Με ένα προεκλογικό τοπίο βαριά συγκρουσιακό, σχεδόν τοξικό, και με την εξαιρετικά πιθανή ρευστότητα που θα δημιουργήσει η διπλή αναμέτρηση (απλή αναλογική- σύστημα κλιμακωτού μπόνους), το ερώτημα που διαμορφώνεται είναι διττό: α) μπορεί να υπάρξει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος (το οποίο, αυτή την ώρα, και με βάση τις δημοσκοπικές καταγραφές φαίνεται πως θα είναι η Ν.Δ), και β) είναι πιθανό να υπάρξουν μετεκλογικές συγκλίσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας;
Η προβολή των δημοσκοπικών ποσοστών δείχνει πως το πρώτο είναι (σήμερα) από δύσκολο έως στα όρια του απίθανου –πάντοτε μιλώντας για την δεύτερη κάλπη, όπου απαιτείται ποσοστό περίπου 37,5%, ανάλογα με το άθροισμα των εκτός Βουλής κομμάτων-, το δε δεύτερο εξαρτάται από την τελική στάση του κόμματος που θεωρείται σχετικά εξίσου πιθανό να συνεργαστεί, είτε με τη Ν.Δ, είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Μιλάμε για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης ισορροπεί εδώ και μήνες σε τεντωμένο σχοινί, συντηρώντας εικόνα πολιτικής αυτονομίας και αποφεύγοντας να απαντήσει στο ερώτημα εάν και με ποιόν θα συνεργαστεί, εφόσον δεν προκύψει αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Το βράδυ της απλής αναλογικής, το ερώτημα θα επιστρέψει επιτακτικά στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και τότε θα πρέπει να απαντήσει.
Μέχρις ώρας έχει δημιουργήσει σύγχυση:
–Λέει πως δεν θα συνεργαστεί σε ένα κυβερνητικό σχήμα με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον Αλέξη Τσίπρα. Ανήκουστο και προκλητικό εάν σκεφτεί κανείς πως σε όλα τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας αναδεικνύεται ο αρχηγός του πρώτου σε ψήφους κόμματος. Ιδιαίτερα, δε, εάν η διαφορά μεταξύ του κόμματος-κορμού μιας τέτοιας κυβέρνησης και του τρίτου κόμματος είναι τεράστια (όπως δημοσκοπικά καταγράφεται πως θα συμβεί). Παρόλα αυτά ο κ. Ανδρουλάκης επιμένει.
–Έχει πλειστάκις δηλώσει πως επιθυμεί και εργάζεται ώστε να υπάρξει “σοσιαλιστική” κυβέρνηση, ή έστω μία κυβέρνηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Πολλοί διακρίνουν σε αυτή την δήλωση μία προτίμηση προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ο ίδιος ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ το διαψεύδει κατηγορηματικά, κάνοντας ακόμα πιο θολό το τοπίο των εν γένει προθέσεών του.
–Κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ, είτε σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες, είτε δημόσια, δηλώνουν πως το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί και δεν πρέπει να επαναλάβει την κυβερνητική συνεργασία του 2012 (με τη Ν.Δ), διότι τότε θα υφίστατο πολύ μεγάλη συρρίκνωση. Άλλα στελέχη διακρίνονται σε πρωταγωνιστικούς ρόλους στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο επιχειρείται να διατηρηθεί εν ζωή, και προσεγγίζουν καθαρά την ιδέα συνεργασίας με τη Ν.Δ. Τούτων δοθέντων, αρκετοί εκτιμούν πως το ΠΑΣΟΚ θα υποστεί κάποια διάσπαση, όποια κι αν είναι η απόφαση του κ. Ανδρουλάκη για μετεκλογικές συμπράξεις. Γι αυτό και κρυφή επιθυμία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, όπως λέγεται, θα ήταν η (οριακή) αυτοδυναμία της Ν.Δ, ώστε, έτσι, να αποφύγει τα διλήμματα και να προσανατολιστεί σε έναν αντιπολιτευτικό ρόλο και έναν εσωτερικό αγώνα με τον ΣΥΡΙΖΑ για την κατάκτηση του χώρου της κεντροαριστεράς.
Όμως, πέραν των προθέσεων και των προεκλογικών σχεδιασμών, υπάρχει και η πραγματικότητα της σύνθεσης της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, όπως αυτή καταγράφεται από την έρευνα της prorata (για το Ινστιτούτο ΕΝΑ).
