Πέρα από την απολύτως δικαιολογημένη (σκληρή) κριτική που μπορεί να κάνει κανείς για τα έως τώρα πεπραγμένα της κυβέρνησης, σε πολλούς τομείς, και την αναγνώριση που της οφείλει στις προσπάθειές της σε άλλους, η δέσμευση του πρωθυπουργού να μην οδηγήσει την χώρα σε πρόωρες κάλπες τον Σεπτέμβριο είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Εξήγησα, ίσως και λίγο “προφητικά” κάποιους από τους λόγους σε άρθρο μου στο libre ( εδώ ), περίπου μία εβδομάδα πριν ακουστούν όσα ακούστηκαν στη Βουλή και την επομένη, στην συνέντευξή του στον Σκάϊ.
Με ένα πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να ενσωματώσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο της “κουλτούρας των συνεργασιών”, και –κυρίως η Ν.Δ– να δεχθεί πως δεν υπάρχει ταυτοσημία της πολιτικής σταθερότητας με τις αυτοδυναμίες (η πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών του “στενού πυρήνα” κυβερνώνται από σχήματα συνεταιρικής διακυβέρνησης), οι πρόωρες κάλπες εν μέσω πολυεπίπεδης κρίσης (ακρίβεια, πληθωρισμός, έκρηξη ενεργειακών τιμών, κ.ά) και λίγο πριν τον Αρμαγεδδώνα του χειμώνα που όλοι προεξοφλούν, ένα κενό διακυβέρνησης περίπου τριών μηνών θα ήταν μία εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητά εκλογές, επειδή θεωρεί πως πρέπει να υπάρξει πολιτική αλλαγή, ωστόσο ο πρωθυπουργός ήταν και είναι εκείνος που θα τις προκηρύξει. Είναι μάλλον βέβαιο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν τις μετέθεσε για την άνοιξη του ΄23 (αφού προηγουμένως το Μαξίμου και φίλα προσκείμενα μίντια μετέδιδαν τις σχετικές πληροφορίες) επειδή αντιλαμβάνεται τους ίδιους λόγους, όμως, ακόμα κι έτσι, η απόφασή του είναι σωστή.
Διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία 157 εδρών και θα διεκδικούσε στην καλύτερη περίπτωση μια οριακή αυτοδυναμία 151-153 εδρών, ή μία συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ, άρα θα κέρδιζε μεν μία νωπή εντολή, με ημερομηνία λήξης δε, και με λιγότερα πολιτικά καύσιμα στο ρεζερβουάρ του.
Από την άλλη προβάλλεται ως εξαιρετικός διαχειριστής κρίσεων (πανδημία, Έβρος, κ.α), ως εκ τούτου θα ήταν αντιφατικό να προσφύγει στις κάλπες για να διεκδικήσει μια λαϊκή ετυμηγορία για να μπορέσει να διαχειριστεί την κρίση του χειμώνα, και μάλιστα με μικρότερη πλειοψηφία και, αναμφίβολα, πολιτικά τραυματισμένος.
Ο πρωθυπουργός προβάλλει έναν επιπλέον λόγο: πώς είναι …θεσμικός. Και ως εκ τούτου επιδιώκει να εξαντλήσει τα συνταγματικά περιθώρια της διακυβέρνησης. Κάτι που έχει κατορθώσει κατά το παρελθόν, ο Κώστας Σημίτης -ο οποίος παρέδωσε, ωστόσο, το “δαχτυλίδι”, το 2004, στον Γιώργο Παπανδρέου για να μην κριθεί το έργο του στις κάλπες-, και ο Αλέξης Τσίπρας, τρεις μόλις μήνες πριν εκπνεύσει η εντολή του (2019).
Το να είναι κανείς θεσμικός, όμως, δεν είναι μία αλά καρτ στάση. Θεσμικός θα είναι εφόσον εξαντλήσει την κυβερνητική τετραετία, δεν θα είναι, όμως, εάν, όπως λέγεται, επιλέξει να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού. Σε ποιά προσήλωση στους θεσμούς, άραγε, εντάσσεται η φημολογούμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου, δύο φορές στην ίδια θητεία από μία κυβέρνηση;
Πέραν του ότι μία τέτοια απόφαση θα προδώσει πολιτική αδυναμία και εμμονή στην μία και μοναδική (;) επιλογή της κατάκτησης της αυτοδυναμίας, θα ισοδυναμεί με πολιτικό παράδοξο και προσπάθεια να υπερκεράσει αυτό που δεν θα του έχει αναγνωρίσει ο λαός, ούτε με την απλή αναλογική, ούτε, όμως, καν, με τον δικό του εκλογικού νόμο.
Εισηγήσεις σχετικές δέχεται, εάν το αποφασίσει ή όχι είναι αποκλειστικά δικό του θέμα…