Η απογραφή του 2021 είναι η ογδόη μεταπολεμική απογραφή στη χώρα μας.
Βύρων Κοτζαμάνης*
Διεξήχθη 10,5 σχεδόν χρόνια μετά την προηγουμένη και διαφοροποιείται από αυτήν σε τρία βασικά σημεία: την περίοδο διεξαγωγής της (εν μέσω της επιδημιολογικής κρίσης), την πολύ μεγαλύτερη διάρκειά της της (σχεδόν 5 μήνες έναντι 15 ημερών) και το μεικτό σύστημα συλλογής των δεομένων (αφενός μεν με τηνσυμπλήρωση έντυπων ερωτηματολογίων με προσωπική συνέντευξη όπως και το 2011 αφετέρου δε με την «ηλεκτρονική αυτοαπογραφή» μέσω ειδικά σχεδιασμένης διαδικτυακής εφαρμογής).
Η περίοδος ανάμεσα στις δυο τελευταίες απογραφές στη χώρα μας σημαδεύτηκε από τρείς μεγάλες κρίσεις (οικονομική, «προσφυγική» και επιδημιολογική) οι οποίες, εκτός των άλλων, είχαν σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις και στον πληθυσμό μας. Τα συλλεχθέντα στην πρόσφατή απογραφή στοιχεία (δημογραφικά, οικονομικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, οικιστικά…), αν αυτή πληροί τα δυο βασικά προ-απαιτούμενα (την καθολική και ταυτόχρονη καταγραφή όλων όσων βρίσκονταν στην χώρα μας την ημέρα αναφοράς, δηλαδή την 22α Οκτωβρίου του 2021) αναμένονται επομένως με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα μας επιτρέψουν να έχουμε μια σαφή εικόνα τού πληθυσμού και των χαρακτηριστικών του τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ η σύγκρισήτουςμε αυτά των προηγουμένων απογραφών θα αναδείξει τόσο τιςμακρόχρονες τάσεις όσο και τις ενδεχόμενές ρήξεις και ανατροπές
Τα στοιχεία αυτά, εκτός του ότι είναι απαραίτητα για την αυτογνωσία μας (πόσοι και ποιοι είμαστε), είναι, και εξαιρετικά χρήσιμα για το σχεδιασμό τομεακών και χωρικών πολιτικών από όλους τους επιφορτισμένους φορείς της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης. Είναι απαραίτητα, επομένωςγια την ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης και τη χάραξη μελλοντικών μέτρων πολιτικής (κοινωνικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής, μεταναστευτικής…), για την περιφερειακή ανάπτυξη (καθώς αποτελούν τα μόνα αξιόπιστα δεδομένα που διαθέτουμε, ακόμη και για τη μικρότερη γεωγραφική ενότητα) και για τη ρύθμιση ποικίλων διοικητικών θεμάτων (όπως η κατανομή των επιχορηγήσεων στην Τ.Α και η αντιπροσώπευσή μας στα εκλεγόμενα όργανα). Είναι ιδιαίτερα χρήσιμα ακόμη και για την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα καθώςθα μπορούσαν να αποτελέσουν και το υπόβαθρο για τη διενέργεια στο μέλλον εξειδικευμένων αντιπροσωπευτικών στατιστικών ερευνών με στόχο την διερεύνηση σε βάθος ιδιαίτερων πλευρών τής ελληνικής πραγματικότητας.
Στην απογραφή του 2011 ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας μας ανερχόταν σε 10,817 χιλ. και το στατιστικό σφάλμα (διαφυγή) βάσει της έρευνας κάλυψης της ΕΛΣΤΑΤ εκτιμήθηκε σε εθνικό επίπεδο στο 2,83% (σαφώς υψηλότεροτου μέσου εθνικού όρου στους αλλοδαπούς -6,6%- όπως και στην Αττική και πολύ χαμηλότερο στους ημεδαπούς-2,5%- ως και στην Κρήτη, τα Ιόνια και την Δυτική Μακεδονία. Έτσι, λαμβάνοντάς υπόψη το σφάλμα αυτό η Ανεξάρτητη αυτή Αρχή επανεκτίμησε τον πληθυσμό στην μέση του 2011 (30/6)σε 11,105 χιλ.Με δεδομένο δε ότι το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων την περίοδο ανάμεσα στην 1/7/2011 και τα τέλη Οκτωβρίου του 2021 ανέρχεται σε 320 χιλ. και ότι το εκτιμώμενο μεταναστευτικό ισοζύγιο (αρνητικό επίσης) για την ίδια περίοδο δεν υπερβαίνει τις 120 χιλ. ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας μας στα τέλη του 2021 αναμένεται να εγγίζει τα 10,7 εκατομ.
Η απογραφή του 2021 θα δώσει ένα σημαντικά μικρότερο πλήθος καθώς το «σφάλμα» (η διαφυγή, η μη απογραφή δηλαδή τμήματος των μονίμων κατοίκων μας, ιδιαίτερα των αλλοδαπών) αναμένεται να είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχατου 2011. Εκτός όμως αυτού, αναμένεται και 1) μια σημαντικά διαφοροποιημένη διαφυγή από τον μέσο εθνικό όρο σε χαμηλότερα διοικητικά επίπεδα (Περιφ. Ενότητες και Δήμους) και 2) ένα αυξημένο πλήθος ατόμων για τα οποία δεν θα διαθέτουμε όλα τα χαρακτηριστικά καθώς με βάση τις οδηγίες της Ανεξάρτητης Αρχής στους απογραφείς τον Ιανουάριο του 2022 αυτοί κλήθηκαν, καθώς η ΕΛΣΤΑΤδεν έκανε δεκτήτην «άρνηση»,να συλλέξουν κάποιες βασικές πληροφορίες από τους γείτονες (!!!)για τις κατοικίες και για τα άτομα που διέμεναν σε αυτές και αρνούντο έμμεσα η άμεσα να απογράφου.
Εκ των προαναφερθέντων προκύπτει ότι τα δυο βασικά προαπαιτούμενα κάθε απογραφής (η καθολική και ταυτόχρονη καταγραφή όλων μας) μερικώς πληρούνται σε αυτήν του 2021. Αν δε αναζητηθούν τα αίτια μπορούμε συνοπτικά να αναφέρουμε καταρχάςτην προβληματική επιλογή του χρόνου διεξαγωγής της, και, δευτερευόντως, την ελλιπή προετοιμασία της (την μηδοκιμαστική εφαρμογή της διαδικτυακής εφαρμογής για την διόρθωση των όποιωνπροβλημάτων,την πρόταξη «ευαίσθητων» ερωτήσεων-ΑΦΜ και ΑΜΚΑ- στο ατομικό απογραφικό δελτίο,την συντομότατη και ελλιπή επιμόρφωση των απογραφέων, τηνελλιπέστατη ενημέρωση των πολίτων καιτην άκρως περιορισμένη συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση) ως και την κόπωση και τις δεξιότητες τμήματος του επιτελικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ (δυο επιπλέον δύσκολες απογραφές το εξάμηνο που προηγήθηκε αυτής του πληθυσμού ως και συνταξιοδοτήσεις έμπειρων στελεχών της μετά το 2011).
*Καθηγητής Δημογραφίας και επ. Υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος(ΕΛΙΔΕΚ) «Ερευνητικά προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», Παν. Θεσσαλίας