Φαίνεται καθαρά πως αυτή η εκλογική βάση (εκείνων που το ψήφισαν το 2019, κι εκείνων που δηλώνουν σήμερα πως θα το ψηφίσουν) έχει σαφή πλειοψηφική τάση υπέρ μιας συνεργασίας με τη Ν.Δ και διακατέχεται από πολύ σκληρά αντι-ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηριστικά. Επί της ουσίας , οι ψηφοφόροι του κόμματος δείχνουν να αδιαφορούν παγερά για τις αναφορές του κ. Ανδρουλάκη στον σοσιαλισμό και την σοσιαλδημοκρατία και ρέπουν σαφώς προς μία εκδοχή του φιλελευθερισμού. Θεωρούν, δηλαδή, όμορο πολιτικό χώρο την δεξιά και όχι την αριστερά, και, προφανώς, δεν έχουν καμία διάθεση απολογίας για την συνεργασία του 2012 που κατακρήμνισε το κόμμα και ώθησε έναν τεράστιο αριθμό ψηφοφόρων του προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό σημαίνει πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει προσώρας σχεδόν εξαντλήσει τις εισροές από το ΠΑΣΟΚ και μπορεί να προσβλέπει σε μετακινήσεις μόνο εάν ο Νίκος Ανδρουλάκης αποφασίσει να συνεργαστεί με τη Ν.Δ, διασώζωντας την μεγαλύτερη μερίδα της εκλογικής του βάσης. Για τα κορυφαία στελέχη του, το τι θα πράξουν σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι, μάλλον, αποτέλεσμα παρασκηνιακών συμφωνιών και του γενικότερου πολιτικού κλίματος. Το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρίχνει στην μάχη των εκλογών πρόσωπα που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ (από τον Μιχ. Χρυσοχοϊδη έως την Άννα Ροκοφύλλου) είναι ενδεικτική.
Η έρευνα δείχνει πως, μάλλον, η δεύτερη “καλύτερη” επιλογή για τον Νίκο Ανδρουλάκη είναι η συνεργασία με τη Ν.Δ (η πρώτη, όπως είπαμε, είναι να κυβερνήσει αυτοδύναμη η Ν.Δ), και ο καλύτερος χρόνος για να συμβεί αυτό είναι η επομένη της απλής αναλογικής, όταν θα διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό. Στην δεύτερη κάλπη είναι βέβαιο πως θα συρθεί σε μία αναγκαστική συγκυβέρνηση στην οποία θα είναι μικρομέτοχος.
Ενδείξεις, αν όχι και αποδείξεις, προς αυτή την κατεύθυνση είναι:
1.Στην εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ διαπιστώνεται υψηλός βαθμός αντιπάθειας προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αναλογικά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο είναι εξίσου ισχυρό σε ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ με εκείνους του λεγόμενου “ακραίου κέντρου” που έχει ήδη προσχωρήσει στη Ν.Δ.
2.Το 53% όσων προτίθενται να ψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μόλις το 10% των ψηφοφόρων του αντιπαθεί τη Ν.Δ. Στην τελευταία, το 71% όσων προτίθενται να ψηφίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη αντιπαθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το 53% ως ποσοστό δείχνει μία ισχυρή τάση της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ υπέρ της συνεργασίας με τη Ν.Δ, περιγράφει, όμως, και την διαχωριστική γραμμή εσωτερικά που μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση.
3.Ένα 90% της αντιπάθειας των ψηφοφόρων της ΝΔ επικεντρώνεται στα κόμματα της Αριστεράς, με το αντίστοιχο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αθροίζει 69%, γεγονός που αποτυπώνει τις μεταβολές από το 2012 και μετά στην εκλογική βάση του κόμματος αυτού.
Κανείς δεν θα ήθελε να είναι στη θέση του Νίκου Ανδρουλάκη το βράδυ μετά την πρώτη κάλπη με την απλή αναλογική, ακόμα δε περισσότερο οι τρεις μέρες που θα κρατήσει στα χέρια του την εντολή διακυβέρνησης που ως τρίτο κόμμα θα λάβει από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα δράσουν καταλυτικά για την ίδια την ύπαρξη και την ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ, όπως το ξέρουμε σήμερα.
