Η θεωρία και η εμπειρία της οικονομικής μετάβασης και η ενεργειακή μετάβαση. Γιατί ο ευρωπαϊκός ενεργειακός κλάδος ακολουθεί τη λάθος πορεία;
Του Βασίλειου Πανουσόπουλου
Οι αναλυτές του ενεργειακού κλάδου, παραβλέπουν το γεγονός ότι η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί μια μορφή οικονομικής μετάβασης. Έτσι, οι αναλυτές αδυνατούν να κατανοήσουν τα αίτια των οικονομικών προβλημάτων που προκαλούνται στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης δηλαδή, την αύξηση των τιμών ενέργειας, το έλλειμμα παραγωγής, τη χαμηλή παραγωγικότητα, τις κερδοσκοπικές επιδιώξεις πολλών «επενδυτών» και τις πολιτικοοικονομικές συγκρούσεις των αντίθετων οργανωμένων συμφερόντων. Όμως, τα προβλήματα της ενεργειακής μετάβασης μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν από τη θεωρία και την εμπειρία της οικονομικής μετάβασης.
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία και την οικονομική εμπειρία, μεταβατική οικονομία αποκαλείται η οικονομία ενός κράτους η οποία με την εφαρμογή των κατάλληλων δημόσιων οικονομικών πολιτικών από μια συγκεντρωτική οικονομία της διαχείρισης της προσφοράς και της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών, μεταβάλλεται σταδιακά σε μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Οι εφαρμοζόμενες δημόσιες πολιτικές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής μετάβασης, οφείλουν να έχουν την αποδοχή της κοινωνίας.
Τη δεκαετία του 1990, μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τα μετά σοβιετικά κράτη, εφάρμοσαν δημόσιες πολιτικές οικονομικής μετάβασης οι οποίες υποστηρίχθηκαν από τους Διεθνείς οργανισμούς και προσέλκυσαν το επιστημονικό ενδιαφέρον των καλύτερων οικονομολόγων της εποχής (O.Blanchard,A Berg, S Fischer,D Rodrik, J.Sachs,A Shleifer).
Την ίδια περίοδο, στη Δυτική Ευρώπη, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη της ΕΕ εφάρμοσαν και αυτές πολιτικές οικονομικής μετάβασης. Το πρόγραμμα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς (1992) αλλά και ο στόχος της νομισματικής ενοποίησης, με τον μηχανισμό των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών των κρατών μελών, ήταν και αυτές πολιτικές οικονομικής μετάβασης και ας αποκαλούνταν από τους οικονομολόγους της Ευρώπης, «πολιτικές της οικονομικής ολοκλήρωσης» (P.De Grauwe, Artis, A Sapir, P Robson, L. Tsoukalis, A.Winters, P. Geroski).
Οι συνθήκες επιτυχίας της οικονομικής μετάβασης
Η οικονομική θεωρία μας προειδοποιεί: η επιτυχία ή η αποτυχία της οικονομικής μετάβασης, βασίζεται σε τρεις βασικές διαδικασίες: 1, στην ανακατανομή (reallocation) των οικονομικών πόρων (κεφαλαίου, εργασίας, τεχνολογίας) μεταξύ των διαφορετικών κλάδων της οικονομίας 2, στην αναδιοργάνωση (restructuring) των εγχώριων μηχανισμών της προσφοράς της παραγωγής, με την ίδρυση αγορών και 3, στην αναδιάρθρωση των εγχώριων επιχειρήσεων.
Το 1, η ανακατανομή των οικονομικών πόρων, επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση των τιμών, με την κατάργηση των επιδοτήσεων στην παραγωγή και στην κατανάλωση προϊόντων, με την κατάργηση των ολιγοπωλίων – μονοπωλίων και με την επικράτηση των συνθηκών του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην οικονομία.
Το 2, η αναδιοργάνωση των αγορών, επιτυγχάνεται με την αναδιοργάνωση της μεθόδου της προσφοράς της εγχώριας παραγωγής με την ίδρυση αγορών, με την αναδιοργάνωση του συνόλου της αλυσίδας της προσφοράς της παραγωγής (μεταφορά, εμπορία, διανομή) και με την πραγματοποίηση των απαραίτητων θεσμικών αλλαγών για την αποδοτική λειτουργία των αγορών (δημόσιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, πιστωτικά ιδρύματα, λογιστικά πρότυπα για τις επιχειρήσεις κ.λ.π.).
Το 3, η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων , επιτυγχάνεται με την «εκ θεμελίων» αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει, όχι μόνο την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς αλλά κυρίως, την αλλαγή στη δομή και στην οργάνωση της παραγωγής τους.
Για την επιτυχία των τριών διαδικασιών της οικονομικής μετάβασης, οι εγχώριες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε νέα κεφάλαια και σε νέες τεχνολογίες, στοιχεία που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους και τελικά, την παραγωγής τους.
Η οικονομική μετάβαση οδηγεί αρχικά: α) σε μείωση της παραγωγής, β) σε μείωση της απασχόλησης γ) σε αύξηση των τιμών και δ) σε εισοδηματικές ανισότητες.
