στα νερά της Μεσογείου προς μια Δύση ικανή να τους ταΐσει.
Το ουκρανικό προσφυγικό πρόβλημα
Μέχρι σήμερα, πάνω από έξι εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν καταφύγει σε μια Ευρώπη που τους έχει ανοίξει τις πόρτες της: χωρίς να χρειάζονται βίζα μπορούν να ζήσουν, να εργαστούν και να πάνε σχολείο στις 27 χώρες της Ένωσης.
Χιλιάδες οικογένειες τους φιλοξενούν ήδη. Όμως, τέσσερις μήνες μετά τη σύγκρουση, ο ενθουσιασμός έχει μειωθεί.
Σύμφωνα με το Κέντρο Παγκόσμιας Ανάπτυξης, οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να κοστίσουν στην Ευρώπη μεταξύ 25 και 30 δισεκατομύρια ευρώ ετησίως κι αυτή είναι μια πρόσθετη δαπάνη πέρα από τον αφανή πληθωρισμό, τη βοήθεια προς την χώρα τους, αλλά και τις έκτακτες επενδύσεις στην ευρωπαϊκή άμυνα, που σε αυτή την άνευ προηγουμένου ιστορική φάση, γίνονται απαραίτητες.
Το ανθρωπιστικό κόστος για την υποστήριξη της Ουκρανίας
Από την έναρξη της ρωσικής επίθεσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνεισφέρει 4 δισεκατομμύρια ευρώ σε οικονομική και κοινωνική βοήθεια με τη μορφή ανθρωπιστικής και έκτακτης βοήθειας και με 2 δισεκατομμύρια ευρώ (500 εκατομμύρια πρόκειται να προστεθούν)
Η Ένωση, με τη βοήθεια άλλων διεθνών εταίρων, υποσχέθηκε στη συνέχεια 9 δισ. ευρώ σε δάνεια για το 2022 σε μια χώρα που, ωστόσο, χρειάζεται 3 ή και 5 δισ. ευρώ το μήνα για να προχωρήσει χωρίς τους πόρους που τους αφαίρεσε η Μόσχα.
Και στη συνέχεια οι Βρυξέλλες συγχρονίζουν το ουκρανικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας με το δικό τους για να εξασφαλίσουν συνεχή παροχή φυσικού αερίου, ανέστειλαν τους δασμούς στις εξαγωγές της Ουκρανίας.
Παρόλα αυτά, φοβάμαι ότι δεν αρκούν οι προσπάθειες που κάνουμε ως Ε.Ε.
Με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού και την καταστροφή που προκαλεί, η Ουκρανία χάνει καθημερινά εδάφη, πόρους και ανθρώπους. Φέτος, οι Βρυξέλλες έχουν αντλήσει 34 φορές από διάφορα κονδύλια του προϋπολογισμού τους για να καλύψουν τις ανάγκες της Ουκρανίας και άλλες 11 φορές για τις ανάγκες της Μολδαβίας, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Ίσως όμως, πριν συντάξει έναν νέο προϋπολογισμό, η ΕΕ θα πρέπει να αναρωτηθεί ποιες είναι οι προτεραιότητές της. Διότι 140 ημέρες μετά την έναρξη της σύγκρουσης, είναι σαφές ότι τα μισά μέτρα έχουν αποδειχθεί άχρηστα καθώς και αφόρητα ακριβά. Είναι καιρός να κάνουμε μια τελική επιλογή.
Πηγή: L’ Espesso
Επιμέλεια: Όθων Παπαδάκης