Εάν, ο κ. Ανδρουλάκης κληθεί να επιλέξει, ή θα ακούσει την “φωνή” της πλειοψηφίας της βάσης του και θα συνεργαστεί με τη Ν.Δ, ή -εφόσον το φέρουν έτσι τα πράγματα- θα πάει κόντρα σε αυτή και θα συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή θα φτάσει στο απώτατο όριο της δεύτερης κάλπης και θα αποφασίσει με πολύ μικρότερο εκλογικό ποσοστό, αλλά με την “ευκολία” της ανάγκης να υπάρξει κυβέρνηση και σταθερότητα, ή θα μείνει με ένα αρκετά συρρικνωμένο κόμμα -μετά την δεύτερη κάλπη- και θα αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν- ακόμα και με μία τρίτη εκλογική αναμέτρηση.
Από την άλλη, όμως, το ΠΑΣΟΚ είναι κόμμα σκληρού κυβερνητισμού. Υπάρχει για να κυβερνά, ή να μετέχει στη νομή της εξουσίας. Αυτό είναι το DNA του, και είναι πολύ πιθανό να κυριαρχήσει ως ιδέα στις αποφάσεις του Νίκου Ανδρουλάκη.
Τα στοιχεία της μέτρησης
Όπως περιγράφει αναλυτικότερα η έρευνα της prorata (Ινστιτούτου ΕΝΑ), σημαντικό, ως ενός σημείου, φαινόμενο, που θα επηρεάσει την προεκλογική συνθήκη, είναι ο βαθμός αντιπάθειας προς τα κόμματα. Στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς εμφανίζεται το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, παρατηρούμε ότι το 86% των ερωτώμενων δήλωσε ότι υπάρχει ένα κόμμα που αντιπαθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα.
Από αυτούς, το 35% δήλωσε πως αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 33% τη ΝΔ, το 9% τους Έλληνες για την Πατρίδα, το 7% το ΚΚΕ, το 4% την Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 και το 2% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Επίσης, το 71% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΝΔ αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 81% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ αντιπαθεί τη ΝΔ, ενώ το 53% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 10% τη ΝΔ.
Δηλαδή, διαπιστώνεται η φανερή πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που αντικατοπτρίζει τη θέση τους ως των δύο κυρίαρχων πόλων στο κομματικό σύστημα. Εκείνο που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι η ανθεκτικότητα της αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάσης στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., οι οποίοι επιπλέον εμφανίζονται να αντιπαθούν το ΚΚΕ κατά 11% (1% περισσότερο από τη ΝΔ), αντίστοιχα με αυτούς της ΝΔ. Έτσι, ένα 90% αντιπάθειας των ψηφοφόρων της ΝΔ επικεντρώνεται στα κόμματα της Αριστεράς, με το αντίστοιχο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αθροίζει 69%, γεγονός που αποτυπώνει τις μεταβολές από το 2012 και μετά στην εκλογική βάση του κόμματος αυτού και σίγουρα αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στον υπολογισμό των μετεκλογικών δυνατοτήτων και περιορισμών.
*Σημείωση, όπως προκύπτει από την έρευνα της prorata: Οι ταυτότητες «προοδευτικός» και «πατριώτης», παρότι αριστερογενείς και δεξιογενείς, αντίστοιχα, παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη διείσδυση σε όλο το φάσμα – ιδίως η ταυτότητα «προοδευτικός». Κάλυψη του άξονα εντοπίζεται και στην περίπτωση της ταυτότητας του «οικολόγου». Δεξιόστροφες ταυτότητες είναι οι «χριστιανός», «φιλελεύθερος», «κεντροδεξιός», «νεοδημοκράτης», «δεξιός», «συντηρητικός», «εθνικιστής». Αριστερόστροφες οι «κομμουνιστής», «αντικαπιταλιστής», «συριζαίος», «αριστερός», «σοσιαλιστής», «άθεος», «φεμινιστής». Οι ταυτότητες «σοσιαλδημοκράτης», «κεντροαριστερός» και «κεντρώος» εντοπίζονται στο κέντρο του άξονα. Όσοι αυτοτοποθετούνται στο 5 είναι πρωταρχικά «προοδευτικοί» (47%), «κεντρώοι» (41%), «πατριώτες» (40%) και «χριστιανοί». Όσοι δεν αποδίδουν σημασία στη διαίρεση «Αριστερά – Δεξιά» επιλέγουν τις ταυτότητες του «πατριώτη» (50%), του «χριστιανού» (42%), του «προοδευτικού» (28%), του «οικολόγου» (28%) και του «εθνικιστή» (19%).