Τέλος, στη μεταβατική πορεία της εθνικής οικονομίας, μετά την αρχική πτώση της παραγωγής και της ζήτησης των προϊόντων και των υπηρεσιών , ακολουθεί πάντα η οικονομική ανάκαμψη της εγχώριας προσφοράς και της εγχώριας ζήτησης και αργότερα, η οικονομική μεγέθυνση της εγχώριας προσφοράς και της εγχώριας ζήτησης, σε υψηλότερα επίπεδα από τα προ μεταβατικά επίπεδα τους.
Οι κίνδυνοι στην πορεία της οικονομικής μετάβασης
Θα πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής μετάβασης, οι εθνικές οικονομίες που την εφαρμόζουν, γίνονται ευάλωτες στις κερδοσκοπικές επιδιώξεις «επενδυτών» (shorting) και στις πολιτικές επιδιώξεις εγχώριων και διεθνών παραγόντων (τρίτων χωρών).
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι:
α) στη διάρκεια της Ρωσικής οικονομικής μετάβασης, η χρηματοοικονομική κρίση στη Ρωσία το έτος 1998 με την κατάρρευση της αξίας των μετοχών του Ρωσικού χρηματιστηρίου και,
β) στην πορεία της Ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης, η κατάρρευση του Μηχανισμού Συναλλαγματικών ισοτιμιών στην ΕΕ (ΜΣΙ), το έτος 1992, με την αναγκαστική έξοδο από το ΜΣΙ, της Βρετανικής λίρας και της Ισπανικής πεσέτας.
Η Ενεργειακή μετάβαση, μορφή εκδήλωσης της (κλαδικής) οικονομικής μετάβασης.
Η ενεργειακή μετάβαση στην πράξη σημαίνει τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας απαλλαγμένο από τα ορυκτά καύσιμα το οποίο καθ’ όλη τη διαδικασία της μετάβασης έως το τελικό στόχο αλλά και μετά από την επίτευξη αυτού, θα είναι ικανό, το νέο μοντέλο, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, να προσφέρει την παραγόμενη καθαρή ενέργεια στους καταναλωτές, σε προσιτές τιμές.
Όπως η κλασική οικονομική μετάβαση έτσι και η ενεργειακή μετάβαση, εξαρτάται από τρεις βασικές οικονομικές διαδικασίες: 1) την ανακατανομή των οικονομικών πόρων, 2) την αναδιοργάνωση της λειτουργίας της αγοράς ενέργειας, την αναδιάρθρωση της αλυσίδας προμήθειας (των δικτύων μεταφοράς και διανομής ενέργειας) και 3), την αναδιάρθρωση (εκ θεμελίων) των επιχειρήσεων ενέργειας.
Η ποιοτική διαφοροποίηση της παραγωγής, οι προσιτές τιμές και φυσικά η αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, αποτελούν τα βασικά κίνητρα για τους καταναλωτές να υποστηρίξουν την ενεργειακή μετάβαση.
Τι πάει στραβά μέχρι τώρα;
Η υλοποίηση του σχεδίου της ενεργειακής μετάβασης σε παγκόσμιο, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο απαιτεί την ανακατανομή των οικονομικών πόρων εντός του κλάδου της ενέργειας και τη συνολική αναδιάρθρωση του ενεργειακού κλάδου: αποκρατικοποιήσεις, περιορισμός της παραγωγής/κλείσιμο παλιών μονάδων, επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και υποδομές, ανακατανομή εσόδων μεταξύ επιχειρήσεων, εξαγορές, συγχωνεύσεις αλλά και χρεοκοπίες.
Το βασικό πρόβλημα στη διαδικασία της ανακατανομής των οικονομικών πόρων στην εξελικτική πορεία της οικονομικής μετάβασης (και της ενεργειακής μετάβασης), είναι η αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να αναπτυχθεί με ταχύ ρυθμό έτσι ώστε να καλύψει το κενό παραγωγής που αφήνει πίσω της, η μείωση της παραγωγής των παραδοσιακών δημόσιων επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση η μείωση της συνολικής παραγωγής, σε μια οικονομία.
Για να καλυφθεί από τον ιδιωτικό τομέα και το (νέο) δημόσιο τομέα, ταχύτατα και χωρίς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, αυτό «το κενό παραγωγής», απαιτείται η εισροή νέου κεφαλαίου και νέας τεχνολογίας στις εγχώριες ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις.
Συνήθως, οι νέες ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν ούτε μπορούν να εξασφαλίσουν μεγάλα κεφάλαια και υψηλή εξειδίκευση του προσωπικού από τις εγχώριες οικονομίες για να καλύψουν το σύνολο του κενού της παραγωγής που αφήνουν πίσω τους, οι δημόσιες επιχειρήσεις που φθίνουν. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο καθώς οι ιδιωτικές επιχειρήσεις καλούνται να καλύψουν την παραγωγή δημόσιων επιχειρήσεων που παραδοσιακά είναι μεγάλου μεγέθους, δηλαδή είναι οικονομίες κλίμακας.
Έτσι οι πρόσφατες αποφάσεις των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να επαναφέρουν σε λειτουργία μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με τη χρήση καυσίμου τον άνθρακα για να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, θα πρέπει να ερμηνευθούν πρωτίστως ως η αδυναμία των νέων επιχειρήσεων ΑΠΕ να καλύψουν το κενό παραγωγής που δημιουργείται λόγω της ενεργειακής μετάβασης και δευτερευόντως ως το αποτέλεσμα του πολέμου της Ουκρανίας και της έλλειψης του Ρωσικού φυσικού αερίου από τις Ευρωπαϊκές αγορές.
Επιπλέον, για να υπάρξει ανακατανομή πόρων θα πρέπει να υπάρχει και σαφής προσανατολισμός της πορείας της ενεργειακής μετάβασης. Οι επενδυτές στον ευρωπαϊκό ενεργειακό κλάδο, ελάμβαναν και συνεχίζουν να λαμβάνουν συγκρουόμενα επενδυτικά μηνύματα από τις κεντρικές διοικήσεις των κρατών (π.χ. «ναι στη γρήγορη μετάβαση στις ΑΠΕ, ναι στο φυσικό αέριο, όχι στο φυσικό αέριο, όχι στην επέκταση των δικτύων διανομής φυσικού αερίου, ναι στο πράσινο υδρογόνο, όχι στο πράσινο υδρογόνο, ναι στο μπλε υδρογόνο, ναι στην αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, όχι στο καφέ υδρογόνο, όχι στην πυρηνική ενέργεια, ναι στην πυρηνική ενέργεια όχι σε νέα έργα εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά ναι στην αύξηση της παραγωγής τους….).
Επιπροσθέτως, ήταν και είναι μεγάλο λάθος η εξάρτηση της πορείας της ενεργειακής μετάβασης της Ευρώπης σε ένα ορυκτό καύσιμο. Το αποκαλούμενο καύσιμο γέφυρα για την περίοδο 2020 – 2050, το φυσικό αέριο, έχει κάνει την πορεία της ενεργειακής μετάβασης ευάλωτη σε ενεργειακές κρίσεις.
Συμπερασματικά
Η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μια απλή διαδικασία. Δεν είναι απλά πολιτικές εξαγγελίες, δεσμεύσεις χρηματοοικονομικών πόρων από διεθνείς οργανισμούς και μακροχρόνια (30 ετών!) γραφειοκρατικά σχέδια οικονομικής ανάπτυξης «επί χάρτου». Όπως κάθε άλλη μορφή οικονομικής μετάβασης, προϋποθέτει την ανακατανομή των οικονομικών πόρων και την αποτελεσματική αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και της αγοράς.
Η μεγάλη χρονική διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης (2020 – 2050) πιθανόν να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στις εθνικές οικονομίες. Δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο να επιδιωχθεί οικονομική μετάβαση με τόση μεγάλη χρονική διάρκεια και, με την υλοποίηση μετρήσιμων ανά περιόδους μεταβατικών στόχων. Αυτό και μόνο γραφειοκρατικοποιεί την όλη διαδικασία και θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την πορεία της ενεργειακής μετάβασης αλλά και την οικονομική ανάπτυξη των κρατών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση θα πρέπει να ερμηνευθεί ως το αποτέλεσμα της ενεργειακής μετάβασης. Δυστυχώς, για το σύνολο των αναλυτών του κλάδου της ενέργειας, δεν είναι η ενεργειακή μετάβαση αλλά είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συμπεριφορά της Ρωσίας, οι βασικοί παράγοντες της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης. Όμως πόλεμοι, επαναστάσεις, λαμβάνουν χώρα κυρίως σε μεταβατικές οικονομικές περιόδους και ας διατυμπανίζουν οι εκπρόσωποι των διεθνών ενεργειακών οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τη φράση: unprecedented circumstances.
Και οι προηγούμενες περιπτώσεις οικονομικής μετάβασης πραγματοποιήθηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες (περιφερειακούς πολέμους –Γιουγκοσλαβία, Κόσοβο- εσωτερικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις –Ρωσία, Ουκρανία, Γεωργία– οικονομικές κρίσεις, π.χ. Ασιατική κρίση). Κι όμως, σε καμία περίπτωση αυτά τα γεγονότα δεν χρησιμοποιήθηκαν ως επιχειρήματα είτε για να ανακόψουν την πορεία της οικονομικής μετάβασης είτε για να (ξανά)επιβληθούν διοικητικά ελεγχόμενοι μηχανισμοί διαχείρισης της παραγωγής και της ζήτησης όπως γίνεται τώρα στον κλάδο της ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος (1971) είναι Ειδικός Επιστήμονας, Οικονομολόγος- Διεθνολόγος, Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Οι απόψεις που εκφράζει είναι αποκλειστικά προσωπικές.
Πρώτη δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ot.gr